Ο θρυλικός φωτορεπόρτερ της Θεσσαλονίκης, ο Γιάννης Κυριακίδης, έφυγε από κοντά μας πλήρης ημερών. Άφησε όμως μια πλούσια παρακαταθήκη, το βλέμμα του και το φωτογραφικό του αρχείο όπου αποτύπωσε για 70 σχεδόν χρόνια την πορεία της πόλης, τα γεγονότα που την σφράγισαν και την ανθρωπογεωγραφία της. Συνεργάστηκα επί χρόνια μαζί του και δέχτηκα τη σοφία του και την αύρα του. Το παρακάτω σημείωμα είναι μια προσωπική κατάθεση για τον φίλο, τον συνεργάτη, τον καλλιτέχνη, τον ιστορικό καταγραφέα, τον δικό μας άνθρωπο.
Ο Γιάννης Κυριακίδης χάνεται στην αχλή της φήμης του, του θρύλου, των ανεκδότων και των στερεότυπων που δημιούργησαν γι’ αυτόν οι άσπονδοι φίλοι του. Σε τέτοιο μάλιστα σημείο που ακόμα και εμείς οι κοντινοί του άνθρωποι, όσοι δουλέψαμε μαζί του επαγγελματικά και τον συναναστραφήκαμε σε δημοσιογραφικές αποστολές, σε γραφεία εφημερίδων και ταβέρνες να ξεχνάμε τον καλλιτέχνη Κυριακίδη, τον ακούραστο και συνεπή επαγγελματία φωτογράφο και να γελάμε με τα καμώματά του, την τσιγκουνιά του και το κιμπαρλίκι του, τις φάρσες που του στήνανε οι φίλοι του, τα ανέκδοτα που τον έχουν πρωταγωνιστή, τις λεκτικές υπερβολές του και μονομανίες του, τον αθυρόστομο λόγο του. Τα προκαλούσε και ο ίδιος τα πειράγματα, τα ήθελε. Κι αν για οποιοδήποτε λόγο τον ξεχνούσαν οι φίλοι του, αδιαφορούσαν για λίγο ή του βάζανε χρονικό εμπάργκο σιωπής, ξανάρχιζε αυτός το παιχνίδι της πλάκας και της φάρσας που μερικές φορές οδηγούσε σε άγριες καταστάσεις. Αυτός ήταν ο ένας Κυριακίδης, ο πλακατζής, ο γελωτοποιός, με την κυριολεξία της λέξης, ο φαρσέρ και το θύμα της χοντρής φάρσας. Αυτός είναι ο δικός μας Γιάννης που μας έλεγε κάθε φορά που η πλάκα έφτανε στα άκρα: «Καθήκια, αυτές τις αγριάδες μού κάνετε τώρα, αλλά όταν έρθει η ώρα θα μουτσοκλαίτε απαρηγόρητοι πάνω από το κιβούρι μου»!
Για μια φωτογραφία “ποίημα”
Έτσι θα γίνει, γιατί στην άλλη πλευρά της καρδιάς μας έχουμε τον άλλο Κυριακίδη, τον ευαίσθητο, τον συνεπή και χαλκέντερο φωτορεπόρτερ, τον άνθρωπο που θα πήγαινε στην κόλαση, θα εκλιπαρούσε, θα έσφιγγε την καρδιά και τα δόντια, θα διακινδύνευε τη ζωή του, θα «πουλούσε και τη μάνα του» για μια φωτογραφία «ποίημα», όπως έλεγε. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς…
Είχαμε πάει για ρεπορτάζ στην κηδεία ενός παλικαριού, που χάθηκε σε άγριες συνθήκες. Θρήνος και οδυρμός των δικών του. Το κλίμα βαρύ και αποτρεπτικό για ρεπορτάζ. Ο Γιάννης όμως στη δουλειά δεν χαμπάριζε. Μέσα στη μαυρίλα πήρε με παρακάλια, σχεδόν με το στανιό, μια κορνίζα με τη φωτογραφία του παλικαριού από τα χέρια της μάνας του που θρηνούσε πάνω της κι έφυγε. Την ξανάφερε αργότερα αφού την αντέγραψε στο εργαστήρι του. Την άλλη μέρα στις εφημερίδες ήταν η μοναδική φωτογραφία με το «ζωντανό» πορτρέτο του παλικαριού.
Στις μεγάλες πλημμύρες του κάμπου της Πέλλας, κάποιες αναγκαίες μετακινήσεις για επιχειρήσεις διάσωσης γίνονταν με αμφίβια άρματα του στρατού. Σε ένα από αυτά βρεθήκαμε και κάποιοι δημοσιογράφοι που καλύπταμε το γεγονός. Ο Γιάννης έκανε ωραίες φωτογραφίες από τη δραματική διάσωση ανθρώπων που κινδύνεψαν μέσα στα νερά. Δεν του έφτανε όμως αυτό. Σχεδόν με το ζόρι ανάγκασε τον επικεφαλής αξιωματικό να αλλάξει πορεία το άρμα, κάνοντας επικίνδυνες μανούβρες, προκειμένου να φωτογραφίσει ένα μεγάλο φίδι που είχε σκαρφαλώσει σε μια λεπτόκορμη λεύκη για να σωθεί. Παρά το ανθρώπινο δράμα, οι εφημερίδες έδωσαν την αίσθηση της υδάτινης καταστροφής με τη φωτογραφία του φιδιού πάνω στο δέντρο!
Πάνω, νιόπαντρο ζευγάρι με την αγαπημένη του γυναίκα Χρύσα. Κάτω, με τις δυο κόρες τους, Τίτη και Αθηνά, από τις οποίες έχουν τέσσερα εγγόνια.
Από τα ρεπορτάζ που κάναμε με τον Γιάννη έχουμε πολλά να διηγηθούμε. Οι φωτογραφίες του έδιναν αξία στο γραφτό μας. Πολλές φορές με την πείρα του μας καθοδηγούσε για το άριστο και άλλες φορές μας στήριζε για να το κάνουμε καλύτερο, αδιαφορώντας ο ίδιος για τους κινδύνους, το χρόνο και τον κόπο. Μοναδικός στόχος του ήταν να βγάλει την άριστη, τη μοναδική φωτογραφία του θέματος με οποιοδήποτε τίμημα.
Επιστρέφοντας στην πόλη του από ρεπορτάζ στη Γιουγκοσλαβία.
Κράτησε τη νοσταλγία και την ιστορική μνήμη
Ο Γιάννης είχε έμφυτη τη ματιά του ρεπόρτερ και βαθιά αίσθηση του φωτορεπορτάζ, να φωτογραφίσει τη σπάνια πλευρά του γεγονότος ή του θέματος, τη διαφορετική εκδοχή, τη λεπτομέρεια που θα γινόταν εμβληματική μεγέθυνση. Όσο ήταν μάχιμος κουβαλούσε πάντα μαζί του τη φωτογραφική μηχανή για να μη χάσει κάτι το απρόοπτο, να είναι ετοιμοπόλεμος, να μην καθυστερήσει στο θέμα. Ήταν ο άγρυπνος φωτορεπόρτερ και ο πανταχού παρών. Γι’ αυτό τον προτιμούσαν οι δημοσιογράφοι και τον πλήρωναν οι εφημεριδάδες. Είχε όμως και τη γλύκα του ευαίσθητου, του ρομαντικού καλλιτέχνη. Φωτογράφιζε παιδικά πρόσωπα, ανθρώπους της καθημερινότητας, ωραία τοπία και ηλιοβασιλέματα. Ακόμη κι όταν η όρασή του τον πρόδωσε, φωτογράφιζε σχεδόν καθημερινά τα ηλιοβασιλέματα του Θερμαϊκού με την εποχική ποικιλία της ηλιόστρατας πάνω στη θάλασσα.
Ο Κυριακίδης αποτύπωσε με το φακό του τη συνολική εικόνα της Θεσσαλονίκης και την ανθρωπογεωγραφία της για δεκαετίες, σχεδόν ολόκληρο το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Από τα απλά καθημερινά ανθρώπινα συμβάντα, τις χαρές και τον πόνο, ως τις πολεοδομικές μεταμορφώσεις, τα σημαντικά πρόσωπα, τα τοπικά και πολιτικά γεγονότα. Κράτησε τη νοσταλγία και τη μνήμη, διέσωσε την ιστορία και το ιδιαίτερο κλίμα της πόλης που χάθηκε στις κοινωνικές αλλαγές και την αντιπαροχή. Ευτυχώς το πλούσιο αρχείο του διασώθηκε και αρχειώθηκε. Όσοι πορεύτηκαν μαζί του, η πόλη και οι μελλοντικές γενιές θα τον ευγνωμονούν για το άγρυπνο βλέμμα του και την πλούσια κληρονομιά του.
Χ.ΖΑΦ.
Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στο λεύκωμα “Γιάννης Κυριακίδης. Ζωή γεμάτη εικόνες”, επιμέλεια Κώστας Δ. Μπλιάτκας, καλλιτεχνική επιμέλεια φωτογραφικού αρχείου Αθηνά Κυριακίδου, εκδ. Μίλητος, 2013. Από το ίδιο λεύκωμα προέρχονται και οι φωτογραφίες της ανάρτησης. Ευχαριστούμε τους επιμελητές της έκδοσης και του αρχείου Γιάννη Κυριακίδη καθώς και την οικογένεια του αγαπητού μας Γιάννη, που θα τον θυμόμαστε με νοσταλγία και αγάπη.
Έτσι θα τον θυμόμαστε, Χρήστο.
Η καλύτερη αποτίμηση του έργου και της ζωής του σ΄αυτές τις λίγες γραμμές…Να είσαι καλά ρε Χρίστο! Έτσι θα τον θυμόμαστε,όπως έγραψε και ο Δημήτρης, πιο πάνω. Κ. Τσιβιλίκας
Ευχαριστώ Δημήτρη και Κώστα. Η συγκίνηση μας είναι έντονη για τον αγαπητό φίλο και δάσκαλό μας, καθώς και οι τρεις διατηρούμε αγαθές μνήμες και αναμνήσεις από τη δημοσιογραφική συνεργασία μαζί του στα χρόνια της Θεσσαλονίκης.