Η εκκλησία της Αχειροποιήτου είναι μια εντυπωσιακή παλαιοχριστιανική βασιλική που, πέρα από την αρχαιολογική αξία της, είναι δεμένη με μεγάλα ιστορικά γεγονότα της Θεσσαλονίκης. Η εκκλησία έγινε για χρόνια κατάλυμα Ελλήνων προσφύγων κι εδώ φυλάσσεται το σημαντικότερο κειμήλιο που έφεραν οι ξεριζωμένοι από την Ανατολική Θράκη, η Παναγία η Ρευματοκρατόρισσα.
Η Αχειροποίητος, που πήρε την προσωνυμία της από μια εικόνα της Παναγίας Αχειροποιήτου που λατρευόταν στην εκκλησία κατά τη Βυζαντινή εποχή, έχει μια παγκόσμια πρωτιά: Είναι η μοναδική παλαιοχριστιανική εκκλησία της Θεσσαλονίκης αλλά και της Ανατολικής Μεσογείου που σώζεται ως σήμερα στην ίδια μορφή όπως κατασκευάστηκε τον 5ο αιώνα. Πράγματι η μεγάλη τρίκλιτη βασιλική, αφιερωμένη στη Θεοτόκο, χτίστηκε όπως τη βλέπουμε σήμερα, στο τρίτο τέταρτο του 5ου αιώνα, με κίονες φερμένους από την Προποντίδα, με γλυπτά που κατασκεύασαν μαρμαρογλύπτες από την Κωνσταντινούπολη, πράσινους κίονες που ήρθαν από τη Θεσσαλία και λαμπρά ψηφιδωτά που φιλοτεχνήθηκαν από ψηφιδογράφους ονομαστών εργαστηρίων της Θεσσαλονίκης. Από τα λαμπρά ψηφιδωτά που κάλυπταν του τοίχους σώθηκαν μόνο οι εσωτερικές επιφάνειες των τόξων που σχηματίζουν οι κιονοστοιχίες.
Η εκκλησία της Αχειροποιήτου (πάνω), κτίσμα του 5ου αιώνα, και τμήμα του ψηφιδωτού διάκοσμου στα τόξα των κιονοστοιχιών (κάτω).
Από το παλιό εντυπωσιακό συγκρότημα της Αχειροποιήτου λείπει το αίθριο, δηλαδή η μαρμαρόστρωτη αυλή της εκκλησίας που περιβάλλονταν με καμάρες και κίονες και μεγαλοπρεπή πύλη. Το αίθριο αυτό απλωνόταν στο χώρο της γειτονικής πλατείας Μακεδονομάχων. Ατυχώς ο υπερυψωμένος δρόμος της Αγίας Σοφίας μπροστά στην εκκλησία εμποδίζει τη θέα και την προβολή του λαμπρού μνημείου.
Η κατάληψη της πόλης
Η εκκλησιά της Αχειροποιήτου έχει και ένα ιστορικό αποτύπωμα για τη νεότερη ιστορία της Θεσσαλονίκης. Είναι η πρώτη εκκλησία της πόλης που μετατράπηκε σε τζαμί και προσευχήθηκε ο σουλτάνος μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους το 1430. Αυτό το κοσμοϊστορικό γεγονός χαράχτηκε μέσα στην εκκλησία σε αραβογράμματη επιγραφή. Στον όγδοο από ανατολικά κίονα της βόρειας κιονοστοιχίας η λιτή φράση γράψει: «Ο σουλτάνος Μουράτ πήρε τη Θεσσαλονίκη 833». Η παλιά αραβική χρονολόγηση αντιστοιχεί στο έτος της κατάληψης της πόλης, δηλαδή το 1430.
Μετά την απελευθέρωση της πόλης η εκκλησία προορίζονταν να γίνει βυζαντινό μουσείο, που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε, αλλά για ένα διάστημα στέγασε την αρχαιολογική συλλογή της πόλης. Η Αχειροποίητος ξανάγινε χριστιανική εκκλησία ύστερα από 500 χρόνια, το 1930.
Η Παναγία της Θράκης
Στην Αχειροποίητο φυλάσσεται η σημαντικότερη εικόνα των προσφύγων της Ανατολικής Θράκης, η Παναγία η Ρευματοκράτειρα ή Ρευματοκρατόρισσα. Η ασημοκαλυμμένη ιστορική φορητή εικόνα ήταν το παλλάδιο των Θρακιωτών και τιμούνταν ιδιαίτερα από όλους τους Θρακιώτες στην εκκλησία της Παναγίας της Ρευματοκράτειρας στη Ραιδεστό. Η Ρευματοκρατόρισσα είναι αμφίπλευρη εικόνα και στην πίσω πλευρά από την αργυροστόλιστη πρόσοψή της με την Παναγία, που χρονολογείται το 17ο αιώνα, υπάρχει και δεύτερη αγιογραφία με τη Σταύρωση που χρονολογείται το 15ο αιώνα. Την εικόνα έφεραν οι Θρακιώτες πρόσφυγες με την αποχώρηση του ελληνισμού από τις πατρογονικές εστίες το 1922. Ήταν η πολιούχος της Ραιδεστού ως τα χρόνια του ξεριζωμού και λατρευόταν με εξαιρετικές τιμές από τους κατοίκους της περιοχής και με λαμπρό πανηγύρι τη Δευτέρα της εβδομάδας της Διακαινησίμου, δηλαδή τη Δευτέρα μετά την Κυριακή του Θωμά. Όμως η φήμη της και η λατρεία της απλωνόταν σ’ ολόκληρη τη Θράκη. Την εικόνα της Ραιδεστού τιμούν και σήμερα οι απόγονοι των Θρακιωτών στην Αχειροποίητο. Στη λειτουργία και την πανθρακική δοξολογία οι Ραιδεστινοί και άλλοι Ανατολικοθρακιώτες γιορτάζουν με λαμπρότητα τη μνήμη της. Η Παναγία της Ραιδεστού έμεινε στην Αχειροποίητο, γιατί στην παλαιοχριστιανική εκκλησία έστησαν το πρώτο προσφυγικό σπιτικό τους πολλές οικογένειες Ραιδεστινών όταν έφτασαν στη Θεσσαλονίκη.
Η Παναγία Ρευματοκρατόρισσα, το παλλάδιο της Θράκης, που έφεραν από τη Ραιδεστό στην Αχειροποίητο το 1922 πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης.
Ο Γιώργος Ιωάννου γράφει για τη θρακιώτικη εικόνα στο αφήγημά του «Παναγία η Ρευματοκρατόρισσα», στη συλλογή διηγημάτων του «Η σαρκοφάγος»: «Τη Ρευματοκρατόρισσα τη φέραν οι παπούληδές μας από μια πολιτεία της Προποντίδας. Την άρπαξαν μια Κυριακή πρωί και φύγαν πάνω στ’ άλογα. Ο δεσπότης δεν πρόλαβε να βγάλει τα άμφιά του, σαν ήρθε η είδηση πως έφτασαν οι τσέτες. Πρόσταξε μοναχά τον κόσμο να πάρει τα βουνά. Κρύφτηκαν σ’ ένα σπήλαιο βαθύ και γλίτωσαν. Ήταν έμπειροι σ’ αυτά και από καιρό για όλα προετοιμασμένοι. Σε δυο τρεις μέρες, τραβώντας συνεχώς κατά τα δυτικά, έφτασαν στον Έβρο και διάβηκαν σα λιτανεία το ρεύμα. Η Ρευματοκρατόρισσα συγκράτησε και πάλι το πολύ νερό… Την έφεραν τελικά στην Αχειροποίητο, όπου στρίμωξαν τους πρόσφυγες και την τοποθέτησαν στη θέση του ιερού… Εκτός από την εικόνα της Παναγίας Ρευματοκρατόρισσας, σχεδόν τίποτα άλλο δεν απομένει από κείνη τη γενιά. Όσο την κοιτάζω τόσο θαρρώ πως βλέπω στο πρόσωπό της τη γιαγιά μου. Έτσι θα ήταν, βέβαια, και η προγιαγιά μου. Οι άνθρωποι μοιάζουν στις δικές τους περιοχές. Είναι νέα όμως η εικόνα και όμορφη και στο δέρμα κεραμιδιά, σαν να βουτήχτηκε, πράγμα διόλου απίθανο, σε αιμάτινο ποτάμι…».
Για πιστούς και μη, η ασημοστόλιστη εικόνα της Παναγίας της Ρευματοκρατόρισσας, στο νάρθηκα της Αχειροποιήτου, στη Θεσσαλονίκη, δεν είναι μόνο το παλλάδιο της Ανατολικής Θράκης, αλλά το ιερό κειμήλιο που δένει τους δυο τόπους, των χαμένων πατρίδων και της νέας πατρίδας των θρακιωτών προσφύγων. Μια προσκυνηματική εικόνα που κρατάει το καντήλι και τη διαχρονική μνήμη του θρακικού ελληνισμού και του μεγάλου εκπατρισμού του.
Η εκκλησία των προσφύγων
Η ιστορική εκκλησία της Αχειροποιήτου στέγασε δυο φορές πρόσφυγες από τη Βόρεια Θράκη και την Ανατολική Θράκη, το 1914 και το 1922-23. «Χώρισαν με κουβέρτες και σεντόνια χώρους σε δωμάτια και άρχισαν να ζουν», γράφει ο Γιώργος Ιωάννου. Φωτογραφία του Φρεντ Μπουασονά, 1919.
Η Αχειροποίητος στέγασε Έλληνες πρόσφυγες δύο περιόδων, του 1914 και του 1922-23. Ο Γιώργος Ιωάννου γράφει γι΄ αυτήν την άγνωστη περιπέτεια: «Στη Σαλονίκη τους πιο πολλούς τους στρίμωξαν στην Αχειροποίητο ή εκεί γύρω. Οι Τούρκοι είχαν μετατρέψει για αιώνες την τεράστια εκκλησία σε τζαμί κι έτσι την είχαν μαγαρίσει. Μπορούσαν λοιπόν να τη μαγαρίσουν λιγάκι κι οι ανοικονόμητοι πρόσφυγες. Χώρισαν με κουβέρτες και σεντόνια χώρους σε δωμάτια κι άρχισαν να ζουν. Έρωτες καυγάδες, ξυλοδαρμοί, γλέντια, χαρές, γεννητούρια, γίνονταν πίσω απ’ τα κρεμασμένα σεντόνια, που τότε μόνο σηκώνονταν όλα, όταν ήταν ιδιαίτερα μεγάλης σημασίας το γεγονός… Ύστερα από όλα αυτά, ήταν βέβαια περιττό να ξαναγιαστεί η εκκλησία, πράγμα όμως που έγινε μεγαλοπρεπώς, μόλις πέταξαν από μέσα τους πρόσφυγες…”
Τη μνήμη από την εποχή που η εκκλησία της Αχειροποιήτου ήταν κατάλυμα Ελλήνων προσφύγων διέσωσε ο Ελβετός φωτογράφος και φιλέλληνας Φρεν Μπουασονά που στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα περιόδευσε στη Μακεδονία, τη Θεσσαλονίκη και τον Όλυμπο κι έκανε εξαιρετικές φωτογραφίες.Την περίφημη φωτογραφία της Αχειροποιήτου ο πρωτοπόρος καλλιτέχνης δημοσίευσε το 1919: Το εσωτερικό της παλαιοχριστιανικής εκκλησίας παραμένει επιβλητικό με τις μεγάλες μνημειακές κολόνες και ενάγυρο στο πάτωμα είναι στημένα πρόχειρα προσφυγικά παραπήγματα, κάτι σαν παιδικά “σπιτάκια” με κουβέρτες και ετερόκλητα “οικοδομικά” υλικά., όπως τα κατέγραψε λογοτεχνικά ο Γιώργος Ιωάννου. Την θλιβερή εικόνα σε πρώτο πλάνο σπάει μια ομάδα χαρούμενων παιδιών που αντικρίζουν το φακό αμέριμνα… Μια ιστορική φωτογραφία που θυμίζει ανάλογες σημερινές καταστάσεις προσφυγιάς. Τουλάχιστον εδώ, κάτω από τη φιλόξενη στέγη της εκκλησίας είναι προφυλαγμένα από τα λασπόνερα και τις άσχημες καιρικές συνθήκες…
Χ.ΖΑΦ.