Η εξοχική κατοικία του εβραίου επιχειρηματία Ντίνο Φερνάντεζ – Ντιάζ, είναι δεμένη με τη ρομαντική και θυελλώδη ερωτική ιστορία ανάμεσα στην κόρη του Αλίνη και τον έφεδρο ανθυπολοχαγού του ελληνικού στρατού Σπύρο Αλιμπέρτη το 1912. Η Casa Bianca γλίτωσε την τελευταία στιγμή από την κατεδάφιση και παραμένει αρχιτεκτονική όαση στην περιοχή του Ντεπό και μάρτυρας μιας άλλης εποχής. Σήμερα το ιστορικό κτήριο στεγάζει την Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης.
Η βίλα Μπιάνκα, αναστηλωμένη και καλοδιατηρημένη, παραμένει ένα από τα αρχιτεκτονικά στολίδια της παλιάς Θεσσαλονίκης και σημείο αναφοράς της χαμένης πια «Λεωφόρου των εξοχών», όπου απλώνονταν οι θαυμάσιες βίλες κατά μήκος της παραλιακής γραμμής του τραμ από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Το περίφημο αρχοντικό, ιδιοκτησία του Εβραίου, ιταλικής υπηκοότητας, Ντίνο Φερνάντεζ-Ντιάζ, που διασώθηκε στη μνήμη των παλιών Θεσσαλονικιών με αρκετά ονόματα, Κάζα Μπιάνκα, Βίλα Μπλανς ή Βίλα Φερνάντεζ, έχει το όνομα της γυναίκας του Μπλανς (Μπιάνκα), κόρη του Λεόν ντε Μάγιερ. Η βίλα είναι ταυτισμένη με μια θυελλώδη ερωτική ιστορία που διατηρείται ζωντανή στη μνήμη της πόλης, με το ρομαντικό ειδύλλιο ανάμεσα στην κόρη του Αλίνη (Aline) και τον αξιωματικό του ελληνικού στρατού Σπύρο Αλιμπέρτη, στα χρόνια της απελευθέρωσης της πόλης το 1912.
Ο Σπύρος ήταν έφεδρος ανθυπολοχαγός και υπασπιστής του συνταγματάρχη Κλεομένη Κλεομένους, που ήταν φρούραρχος της πόλης τους πρώτους μήνες της ένταξής της στο ελληνικό κράτος. Ο Κλεομένους ήταν διοικητής της 7ης Μεραρχίας του ελληνικού στρατού που μπήκε πρώτη στη Θεσσαλονίκη κατά την απελευθέρωση της πόλης το 1912. Σε μια διαδρομή του τραμ ο ωραίος ανθυπολοχαγός βοήθησε μια όμορφη κοπέλα, την Αλίνη Φερνάντεζ, που είχε λυποθυμήσει στο απέναντι κάθισμά του και τη μετέφερε στο σπίτι της, στην Κάζα Μπιάνκα. Ανάμεσα στους δυο νέους αναπτύχθηκε φλογερός έρωτας, αλλά τα εβραϊκά ήθη της εποχής και οι κοινωνικοί και θρησκευτικοί διαχωρισμοί δεν επέτρεπαν το γάμο χριστιανού με εβραία. Γι’ αυτό οι δύο νέοι αποφάσισαν, σύμφωνα με συνήθεια της εποχής, να απαχθούν, να παντρευτούν και να ζήσουν μαζί στην Αθήνα, αφού προηγουμένως η Αλίνη αλλαξοπίστησε κι έγινε χριστιανή. Η ερωτική υπόθεση πήρε διαστάσεις σκανδάλου που απασχόλησαν την τοπική κοινωνία και τις εφημερίδες. Ο πατέρας της Αλίνης την αποκλήρωσε, ενώ ο αρχιραβίνος την αφόρισε. Δεν μέτρησε ούτε και το οικογενειακό προηγούμενο, καθώς η μάνα της, η Μπλανς, ήταν καθολική και προκειμένου να παντρευτεί από έρωτα τον εβραίο πατέρα της, απαρνήθηκε τον καθολικισμό.
Η Αλίν και ο Σπύρος Αλιμπέρτης
Το 1916, στα χρόνια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, με την εγκατάσταση της κυβέρνησης Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη, αμβλύνθηκαν και οι ψυχρότητες της οικογένειας Φερνάντεζ, με αποτέλεσμα τα απόβλητα παιδιά τους να επιστρέψουν στο πλούσιο αρχοντικό. Κάποιοι θεωρούν ότι η συγχώρεση έγινε με υστεροβουλία, καθώς ο Έλληνας γαμπρός θα έπαιζε το ρόλο του μεσολαβητή για να πάρει ο πεθερός του διάφορες δουλειές ( εμπορικές προμήθειες κλπ.) για την ελληνική κυβέρνηση και τα ξένα στρατεύματα του Μακεδονικού Μετώπου που στάθμευαν στη Θεσσαλονίκη. Έκτοτε το ερωτευμένο ζευγάρι έζησε μαζί στην πόλη ως το θάνατό τους, του Σπύρου το 1964 και της Αλίνης ένα χρόνο αργότερα.
Εκατό χρόνια μετά την απαγωγή των δύο νέων που συγκλόνισε το 1914 τη Θεσσαλονίκη, η καθηγήτρια του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ Μαρία Πλαστήρα-Βαλκάνου έφερε στο φως την αδημοσίευτη αλληλογραφία του Σπύρου και της Αλίν με τον αρχιτέκτονα ζωγράφο και διανοητή Δημήτρη Πικιώνη. Τα γράμματα των δύο πρωταγωνιστών του ειδυλλίου, που αποκάλυψε η ερευνήτρια στο αρχείο Πικιώνη, αναβιώνουν την πολύκροτη ρομαντική υπόθεση και τεκμηριώνουν με ντοκουμέντα το μύθο του έρωτά τους.
Τα παιδιά του Dino και της Bianca Fernandez: Piere, Aline και Nina.
Η οικογένεια Φερνάντεζ, ως Ιταλοί υπήκοοι γλίτωσαν μεν από το εβραϊκό ολοκαύτωμα, αλλά τα άρρενα μέλη της είχαν τραγικό τέλος. Ο πατέρας Ντίνο και ο γιος του Πιέρ (Piere) δολοφονήθηκαν το 1943 από τους Ναζί στη Μέινα της Ιταλίας, κοντά στη λίμνη Μαντζόρε, όπου είχαν καταφύγει για να σωθούν από το Ολοκαύτωμα. Στη Θεσσαλονίκη οι Γερμανοί κατακτητές είχαν επιτάξει το σπίτι και καταλήστευσαν τα σπάνια έπιπλα και την υπόλοιπη πολύτιμη οικοσκευή. Η μητέρα τους Μπλανς ντε Μέγιερ είχε πεθάνει νωρίτερα, το 1934, στο Παρίσι.
Συγκληρονόμος του σπιτιού ήταν η αδερφή της Αλίνης, Νίνα Ντερβιέ ντε Βαρές, που είχε παντρευτεί Γάλλο και ζούσε στο Παρίσι. Η τελευταία αυτή απόγονος των Φερνάντεζ πούλησε το παλιό αρχοντικό το 1965 σε ιδιώτες, οι οποίοι αγόρασαν την έπαυλη με σκοπό να χτίσουν, μετά την κατεδάφιση του κτηρίου, σύγχρονο οικοδομικό συγκρότημα. Μετά το θάνατο της Αλίνης, το αρχοντικό στέγασε για τρία χρόνια νηπιαγωγείο και στη συνέχεια αφέθηκε στην φθορά του χρόνου. Παρά το χαρακτηρισμό του αρχοντικού ως έργου τέχνης το 1976 από το υπουργείο Πολιτισμού, επιχειρήθηκε από τους ιδιοκτήτες η κατεδάφισή του με τη μέθοδο της σταδιακής καταστροφής του εσωτερικού του. Ωραία διακοσμητικά στοιχεία και περίτεχνα κιγκλιδώματα, χρωματιστές κορνίζες και ανάγλυφα ταβάνια πριονίστηκαν και αποκολλήθηκαν βίαια, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει το κεντρικό τμήμα της στέγης.
Η Κάζα Μπιάνκα ερείπιο, πριν από την αναστήλωσή της.
Μετά τους σεισμούς του 1978 και ενώ το κτήριο άρχισε να ερειπώνεται, τελικά απαλλοτριώθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού, αναστηλώθηκε και δόθηκε στο δήμο Θεσσαλονίκης για να λειτουργήσει ως πολιτιστικό κέντρο. Το αρχοντικό αν και είχε πάθει σοβαρές ζημιές από τις βίαιες καταστροφές, αποκαταστάθηκε υποδειγματικά στην αρχική μορφή του από πανεπιστημιακή ομάδα με επικεφαλής τον καθηγητή Νίκο Μουτσόπουλο. Στο υπόγειο του κτηρίου λειτουργεί έκθεση με την ιστορία του και τις φάσεις της αποκατάστασής του.
Σήμερα στην όμορφη αυλή της Κάζα Μπιάνκα πολλά νέα ζευγάρια της Θεσσαλονίκης, που τους προσελκύει και τους συγκινεί η ρομαντική ιστορία των ενοίκων του ιστορικού αρχοντικού, τελούν τον πολιτικό τους γάμο. Γι αυτό λέμε ότι ο φλογερός έρωτας συνεχίζει να θάλλει στην Casa Bianca. Επίσης, γίνονται διάφορες μουσικές εκδηλώσεις και τα καλοκαίρια στη σκιερή αυλή οργανώνονται προβολές παλιών ταινιών, αναβιώνοντας το θερινό σινεμά.
Ο αρχιτέκτονας Πιέρο Αριγκόνι
Η Κάζα Μπιάνκα χτίστηκε το 1912-13 από τον αρχιτέκτονα Πιέρο Αριγκόνι, που χρησιμοποίησε αρχιτεκτονικά στοιχεία από την Αναγέννηση και τα σύγχρονα ρεύματα της εποχής (αρ νουβό) καθώς και την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Κεντρικής Ευρώπης στη διαμόρφωση της στέγης της.
Ο Πιέρο Αριγκόνι (1856-1940)
Ο Ιταλός αρχιτέκτονας Πιέρο Αριγκόνι (1856-1940) έφτασε στη Θεσσαλονίκη το 1890 για την κατασκευή της πρώτης γραμμής του τραμ, καθώς και αρκετών σιδηροδρομικών σταθμών στη σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης-Κωνσταντινούπολης. Στη Θεσσαλονίκη, μετά το θάνατο της πρώτης γυναίκας του, ξαναπαντρεύτηκε με Ελληνίδα από την Ανδριανούπολη με την οποία απόκτησαν έντεκα παιδιά. Το τελευταίο ήταν η Αμίνα, μητέρα του διανοητή και συγγραφέα αείμνηστου Κωστή Μοσκώφ.
Ο Πιέρο Αριγκόνι εκτός από τη βίλα Μπιάνκα έχτισε αρκετά κτήρια στη Θεσσαλονίκη. Ανάμεσά τους τη βίλα Καπαντζή (Πολιτιστικό Κέντρο της Εθνικής Τράπεζας) στην Ανάληψη, το Ιταλικό νοσοκομείο (νοσοκομείο Ειδικών Παθήσεων), το κατεδαφισμένο κτήριο του παλιού σιδηροδρομικού σταθμού κ.ά.
Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης
Η Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης, ιδρύθηκε το 1966, στεγάστηκε αρχικά στο μέγαρο της ΧΑΝΘ, αργότερα στη βίλα Μορντόχ απ΄ όπου το 2013 μεταστεγάστηκε στην Κάζα Μπιάνκα. Η Πινακοθήκη περιλαμβάνει σημαντικά έργα ζωγραφικής, χαρακτικής και φορητών εικόνων. Η συλλογή των έργων των Θεσσαλονικέων καλλιτεχνών αποτελεί τη σημαντικότερη, από άποψη ποσότητας και ποιότητας, και περιλαμβάνει τρεις γενιές καλλιτεχνών, από τις αρχές του20ού αιώνα έως το 1967.
Πίνακας του Νίκου Εγγονόπουλου από τη συλλογή της Δημοτικής Πινακοθήκης Θεσσαλονίκης.
Αξιόλογες είναι η συλλογή της Νεοελληνικής Τέχνης με αντιπροσωπευτικά έργα ζωγραφικής, η συλλογή του Νικολάου Γύζη καθώς και η συλλογή Ελληνικής Χαρακτικής με 360 έργα Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών του 20ού αιώνα. Διαθέτει επίσης σημαντική συλλογή βυζαντινών και μεταβυζαντινών εικόνων που δημιουργήθηκαν στα ζωγραφικά εργαστήρια της Θεσσαλονίκης και χρονολογούνται από τις αρχές του 14ου αιώνα έως τον 19ο αιώνα, με την ποικιλία των καλλιτεχνικών «σχολών» κάθε εποχής. Περιλαμβάνει ακόμη τη συλλογή του Σωτήρη Χρηστίδη (1858-1940) με 205 έργα λαϊκής εικονογραφίας.
Χ.ΖΑΦ.
Παράθυρο στην Casa Bianca