Ο διακεκριμένος διηγηματογράφος και μυθιστοριογράφος Γιώργος Σκαμπαρδώνης μας ξάφνιασε με το τελευταίο του πόνημα (Μάης 2018) το ‘’Λεωφορείο’’, που διαφοροποιείται θεματογραφικά από τα ως τώρα εκδοθέντα βιβλία του. Θα το χαρακτήριζα βιωματική τοπογραφία της Θεσσαλονίκης όπου συμπλέκονται βιογραφικές και προσωπογραφικές αναφορές, καλύπτοντας χρονικά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, μια περίοδος που συμπίπτει με την πορεία ενηλικίωσης και ωρίμανσης του συγγραφέα. Το παρόν σημείωμα βλέπει την κίνηση του ‘Λεωφορείου’ μέσα από το οικείο πρίσμα του Ιστολογίου, της Θεσσαλονίκης Τοπιογραφίας, και δεν έχει πρόθεση λογοτεχνικής κριτικής.
Το ‘’Λεωφορείο’’ είναι μια προσωπική θέαση και καταγραφή τοπόσημων της Θεσσαλονίκης, που ο συγγραφέας θεάται από το τζάμι του αστικού λεωφορείου 10, από την αφετηρία του, στην περιοχή Χαριλάου, όπου γεννήθηκε, ως το τέρμα του, τον νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό. Είναι ένα βιωματικό και διαχρονικό δρομολόγιο, πολυταξιδεμένο και πολύχρονο, που γίνεται επίτομο και μοναδικό στην τελική γραφή, γεμάτο με εμπειρίες, μνήμες και αναμνήσεις προσώπων και γεγονότων που διασταυρώθηκαν στη πορεία του λεωφορείου και της ζωής. Ένα προσχηματικό συμπίλημα προσωπικής κατάθεσης από τα δρομολόγιο του αστικού μιας σχεδόν τριακονταετίας, που διαστέλλει τα όριά του με τα δρομολόγια της ατομικής μνήμης και των μνημονικών διασταυρώσεων, επινοήσεων και ξένων εμπειριών συμπιέζοντας τα όρια ολόκληρου σχεδόν του εικοστού αιώνα.
Το ‘’Λεωφορείο’’ κινείται σε 19 κεφάλαια όσες και οι στάσεις του στον κεντρικό οδικό άξονα της πόλης: Χαριλάου – Παπαναστασίου –Λεωφόρος Στρατού – Αγγελάκη – Εγνατία. Ακολουθεί τις πατικωμένες ράγες του παλιού τραμ της πάνω γραμμής που δεν πρόλαβε ούτε έχει μνήμες, καθώς όταν τις ξήλωσε ο Καραμανλής, ο συγγραφέας ήταν νήπιο. Κάθε στάση όμως δεν είναι απλώς μια συγκοινωνιακή τοπογραφική κουκίδα, αλλά μια ολόκληρο ‘’συνοικία’’, οι διαστάσεις της οποίας ποικίλουν στο εύρος και το μέγεθος, γιατί εξαρτώνται από το απόθεμα της μνήμης και της αξιολογικής περιγραφικής διάθεσης του συγγραφέα. Τις παραθέτω για καλύτερη γνωριμία, καθώς τουλάχιστον οι μόνιμοι Θεσσαλονικείς έχουμε ανεβοκατεβεί στα διάφορα αστικά που περνούν από αυτές τις στάσεις: Γήπεδο Χαριλάου, Παλιά Οσία Ξένη, Αλυσίδα, 151, Ιπποκράτειο, Ευκλείδης ή Θεαγένειο, Αγία Τριάδα, Ευζώνων, Έκθεση, Αγγελάκη, Καμάρα, Αγίας Σοφίας, Αριστοτέλους, Βενιζέλου, Κολόμβου, Βαρδάρη, Ζωγράφου και Τέρμα Σταθμός.
Ο συγγραφέας στη κατόπτευση του ευρύτερου χώρου της στάσης επιλέγει διάσημα τοπόσημα κάθε περιοχής, τόπους προσωπικών εμπειριών στο τριαντάχρονο σχεδόν σύρε- έλα και σημεία που είναι συνδεδεμένα με προσωπικές, φιλικές ή οικογενειακές εμπειρίες, που πυροδοτούν τη μνήμη, την διήγηση, την φαντασίωση ή και την επινόηση – σύμφωνα με τη δική του εξήγηση- αποτυπώνοντας στις σελίδες του βιβλίου άπειρες ανθρώπινες ιστορίες. Το πιο σημαντικό στοιχείο, μέσα από τη δική μου ματιά, είναι ότι ο Σκαμπαρδώνης διασώζει χαμένους σήμερα τόπους (σινεμά, ταβέρνες, στέκια, μαγαζιά κλπ.) και ανθρώπους που είχαν παίξει κάποιο ρόλο στην λεγόμενη περίοδο της μεταπολίτευσης και σήμερα είναι χαμένοι στη συλλογική λήθη. Συγκινητικές είναι οι αναφορές και οι σχέσεις του με τους γονείς του, φτωχοί βιοπαλιστές με αξιοπρέπεια και όραμα για τα παιδιά τους, που γίνονται λογοτεχνικά σύμβολα-χαρακτήρες της μετεμφυλιακής κοινωνίας της Θεσσαλονίκης.
Αυτοβιογραφικό δεν το λέω το ΄Λεωφορείο’, αλλά οι νύξεις και οι αναφορές σε προσωπικές μνήμες και γεγονότα που έζησε με μέλη της οικογένειας, με φίλους, με συναδέλφους, είναι κρίκοι της αλυσίδας που κρατάει τη ζωή του, χρήσιμες αναφορές κατανόησης της προσωπικότητας του συγγραφέα και βοηθητικό έρμα για τους φιλολογικούς ερευνητές του έργου του.
Ο τρόπος της γραφής του θυμίζει και παραπέμπει στα ‘’τοπογραφικα’’ κείμενα του θεσσαλονικογράφου Γιώργου Ιωάννου, αλλά διαφέρει στη γωνία του βλέμματος και την κριτική και φιλοσοφική ενατένιση των χώρων και των ανθρώπων. Παρόλο που είναι παρελθοντικές καταγραφές και μνήμες, δεν καταφεύγει στη νοσταλγία, αλλά τις προσεγγίζει με ρεαλιστική εκτίμηση και φιλοσοφική διάθεση από το παρατηρητήριο ζωής της ώριμης- έβδομης- δεκαετίας του. Με αυτό το βιβλίο ο Σκαμπαρδώνης αναδεικνύεται σε κορυφαίο θεσσαλονικογράφο, με αίσθημα, βαθιά γνώση και τρυφερότητα για την πόλη του. Εντάσσεται στη χορεία των διεθνών συγγραφέων- ‘τοπογράφων’, που χρησιμοποιούν ως λογοτεχνικό όχημα τη μικροϊστορία, τη μνήμη, την τοπογραφία και την φιλοσοφική και ιδεολογική ενατένιση της πόλης τους και της παρελθοντικής ζωής τους, που μετατρέπονται με την τέχνη τους σε υπερτοπικό και διανθρώπινο λογοτεχνικό ανάγνωσμα.
Πολλές παρατιθέμενες μνήμες του βιβλίου και αναφορές προδίδουν τις πηγές έμπνευσης προγενέστερων κειμένων του συγγραφέα, αναπλασμένες με τα τερτίπια της δημιουργικής γραφής στα διηγήματα και τα μυθιστορήματά του.
Έχω την αίσθηση πως ο Σκαμπαρδώνης έκανε ένα λογοτεχνικό υβρίδιο, που δεν είναι ούτε δοκιμιακός λόγος, ούτε περιηγητικό και αυτοβιογραφικό κείμενο, αλλά μια λογοτεχνική τοπογραφία προσωπικών βιωμάτων και ξένων διηγήσεων που εντάσσονται στον προσωπικό άξονα της γραφής του. Χρησιμοποιεί, με άλλα λόγια, προσχηματικά ένα δρομολόγιο αστικού λεωφορείου για να μιλήσει για τη μνήμη, την πόλη του, τον ψυχισμό του, την φθορά, τις αξίες, τη μεταμόρφωση τόπων και προσώπων, τις ανθρώπινες ιστορίες και την σαρκοβόρα λήθη, με αποκλειστικό υποδόριο στόχο την λογοτεχνική απόλαυση με άλλα μέσα και τεχνικές. Αν αυτό το ‘’λογοτεχνικό δρομολόγιο’’ γίνεται ευχάριστη ξενάγηση σε τοπόσημα της Θεσσαλονίκης, αν ζωντανεύουν η ανθρωπογεωγραφία και τα κοινωνικά και πολεοδομικά χαρακτηριστικά της μισού αιώνα, αν κάνει ελλειπτικές βιογραφικές αναδρομές της ζωής και του πορτρέτου του, όλα αυτά είναι υλικά και παρεπόμενα της σκαμπαρδώνειας γραφής, χρήσιμα σε ευγνώμονες ιστοριοδίφες της πόλης, ξεναγούς, ιστορικούς και φιλολογικούς ερευνητές και εραστές της Θεσσαλονίκης’ αλλά δεν ήταν αυτός ο στόχος του. Ο Σκαμπαρδώνης έγραψε ένα διαφορετικό πεζογράφημα που στόχευε στην αναγνωστική απόλαυση με άλλα μέσα. Έτσι το χάρηκα και γω και χαίρομαι ιδιαίτερα που ο Γιώργος με τιμά με τη φιλία του, την ευαισθησία των γραπτών του και τον προβληματισμό του γύρω από τις περιπέτειες της ανθρώπινης ζωής, τις πολεοδομικές μεταμορφώσεις και τις ποικίλες αλλαγές της αγαπημένης μας πόλης.
Χ.ΖΑΦ.