Τη νύχτα, στις πρώτες πρωινές ώρες της 10ης Φεβρουαρίου 1948, αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού έφτασαν στο Δερβένι, στη βόρεια είσοδο της Θεσσαλονίκης, βομβάρδισαν με κανόνι την πόλη και προκάλεσαν έξι θύματα, υλικές ζημιές και μεγάλη ανησυχία στους κατοίκους και τις στρατιωτικές αρχές. Μετά από συντονισμένη αντεπίθεση του κυβερνητικού στρατού πολλοί αντάρτες σκοτώθηκαν και δεκάδες συνελήφθησαν, οι οποίοι διαπομπεύθηκαν στους κεντρικούς δρόμους της πόλης…
Στην καρδιά του εμφυλίου πολέμου ένα δραματικό τοπικό γεγονός έμεινε στη μνήμη των κατοίκων της πόλης και πέρασε στην ιστορία της μεγάλης αδερφοσφαγής. Είναι η επίθεση των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού με σφοδρούς κανονιοβολισμούς κατά της Θεσσαλονίκης. Ήταν μια επιχείρηση εντυπωσιασμού των ανταρτών που ευτυχώς είχε ελάχιστα θύματα σε σχέση με τον αριθμό των βλημάτων που εκτοξεύτηκαν. Τα μεσάνυχτα της 9ης προς τη 10η Φεβρουαρίου του 1948, η Θεσσαλονίκη δέχτηκε απροσδόκητη επίθεση με οβίδες από τους αντάρτες του «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας». Ένα ορεινό πυροβόλο των ανταρτών, τύπου Σκόντα των 75 χιλιοστών, γερμανικής κατασκευής, που εγκατέστησαν με άκρα μυστικότητα στο Δερβένι ανταρτικές δυνάμεις που ήρθαν από τον ορεινό όγκο των Κρουσίων, έρριξε 90 περίπου βλήματα με στόχους στρατηγικά σημεία της πόλης.
Από τα βλήματα του πυροβόλου, σκοτώθηκαν ένας Άγγλος στρατιώτης, που βρισκόταν στο βρετανικό γκαράζ της οδού Μητροπόλεως, κοντά στο ξενοδοχείο «Τουρίστ», και πέντε κάτοικοι, δύο γυναίκες και τρεις άνδρες, στις περιοχές Νεάπολης και Σφαγείων. Βλήματα του αντάρτικου όλμου σκορπίστηκαν έξω από το ξενοδοχείο «Μεντιτερανέ», στην παραλιακή λεωφόρο Νίκης, όπου διέμενε και συνεδρίαζε η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Βαλκάνια (UNSCOB), στην οδό Βασιλέως Ηρακλείου και το λιμάνι.
Αιφνιδιασμός και πανικός
Το πλήγμα των ανταρτών στην πρωτεύουσα της Βόρειας Ελλάδας, σε μια πόλη που αποτελούσε περιχαρακωμένο στρατόπεδο των κυβερνητικών δυνάμεων, με έντονη παρουσία στρατιωτικών μονάδων και βρετανικών τμημάτων, αιφνιδίασε τις αρχές και προκάλεσε πανικό στους κατοίκους, που παρακολουθούσαν με ανησυχία την επέκταση των συγκρούσεων του Εμφυλίου στην ύπαιθρο. Η επιχείρηση αυτή προκάλεσε έντονη ανησυχία στον κόσμο, γιατί έφερνε τον αντάρτικο κίνδυνο από τις επαρχιακές πόλεις στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας. Οι πολίτες και αρχικά ο εθνικός στρατός δεν γνώριζαν τον όγκο των δυνάμεων και του πυρός που είχαν συγκεντρωθεί έξω από τη Θεσσαλονίκη και επιχειρούσαν να την προσβάλλουν.
Η διαπόμπευση των αιχμάλωτων ανταρτών έγινε στη Θεσσαλονίκη στις 12 Φεβρουαρίου του 1948. Οι εφημερίδες της πόλης με ολοσέλιδα πρωτοσέλιδα έγραφαν: «Ένθεν και εκείθεν της οδού εις τα πεζοδρόμια το πλήθος αποδοκίμαζε, χειρονομούσε, καθύβριζε και γουχάιζε τους παρελαύνοντες». Από τους αιχμαλώτους, 70 περίπου καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν…
Κατά της ανταρτικής επιχείρησης εντυπωσιασμού, κινητοποιήθηκαν η φρουρά Θεσσαλονίκης, μεγάλες δυνάμεις του Γ’ Σώματος Στρατού και της χωροφυλακής, αλλά και η πολεμική αεροπορία με ρίψεις βομβών από αέρος. Πεζικό και τεθωρακισμένα κινήθηκαν, εν είδει τανάλιας, προς τον Χορτιάτη και το Ασβεστοχώρι και τη λίμνη του Αγίου Βασιλείου. Η προσπάθεια των ανταρτών να διαφύγουν προς τη Χαλκιδική στάθηκε αδύνατη και η οπισθοχώρηση έγινε μέσα από τα πλημμυρισμένα κανάλια της λίμνης, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει η αποχώρησή τους εξαιτίας των βάλτων και της κακοκαιρίας και να αποδεκατιστούν από την πολεμική αεροπορία. Στην τριήμερη επιχείρηση του Λαγκαδά σκοτώθηκαν, κυρίως από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς, 175 αντάρτες και συνελήφθησαν 148 που παραπέμφθηκαν στο έκτακτο στρατοδικείο Θεσσαλονίκης.
Διαπόμπευση των ανταρτών
Δυο μέρες μετά την ολοκλήρωση της τριήμερης μάχης, οι κυβερνητικές δυνάμεις οργάνωσαν μια μεγάλη διαπόμπευση των ρακένδυτων, γενειοφόρων και ταλαιπωρημένων ανταρτών μέσω των κεντρικών οδών της πόλης. Την Πέμπτη, 12 Φεβρουαρίου, έγινε «η παρέλασις των ζωγρηθέντων συμμοριτών», όπως έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής, μέσω της Εγνατίας οδού, από το Βαρδάρι ως το στρατηγείο του Γ’ ΣΣ. «Ενθεν και εκείθεν της οδού εις τα πεζοδρόμια το πλήθος απεδοκίμαζε, χειρονομούσε, καθύβριζε και γιουχάιζε τους παρελαύνοντες» (Μακεδονία 12-2-48). Ανάμεσα στους ρακένδυτους και γενειοφόρους αιχμαλώτους υπήρχαν αμούστακα παιδιά και νεαρές γυναίκες, αρκετές από τις οποίες είχαν στρατολογηθεί με τη βία πριν από την επιχείρηση.
Αιχμάλωτοι αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού, που είχαν συλληφθεί ή παραδοθεί στον εθνικό στρατό στη διάρκεια της επίθεσης με κανονιοβολισμούς κατά της Θεσσαλονίκης, διαπομπεύονται σε πορεία στους κεντρικούς δρόμους της πόλης από το Βαρδάρι ως τις εγκαταστάσεις του Γ’ Σώματος Στρατού. Οι φωτογραφίες προέρχονται από το πλούσιο φωτορεπορτάζ εφημερίδων της εποχής, γι’ αυτό δεν έχουν καλή απόδοση.
Οι συλληφθέντες δικάστηκαν σε δύο ομάδες τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου στο έκτακτο στρατοδικείο. Από τους 111 της πρώτης δίκης, με τις κατηγορίες της εσχάτης προδοσίας και της συμμετοχής σε ένοπλες ομάδες, που πρόβλεπε το Γ’ Ψήφισμα του 1946 «Περί εκτάκτων μέτρων», καταδικάστηκαν σε θάνατο 45 άτομα, εφτά σε ισόβια, οχτώ σε διάφορες πολύχρονες ποινές, ενώ 44 κατηγορούμενοι απαλλάχτηκαν. Στη δεύτερη δίκη, από τους 24 κατηγορούμενους (οι περισσότεροι είχαν τραυματιστεί στη μάχη και νοσηλεύονταν στα νοσοκομεία της πόλης), καταδικάστηκαν σε θάνατο δέκα αντάρτες και τρεις σε ισόβια. Όλοι σχεδόν οι καταδικασμένοι σε θάνατο εκτελέστηκαν τμηματικά «εις τον συνήθη τόπον», πίσω από τις φυλακές του Επταπυργίου. Το κανόνι, με το οποίο βομβαρδίστηκε η Θεσσαλονίκη, και άλλα πολεμικά λάφυρα εκτέθηκαν στην πλατεία Αγίας Σοφίας, για να ανυψωθεί το πεσμένο ηθικό των κατοίκων της πόλης από την επιτυχημένη επιχείρηση του εθνικού στρατού.
Χ.ΖΑΦ.