Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης εγκαινιάστηκε στις 2 Μαρτίου (2016) μια σπουδαία, συγκινητική και νοσταλγική περιοδική έκθεση με τίτλο “Ραιδεστός-Θεσσαλονίκη. Αρχαιότητες σ΄ένα ταξίδι προσφυγιάς”. Ύστερα από έναν αιώνα περίπου εκτίθενται συγκεντρωμένα τα μαρμάρινα αρχαία γλυπτά που κουβάλησαν μαζί με τα ελάχιστα υπάρχοντά τους το 1922 οι Ανατολικοθρακιώτες πρόσφυγες από τη Ραιδεστό και τα παρέδωσαν στο μουσείο της Θεσσαλονίκης.
Οι συνεργάτες του Μουσείου με επικεφαλής τη ρέκτρια διευθύντρια Τζένη Αδάμ-Βελένη οργάνωσαν μια εξαιρετική έκθεση που αξίζει να τη δούμε για τη σπουδαιότητά της και τους ποικίλους συμβολισμούς που δίνουν τα εκθέματα, ιδιαίτερα τώρα με την έξαρση της προσφυγικής κρίσης. Τα αρχαία γλυπτά (κορμοί, προτομές, ανάγλυφα, στήλες, επιγραφές), η εικαστική παρουσίαση, τα ενημερωτικά σημειώματα και ο καλαίσθητος και πλούσιος κατάλογος της έκθεσης δίνουν ανάγλυφα τον πλούτο της Ανατολικής Θράκης σε αρχαία κατάλοιπα και προβάλουν μια άγνωστη περιοχή του Ελληνισμού, ένα κομμάτι των αλησμόνητων πατρίδων, στο ευρύ κοινό. Ιδιαίτερα συγκινητικό είναι το ενδιαφέρον των Ανατολικοθρακιωτών για την περισυλλογή της αρχαίας κληρονομιάς στον τόπο τους και την διάσωσή τους, ως ιερά κειμήλια και αχώριστα κομμάτια του πολιτισμού τους, κουβαλώντας τα στους “ώμους” στη νέα πατρίδα μετά τον ξεριζωμό τους.

Τα πιο διάσημα εκθέματα είναι δυο ακέφαλα αγάλματα, ένας κούρος και μια κόρη, για τα οποία έγραψα, μαζί με τη δράση του Θρακικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ραιδεστού στο βιβλίο μου “Μνήμης οδοιπορία, Ανατολική Θράκη” που εκδόθηκε το 2008. Μεταγράφω εδώ το σχετικό απόσπασμα:
“Μεταφερθέν εκ της εκεί λέσχης τω 1922”
“Στο γενικό ευρετήριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, με αριθμό 929, δίπλα στο εύρημα «κορμός κόρης», στη στήλη που αναφέρεται η προέλευση του γλυπτού, αναγράφεται με μελάνη κοντυλοφόρου και τον λόγιο γραφικό χαρακτήρα της εποχής: «Εκ Ραιδεστού, μεταφερθέν εκ της εκεί λέσχης τω 1922». Πανομοιότυπα είναι και τα στοιχεία προέλευσης και στο συνεχόμενο γλυπτό του Ευρετηρίου, υπ’ αριθμόν 930 «κορμός κούρου, εκ Ραιδεστού, μεταφερθέν εκ της εκεί λέσχης τω 1922».
Έχουμε δηλαδή ένα ζευγάρι αγαλμάτων προσφύγων, που ήλθαν μαζί με τους ξεριζωμένους Θρακιώτες κατά την καταστροφική, αναίτια και άδικη εκκένωση της ανατολικής Θράκης το 1922, μετά την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου. Πρώτο μέλημα των Θρακιωτών ήταν να περισώσουν τα θρησκευτικά και εθνικά κειμήλιά τους, μετά την ασφαλή έξοδο των μελών της οικογενείας τους. Οι εφέστιες θρησκευτικές εικόνες, τα εκκλησιαστικά σκεύη, τα παλιά βιβλία, τα οικογενειακά κειμήλια.
Για τα θρησκευτικά κειμήλια είναι φυσικό, λόγω της σχετικής ελαφρότητας να μην είναι απαγορευτικό βάρος για τους πρόσφυγες, που δεν είχαν τα μέσα και τις δυνατότητες να μεταφέρουν ογκώδη αντικείμενα. Τι να πρωτοπάρεις από την κοινωνική και οικογενειακή περιουσία και τι να αφήσεις; Πού να χωρέσει η υποτυπώδης οικοσκευή, στον αραμπά που έσερναν μέσα από λασπωμένους χωματόδρομους και πέτρινους δρόμους συνήθως ένα ζευγάρι βόδια; Πώς να επιβαρύνεις το καράβι με ασήκωτα πέτρινα αγάλματα, όταν το ωφέλιμο βάρος του καραβιού είχε ξεπεραστεί επικίνδυνα από τους χιλιάδες αγχωμένους Θρακιώτες που ήθελαν να φύγουν μια ώρα νωρίτερα από την πατρώα γη για να γλιτώσουν τη σφαγή, παρά τις διαβεβαιώσεις των μεγάλων για αναίμακτη και ήρεμη έξοδο;
Κι όμως στις άμεσες προτεραιότητες των προσφύγων ήταν και τα δύο μαρμάρινα αρχαϊκά αγάλματα. Οι λόγοι της μεταφοράς ήταν προφανείς. Τα δύο αγάλματα, αν και ακέφαλα, αποτελούσαν για τους ξεριζωμένους Ραιδεστινούς την εθνική κληρονομιά που θα θεωρούνταν, σύμφωνα με τον ηθικό και πατριωτικό κώδικα, έσχατη προδοσία, εγκατάλειψη οικείου προσώπου στον εχθρό, αν αφήνονταν στο χώρο τους. Αυτό που αποτελούσε εθνική κληρονομιά της πόλης τους, ήταν συνάμα κοινή κληρονομιά για τους πανέλληνες και δεν έπρεπε να εγκαταλειφθούν στην αδιαφορία ή στη μανία του εχθρού.
“Είναι κι αυτά προσφυγάκια”
Η γνωριμία με την «κόρη της Βιζύης» και τον «κούρο της Ραιδεστού», τα δυο αρχαϊκά αγάλματα του τέλους του 6ου π.Χ. αιώνα, έγινε στα φοιτητικά μου χρόνια. Ο αείμνηστος καθηγητής μου της κλασικής αρχαιολογίας Γεώργιος Μπακαλάκης στα μαθήματά του στο αρχαιολογικό μουσείο Θεσσαλονίκης αφιέρωνε αρκετό χρόνο, σε σχέση με άλλα γλυπτά, μπροστά στον κούρο, που φοράει ιμάτιο αφήνοντας να διαγράφονται τα έντονα ανδρικά χαρακτηριστικά με το ημίγυμνο στήθος και το καλλίγραμμο σώμα που τονίζονται κάτω από το πολύπτυχο ένδυμα. Χαριτολογούσε για την κόρη, που πιθανόν να προέρχεται από την περιοχή της Βιζύης, ντυμένη με πολύπτυχο χειριδωτό χιτώνα και από πάνω ριγμένο με χάρη το λοξό ιμάτιο που αφήνει γυμνό τον αριστερό μαστό της. Ο καθηγητής, με διάφορες ιστορικές και σύγχρονες παρεμβάσεις, όπως το συνήθιζε, ανέλυε την αισθητική του παιχνιδίσματος των ρούχων με το σώμα, μιλούσε για ιωνικές επιδράσεις ή ίσως τα αγάλματα να έφτασαν στο χώρο της Θράκης από την Ιωνία, όπου οι αρχαιολόγοι εντοπίζουν ανάλογα τεχνικά και αισθητικά χαρακτηριστικά. Κάποια στιγμή διέκοπτε το βροντερό και καλαίσθητο λόγο του, στύλωνε τα μάτια του στα αγάλματα και με σιγανή συγκινημένη φωνή έλεγε «Είναι κι αυτά προσφυγάκια», εννοώντας πρόσφυγες σαν τον ίδιο που ήρθε από τη μικρασιατική Χηλή κι έσκαψε νεαρός αρχαιολόγος στα χώματα της Δυτικής Θράκης.

Τα δύο αγάλματα έφτασαν στη νέα πατρίδα ανάπηρα, με σπασμένα τα πόδια τους πριν από το ταξίδι της προσφυγιάς. Στο σεισμό του 1978, το παλικάρι έπεσε από το βάθρο του και μωλωπίστηκε στο στήθος του και το μηρό. Τα μαρμάρινα απολεπίσματα τα συγκόλλησαν περίτεχνα οι τεχνίτες του μουσείου και ο κούρος στέκεται και πάλι στην αίθουσα των γλυπτών για να θυμίζει την περιπέτεια της τέχνης, της προσφυγιάς και της μοίρας του ελληνισμού.
Στα πρακτικά του Μουσείου δεν σημειώνονται λεπτομέρειες πώς έφτασαν τα δύο αρχαϊκά αγάλματα, μαζί με άλλα γλυπτά από την αρχαιολογική συλλογή της Ραιδεστού. Είναι σίγουρο όμως πως ακολούθησαν κι αυτά τη μοίρα των προσφύγων, φορτωμένα σε αραμπάδες και πλοία, όπως διαπεραιώθηκε το μεγαλύτερο τμήμα των Θρακών προσφύγων. Το μόνο που σημειώνεται, με αναφορά σε πρόσωπα, είναι του έφορου του αρχαιολογικού μουσείου Θεσσαλονίκης Σ. Πελεκίδη στα χρόνια της μικρασιατικής καταστροφής, ο οποίος αναφέρει γενικά: «Η διάσωσις της συλλογής κατά την εκκένωσιν της Ανατολικής Θράκης οφείλεται εις τον τότε γενικόν επιθεωρητήν Εκπαιδεύσεως Θράκης Β. Νικολαΐδης και τον καθηγητήν Δρόσον». Πιθανότερο είναι τα δύο αρχαϊκά αγάλματα να μεταφέρθηκαν με τη διαδικασία μεταφοράς των κειμηλίων μέσω του Ταμείου Ανταλλαξίμων Κοινοτικών και Κοινωφελών Περιουσιών και να δόθηκαν στο αρχαιολογικό μουσείο Θεσσαλονίκης, που εκείνη την εποχή στεγαζόταν στο Γενί τζαμί, γιατί ήταν πιο κοντά στις αλησμόνητες πατρίδες και η πλειονότητα των Ανατολικοθρακιωτών εγκαταστάθηκε στη Μακεδονία και τη Θράκη. Δεν έχει τόση σημασία ο τρόπος μεταφοράς αλλά η αίσθηση ότι τα δυο βαριά αγάλματα αποτελούσαν εθνική κληρονομιά κι έπρεπε να ακολουθήσουν την κοινή μοίρα των ξεριζωμένων Θρακιωτών στη νέα πατρίδα.
Η αρχαιολογική συλλογή της Ραιδεστού
Ο κούρος της Ραιδεστού και η κόρη της Βιζύης ήταν τα δύο σημαντικότερα γλυπτά από τη μεγάλη αρχαιολογική συλλογή που οργανώθηκε και φυλασσόταν ως το 1922 στη Ραιδεστό. Περιλάμβανε γλυπτά από τον ευρύτερο χώρο της ανατολικής Θράκης, νομίσματα, αρχαία και βυζαντινά, χειρόγραφα και παλαίτυπα βιβλία. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με μια επίσημη καταγραφή την πρώτη τετραετία συγκρότησης της συλλογής, είχαν περισυλλεγεί «621 νομίσματα, ελληνικά, ρωμαϊκά, βυζαντινά, επιγραφές, ανάγλυφα, αγάλματα, προτομές, αρχαία λείψανα, τρία χειρόγραφα, απολιθώματα φυτών, οστράκων και λοιπά περίεργα». Ανάμεσά τους κι ένα τμήμα ευαγγελισταρίου, του 11ου αιώνα, που μεταφέρθηκε με την ανταλλαγή και βρίσκεται σήμερα στο μουσείο Μπενάκη στην Αθήνα.

Πέρα από τους ντόπιους φιλάρχαιους, στη δημιουργία της αρχαιολογικής συλλογής Ραιδεστού συνέβαλαν αρκετοί Ελληνες και ξένοι επιστήμονες. Ετσι το 1885, με τη βοήθεια της Αρχαιολογικής Εταιρείας που εδρεύει στην Αθήνα, πήγε στη Ραιδεστό ο Α. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς και κατέγραψε επιστημονικά τα εκθέματα της αρχαιολογικής συλλογής. Ακόμη στην επιστημονική οργάνωση του μουσείου βοήθησαν οι Γάλλοι αρχαιολόγοι Α. Dumont, Th. Homolle, G. Seure και τρία μέλη της γαλλικής εταιρείας ελληνικών σπουδών.
Το μουσείο διοργανώθηκε καλύτερα μετά την απελευθέρωση της Θράκης το 1920, όταν στάλθηκε εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης ο έφορος αρχαιοτήτων Νικόλαος Παπαδάκης και ο εφορεύων αρχαιοτήτων Θράκης Γεώργιος Λαμπουσιάδης. Οι δύο απεσταλμένοι της ελληνικής διοίκησης «ανέλαβον το έργον της περισυλλογής και ταξιθετήσεως πάντων των φυλαχθέντων αντικειμένων τα οποία περιήλθον εις την κυριότητα του κράτους αυτοδικαίως».
“Θρακικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Ραιδεστού”
Η σημαντική αρχαιολογική συλλογή της ανατολικοθρακικής πόλης ήταν δημιούργημα του Θρακικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ραιδεστού που δημιουργήθηκε το 1871. Ο σύλλογος της Ραιδεστού, όπως και πολλοί ακόμη φιλεκπαιδευτικοί σύλλογοι συγκροτήθηκαν το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα για προφανείς εθνικούς λόγους, μετά από σύσταση και κατά το πρότυπο του κεντρικού Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος αποτελούσε για τον αλύτρωτο ελληνισμό πραγματικό «υπουργείο παιδείας».
Το πρώτο νεοκλασικό κτήριο στη δεξιά πλευρά του δρόμου είναι του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ραιδεστού (το κτήριο διατηρείται μέχρι σήμερα).
Ο σύλλογος της Ραιδεστού λειτουργούσε ως το 1922 με διάφορες διακυμάνσεις, κάποια διαστήματα έντονης δράσης και περιόδους σιωπής ή τυπικής παρουσίας, εξαιτίας των πολιτικών εμπλοκών της οθωμανικής διοίκησης, άλλοτε απλώς ως στέκι των Ελλήνων και χαρτοπαικτική λέσχη των αστών της Ραιδεστού, με το ιδρυτικό του όνομα ή με την επωνυμία «Αναγνωστήριον η Βισάνθη», από το όνομα της πόλης που άκμασε κατά την αρχαιότητα στην περιοχή. Η επωνυμία «Αναγνωστήριον η Βισάνθη» αντικατέστησε το 1897 το όνομα του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου, γιατί είχε απαγορευτεί από τις τουρκικές αρχές η λέξη σύλλογος.

Στις καταστατικές επιδιώξεις όλων αυτών των θρακικών συλλόγων και της Ραιδεστού, περιλαμβάνονταν η κάλυψη των εκπαιδευτικών αναγκών, η εξύψωση του μορφωτικού επιπέδου του λαού, η περισυλλογή και διαφύλαξη αρχαιολογικών θησαυρών, η διάδοση της φιλεκπαιδευτικής ιδέας. Ήταν η περίοδος του μαχόμενου ελληνισμού απέναντι στη δράση των διαφόρων εθνικισμών στα βαλκάνια, κυρίως των Βουλγάρων, με κύριο όπλο την ελληνική παιδεία, τη μόρφωση και την ελληνική γλώσσα.
Στο κάλεσμα για την περισυλλογή των αρχαιοτήτων της ευρύτερης περιοχής Ραιδεστού, ανταποκρίθηκαν όλοι σχεδόν οι Έλληνες της περιοχής. Ήταν τέτοιος ο ζήλος των κατοίκων, όπως σημειώνει ο αρχαιολόγος Α. Παπαδόπουλος- Κεραμεύς, που συνέταξε από πλευράς του ελληνικού κράτους τον επίσημο κατάλογο της συλλογής, «ώστε και αυτοί οι χωρικοί έσπευδον κομίζοντες αφιλοκερδώς αρχαία μνημεία, σχέδια αναγλύφων και αντίγραφα επιγραφών». […]”
Οσοι επισκεφτείτε της έκθεση με τις αρχαιότητες της Ραιδεστού στο αρχαιολογικό μουσείο Θεσσαλονίκης και χαρείτε τα αρχαιοελληνικά γλυπτά της συλλογής, δείτε τα σαν “ζωντανά” προσφυγόπουλα της Ανατολικής Θράκης, με το αίσθημα ότι αυτά τα μάρμαρα, πέρα από την ιστορία τους και τη λαμπρή τέχνη τους, είναι ζυμωμένα με τις μνήμες και τον καημό της προσφυγιάς.
Χ.ΖΑΦ.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Χρίστου Ζαφείρη “Μνήμης Οδοιπορία. Ανατολική Θράκη”, εκδ. Επίκεντρο, 2η εκδ. Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 143-150.