Ο ναός της του Θεού Σοφίας, του Χριστού, γνωστότερη ως εκκλησία της Αγίας Σοφίας, είναι ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της Θεσσαλονίκης και ολόκληρου του βυζαντινού κόσμου. Χτίστηκε στο δεύτερο μισό του 8ου αιώνα, πάνω στα ερείπια μιας μεγάλης πεντάκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Ο σημερινός ναός είναι το τρίτο θρησκευτικό κτήριο στον ίδιο χώρο. Προηγήθηκαν μια τρίκλικη βασιλική (δρομικός ναός) του 4ου αιώνα και η μεγάλων διαστάσεων πεντάκλιτη βασική του 5ου αιώνα. Αρκετοί χώροι της βασιλικής ενσωματώθηκαν στη νέα εκκλησία. Κατά μία άποψη, ο σημερινός ναός ανεγέρθηκε τον 7ο αιώνα.
Η ‘’Μεγάλη εκκλησία’’, όπως την ονόμαζαν οι Θεσσαλονικείς, ήταν ο καθεδρικός, ο μητροπολιτικός ναός της «συμβασιλεύουσας» πόλης ως τον 16ο αιώνα που μετατράπηκε σε τζαμί.
Ο ναός της του Θεού Σοφίας είναι κτίσμα του 8ου αιώνα και αρχιτεκτονικά συνδυάζει τη δρομική παλαιοχριστιανική βασιλική με τον σταυροειδή ναό με τρούλο.
Ως προς την αρχιτεκτονική μορφή ο ναός της Αγίας Σοφίας είναι μεταβατικός τύπος που συνδυάζει τη δρομική παλαιοχριστιανική βασιλική με τον σταυροειδή ναό με τρούλο. Ο τετράγωνος κεντρικός πυρήνας του ναού, με τους τέσσερις ογκώδεις πεσσούς που στηρίζουν τον τρούλο και στη κάτοψή του σχηματίζουν το σχήμα σταυρού, περιβάλλεται με περίστωο, πάνω από το οποίο διαμορφώνονται υπερώα. Οι πεσσοί στην ανωδομή συνδέονται με ημικυλινδρικές καμάρες που στηρίζουν τον τεράστιο κυκλικό τρούλο. Οι κίονες και τα κιονόκρανα που σώζονται στην εκκλησία είναι του 6ου αιώνα και προέρχονται από παλαιότερο μνημείο της πόλης. Η μορφή του ναού, που δέχτηκε αρκετές οικοδομικές αλλαγές στη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου, επηρέασε την αρχιτεκτονική της ναοδομίας τους επόμενους αιώνες στα Βαλκάνια.
Τα ψηφιδωτά του ναού ανήκουν σε τέσσερις διαφορετικές εποχές και χρονολογούνται από τον 8ο έως τον 12ο αιώνα. Το σημαντικότερο είναι η σύνθεση της Ανάληψης στον τρούλο, εξαιρετικό δείγμα της Μακεδονικής Αναγέννησης, που χρονολογείται στα τέλη του 9ου αιώνα, περίπου το 885. Οι τοιχογραφίες, που έγιναν τον 11ο αιώνα, στους τοίχους και τα παράθυρα του εξωνάρθηκα της Αγίας Σοφίας, εικονίζουν μοναχούς και τοπικούς αγίους, όπως την Αγία Θεοδώρα την εν Θεσσαλονίκη.
Άγγελος, λεπτομέρεια από την ψηφιδωτή σύνθεση της Ανάληψης στον τρούλο.
Ο μονόλιθος μαρμάρινος άμβωνας, με γεωμετρικά ανάγλυφα, που βρισκόταν ως τις αρχές του 20ού αιώνα στο εσωτερικό του βυζαντινού ναού, μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και σήμερα εκτίθεται στο αρχαιολογικό μουσείο της. Κατά τη βυζαντινή περίοδο, μέσα στην εκκλησία θάβονταν επίλεκτα μέλη της πόλης.
Στην πυρκαγιά του 1890 η Αγία Σοφία έπαθε μεγάλες καταστροφές. Στις αρχές του 20ού αιώνα οι Τούρκοι την επισκεύασαν με την επίβλεψη του ονομαστού Γάλλου βυζαντινολόγου Καρόλου Ντιλ και την τοιχογράφησαν με ζωγραφιστό διάκοσμο, με μίμηση κυρίως ορθομαρμάρωσης, ο οποίος διατηρείται έως σήμερα.
Ψηφιδωτές παραστάσεις από την περίοδο της Εικονομαχίας
Στην ημικυλινδρική καμάρα του ιερού βήματος της Αγίας Σοφίας υπάρχει μια ψηφιδωτή παράσταση ενός μεγάλου σταυρού που περιβάλλεται με πολύχρωμη κυκλική δόξα. Δεξιά και αριστερά στη βάση της καμάρας υπάρχουν δυο κτητορικές επιγραφές με τη μορφή σταυρόμορφων μονογραμμάτων: Κύριε βοήθει Κωνσταντίνου δεσπότου. Κύριε βοήθει Ειρήνης δεσποίνης. Και η επιγραφή: Χριστέ βοήθει Θεοφίλου ταπεινού επισκόπου.
Η ψηφιδωτή παράσταση της ένθρονης Παναγίας στην κόγχη και ο σταυρός στην ημικιλυνδρική καμάρα του ιερού.
Και τα τρία ονόματα είναι ιστορικά πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στην εικονοφιλική μερίδα και την οικουμενική σύνοδο της Νίκαιας που αναστήλωσε τις εικόνες. Πρόκειται για τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΣΤ΄ (780-788) και τη μητέρα του Ειρήνη την Αθηναία, που ήταν συναυτοκράτειρα στον ανήλικο γιο της. Ο Θεόφιλος ήταν ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης που έλαβε μέρος με άλλους 350 επισκόπους από όλον τον ορθόδοξο κόσμο στη σύνοδο της Νικαίας και υπόγραψε τα πρακτικά της. Οι επιγραφές χρονολογούν τον ψηφιδωτό σταυρό στα 780-788, την περίοδο που η Ειρήνη και ο Κωνσταντίνος ήταν συναυτοκράτορες.
Στην κόγχη του ιερού βήματος υπήρχε και άλλη εικονομαχική παράσταση με χρυσό σταυρό, που αντικαταστάθηκε μετά την εικονομαχία και κατ’ άλλους τον 11ο ή 12ο αιώνα με την ψηφιδωτή εικόνα της ένθρονης Παναγίας Πλατυτέρας. Ίχνη των απολήξεων του σταυρού διασώζονται δεξιά και αριστερά στο ύψος των ώμων της Παναγίας.
Το ψηφιδωτό της Ανάληψης στον τρούλο
Ο τεράστιος θόλος της Αγίας Σοφίας καλύπτεται από τη μεγαλειώδη ψηφιδωτή σύνθεση με θέμα την Ανάληψη του Χριστού. Φιλοτεχνήθηκε στο τέλος του 9ου αιώνα (+_885) και αποτελεί το κορυφαίο δείγμα της λεγόμενης Μακεδονικής αναγέννησης που συμπίπτει με την αυτοκρατορική δυναστεία των Μακεδόνων. Η παράσταση είναι φιλοτεχνημένη με δεξιοτεχνία, συναρπάζει με τη χρωματική μαγεία και τη ζωντάνια των ανθρώπινων μορφών που δίνονται με ρεαλιστικά χαρακτηριστικά.
Στο κέντρο του θόλου εικονίζεται ο Χριστός σε ουράνιο τόξο που το κρατούν δύο άγγελοι.
Στην κάτω πλατιά περιμετρική ζώνη της παράστασης, μέσα σε έναν υπερβατικό βραχώδη ελαιώνα, στο όρος των Ελαιών, εικονίζονται οι απόστολοι που παρακολουθούν με δέος και θαυμασμό την ανάληψη του Χριστού, με ποικίλες στάσεις και πλαστικότητα των σωμάτων τους που παραπέμπουν σε αρχαία αγάλματα. Στο κέντρο της κυκλικής ζώνης με τις ανθρώπινες μορφές παριστάνεται όρθια σε στάση δέησης η Παναγία ανάμεσα σε δύο φοινικόδεντρα και δύο αγγέλους που χειρονομούν δείχνοντας την επιγραφή πάνω από τα κεφάλια τους ένα απόσπασμα σε μεγαλογράμματη γραφή από τις Πράξεις των Αποστόλων (Πραξ. Α΄, 11): ‘’Άνδρες Γαλιλαίοι, τι εστήκατε εμβλέποντες εις τον ου(ρα)νόν; Ούτος ο Ι(ησού)ς ο αναληφθείς αφ’ ημών εις τον ου(ρα)νόν, ούτως ελεύσεται, όν τρόπον εθεάσασθε αυτόν πορευόμενον εις τον ου(ρα)νόν’’.
Περιμετρικά στη βάση της παράστασης υπάρχουν άλλες δύο μεγαλογράμματες επιγραφές που αναφέρονται στον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Παύλο, στα χρόνια του οποίου (γύρω στα 885) έγινε η θαυμάσια σύνθεση του τρούλου της Αγίας Σοφίας.
Χ.ΖΑΦ.
Λεπτομέρεια από τη ζώνη των Αποστόλων που εικονίζονται στο ψηφιδωτό της Ανάληψης στον ναό της Αγίας Σοφίας.
Το κείμενο της ανάρτησης είναι αποσπάσματα από τον υπό έκδοση ιστορικό και περιηγητικό οδηγό του Χρίστου Ζαφείρη ‘Η Θεσσαλονίκη των Βυζαντινών’, που θα κυκλοφορήσει στο τέλος του χρόνου (2020) από τις εκδ. ‘Επίκεντρο’.