Αρχική ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ Οι καλοκαιρινές διακοπές στα γύρω «ορεινά» της πόλης

Οι καλοκαιρινές διακοπές στα γύρω «ορεινά» της πόλης

5191
0
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

Στο μεσοπόλεμο ως τη δεκαετία του 1950 πολλές οικογένειες της Θεσσαλονίκης προτιμούσαν το βουνό για τις καλοκαιρινές διακοπές τους. Η παραθέριση κοντά στη θάλασσα είναι σχετικά νέος συρμός. Άρχισε δειλά στο μεσοπόλεμο και επικράτησε στις δύο μεταπολεμικές δεκαετίες του 1950-60. Οι παραδοσιακές θερινές διακοπές, όσων Θεσσαλονικιών είχαν την οικονομική δυνατότητα να κάνουν εκείνη την εποχή, ήταν τα γύρω από την πόλη ορεινά χωριά καθώς και οι ορεινές πόλεις της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας.

Οι θερινές διακοπές στο βουνό άρχισαν να παίρνουν έκταση μετά το 1930. Οι πιο εύπορες οικογένειες της πόλης επέλεγαν τις πόλεις Βέροια, Νάουσα και Φλώρινα, όπου μετέβαιναν με τρένο. Η μεσαία τάξη και οι επαγγελματίες, προτιμούσαν κοντινούς προορισμούς, το Ασβεστοχώρι, το Πανόραμα, το Χορτιάτη, τη Γαλάτιστα, τη Βάβδο, την Περιστερά και το Λιβάδι.

Diakopes-XortPar 001

Παραθεριστές από τη Θεσσαλονίκη (εύποροι όπως δείχνει η αμφίεση και η ύπαρξη αυτοκινήτου) σε γλέντι στο Χορτιάτη το 1930. Ο Χορτιάτης, λόγω του εξαιρετικού κλίματος, ήταν από τους δημοφιλείς προορισμούς για παραθέριση την περίοδο του μεσοπολέμου. (Από το βιβλίο «Η ιστορία του Χορτιάτη» των Α. Αγγελινούδη, Ξ. Σαββοπούλου και Α. Μπακαϊμη, έκδ. Κοινότητας Χορτιάτη, 1994).

Η προτίμηση του βουνού ήταν απόρροια των αντιλήψεων που επικρατούσαν εκείνη την περίοδο για την υγεία. Είναι γνωστό στους παλιούς – και σχεδόν άγνωστο στους νεώτερους- ότι ως τον πόλεμο του 1940 θέριζε στους νέους η φυματίωση, που ήταν αποτέλεσμα των κακών διατροφικών και υγειονομικών συνθηκών της εποχής. Πίστευαν τότε οι γιατροί και ο κόσμος ότι ο καθαρός αέρας του βουνού ενίσχυε τον οργανισμό και «χτυπούσε» την ανάπτυξη της αρρώστιας που είχε πολλά θύματα, ιδίως στους νέους. Αλλωστε, στο Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης, λόγω του ξηρού και υγιεινού κλίματος, εκεί που αναπτύχθηκε αργότερα το νοσοκομείο «Παπανικολάου», λειτουργούσε από την προπολεμική περίοδο ένα από τα μεγαλύτερα σανατόρια της χώρας για φυματικούς ασθενείς. Η ευεργετική επίδραση της θάλασσας εμφανίστηκε με καθυστέρηση και πολύ σύντομα οδήγησε σε ολική μεταστροφή, έτσι που το 1960 η ορεινή παραθέριση ήταν εκτός μόδας και μόνο για τους ηλικιωμένους…

Δύσκολες συνθήκες

Πάντως την εποχή του μεσοπολέμου οι περισσότεροι παραθεριστές της Θεσσαλονίκης έπαιρναν τα βουνά. Οι διακοπές για την οικογένεια κρατούσαν όσο σχεδόν και οι σχολικές διακοπές, από τα μέσα Ιουνίου ως τη Διεθνή Εκθεση, στις αρχές Σεπτεμβρίου. Ούτε λόγος, βέβαια, για ξενοδοχεία και τουριστικά καταλύματα. Οι ενδιαφερόμενοι νοίκιαζαν κάποια ελεύθερα σπίτια και συνήθως ένα δυο δωμάτια συμβιώνοντας με την ιδιοκτήτρια οικογένεια, που μοιράζονταν από κοινού τους βοηθητικούς χώρους του σπιτιού. Ήταν αυτονόητο ότι ο παραθεριστής κουβαλούσε ολόκληρο το νοικοκυριό, από κρεβάτια και κουβέρτες, τραπέζια και καρέκλες και όλα τα χρειαζούμενα για τη σχεδόν τρίμηνη παραμονή στο χωριό. Μαζί τους κουβαλούσαν και τις περίφημες «παγωνέρες», τα ξύλινα ψυγεία που λειτουργούσαν με πάγο, μια και το ηλεκτρικό ήταν άγνωστο ακόμη στα χωριά. Ένα από τα δύσκολα εμπόδια των παραθεριστών, όπως και των ντόπιων, ήταν το συγκοινωνιακό. Οι περιοχές που συνδέονταν με το σιδηρόδρομο είχαν εύκολη και τακτική πρόσβαση, αλλά τα χωριά δεν είχαν μόνιμα δρομολόγια με λεωφορείο. Τα δρομολόγια εκτελούσαν τοπικά λεωφορεία, ενώ η οικοσκευή συνήθως φορτωνόταν σε φορτηγό. Έτσι, μ’ αυτές τις συνθήκες, δεν ήταν εύκολη η παραθέριση ακόμη και στα κοντινά στην πόλη χωριά.

Diakopes-Panorama

Λεωφορείο που εκτελούσε τη συγκοινωνία Πανόραμα-Θεσσαλονίκη στη δεκαετία του 1960.(Φωτό από την ιστοσελίδα “Πανόραμα – Παλιές φωτογραφίες”). 

Οι θερινές άδειες των εργαζομένων εκείνη την εποχή ήταν άγνωστες, γι’ αυτό συνήθως πλήρεις διακοπές έκαναν η μάνα με τα παιδιά. Ο οικογενειάρχης, που ήταν εργαζόμενος ως και το Σάββατο το απόγευμα, επισκεπτόταν συνήθως μόνο την Κυριακή τους δικούς του, που τους «έβγαζε» στις τοπικές ταβέρνες-καφενεία. Τις άλλες μέρες η οικογένεια περιοριζόταν στο σπίτι και σε κοντινές βόλτες και στα πανηγύρια του χωριού ή σε παρέες μεταξύ παραθεριστών. Βέβαια οι ορεινές πόλεις το καλοκαίρι παρουσίαζαν έντονη παραθεριστική κίνηση και κοσμοπολίτικη όψη στα εξοχικά κέντρα, όπως στην Ελιά της Βέροιας, το Κιόσκι και τον Άγιο Νικόλαο της Νάουσας και γύρω από τους καταρράκτες της Έδεσσας. Αρκετές οικογένειες συνδύαζαν βουνό και θάλασσα, όπως ήταν το Λιτόχωρο Ολύμπου, ο Αγιάννης του Πηλίου (όπου έφταναν με ιστιοφόρο καϊκι) και ο Σταυρός Θεσσαλονίκης.

Diakopes Polygyros50
Παραθεριστές και ντόπιοι κάτοικοι σε εκδρομή έξω από τον Πολύγυρο. (φωτο από το αρχείο του Χρήστου Στιβαχτάρη στην ιστοσελίδα της Κοινότητας “Παλιές φωτογραφίες Πολυγύρου”. 

Διακοπές στο Αρσακλί – Πανόραμα

Μια ανάμνηση από την παραθέριση στο Αρσακλί (Πανόραμα), περίοδο των φοιτητικών του χρόνων, μας δίνει ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος. Παραθέτουμε ένα μικρό απόσπασμα όπου φαίνονται οι δυσκολίες και οι ιδιαιτερότητες των παλιών θερινών διακοπών στα «ορεινά» της πόλης.

Diakopes-Ntinos 001

Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος σε νεαρή ηλικία. Η φωτογραφία, από τη συλλογή του ποιητή, συνοδεύει το κείμενό του στο αφιέρωμα για τις Διακοπές (λογοτεχνών της Θεσσαλονίκης) στο περιοδικό «Παρατηρητής».

«Το καλοκαίρι του 1951 έπαθα υπερκόπωση και ο γιατρός μου σύστησε ξεκούραση και αλλαγή. Τότε ο θείος μου, που με σπούδαζε, μου ‘πε να πάω στο κτήμα του, να κάτσω δεκαπέντε μέρες μαζί με τη μητέρα μου. Το κτήμα βρισκόταν ανάμεσα Καπουτζήδα (Πυλαία) και Αρσακλί. Ήταν πολύ μεγάλο, με χίλια εκατό πεύκα και λίγα κυπαρίσσια. Είχε κι ένα αμπέλι που το περιποιούνταν μόνος του. Μείναμε σ’ ένα καλυβάκι που κι’ αυτό το είχε χτίσει ο θείος μου με τα χέρια του. Η μητέρα μου, παρά τους ρευματισμούς της, με περιποιούνταν με στοργή και μου ΄κανε τα φαγητά που αγαπούσα. Εγώ όλη τη μέρα τριγύριζα στο κτήμα και το αμπέλι ανακαλύπτοντας και παρακολουθώντας τη ζωή των μυρμηγκιών. Όταν κουραζόμουν, ξάπλωνα και συνήθως διάβαζα. Τα βράδια ανάβαμε μια λάμπα πετρελαίου κι έκανα χάζι τα μυγάκια που χόρευαν γύρω της… Τα πρωινά ακούγονταν από το δρόμο οι εργάτες που κατέβαιναν απ’ το χωριό με τα πόδια, και ή μιλούσαν δυνατά ή τραγουδούσαν. Τότε ήταν της μόδας τα δύο ρεμπέτικα «Τι φωτιά είν’ αυτή μεγάλη» και «Μια στενοχώρια που έχω απόψε». Το σούρουπο οι ίδιοι εργάτες ανέβαιναν πάλι με τα πόδια, αλλά τώρα δεν ακούγονταν παρά μόνο οι πατημασιές τους. Τα δέντρα, το αμπέλι, η περιποίηση της μαμάς, η γαλήνη της εξοχής, μου έκαναν καλό. Συνήλθα…». (περιοδικό «Ο Παρατηρητής», τ. 6-7, Ιούλιος 1988).

Χ.ΖΑΦ.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here