Στις 6 Απριλίου (2016) οι συνάδελφοι του ραδιοσταθμού 9,58 FM της ΕΡΤ3 με κάλεσαν στην εκπομπή “Ξενοδοχείο” όπου, σύμφωνα με το πλάνο της εκπομπής, ο καλεσμένος μιλά για τη ζωή του, κάνοντας μόνος του το πρόγραμμα και τις μουσικές, χωρίς τη μεσολάβηση του δημοσιογράφου. Ήταν μια καλή ευκαιρία να κάνω ένα συνοπτικό “ταμείο” από την περιπέτεια της ζωής μου και της γραφής μου. Όσοι θα ήθελαν να δουν τι είπα για την πορεία μου και τη Θεσσαλονίκη, μπορούν να διαβάσουν το (αρκετά μακρυνάρι) αυτοβιογραφικό αυτό κείμενο, μια κατάθεση ζωής που μπορεί να ενδιαφέρει κάποιους συνοδοιπόρους, φίλους, φιλοπερίεργους και νοσταλγούς άλλων εποχών.
“Γεννήθηκα στην Κρανιά Ελασσόνας, ένα ορεινό χωριό των Χασίων με βασική απασχόληση των κατοίκων εκείνα τα χρόνια την κτηνοτροφία. Κτηνοτροφική ήταν και η οικογένειά μου, ζώντας σε στάνες έξω από το χωριό. Σε μια στάνη γεννήθηκα και γω την Πρωτοχρονιά του 1945, χωρίς βοήθεια μαμής, φυσικά, όπως τα αρνάκια. Ήμουν το τέταρτο παιδί από τα εφτά αδέρφια που γίναμε συνολικά, και ζούμε όλοι ακόμη. Γενημμένος και ζώντας από βρέφος στο δάσος ήμουν άφοβος, αλλά με τρόμαζε η συχνή παρουσία ανταρτών, με τα όπλα και τη γενειάδα, που διακινούνταν, συνήθως τις βραδινές ώρες, στο βουνό και αναζητούσαν τροφή από τους κτητονοτρόφους. Είχε αρχίσει πια ο αιματηρός Εμφύλιος. Στο χωριό που ήρθα για να πάω σχολείο βρήκα ένα γκρίζο πέτρινο τοπίο με καμένα σπίτια, με μαυροφορεμένες γυναίκες από τους νεκρούς του Εμφυλίου, και από τις δύο πλευρές. Αυτό το δραματικό κλίμα του εμφυλίου και τη μεταμφυλιακή ατμόσφαιρα, μέσα από τα δικά μου βιώματα και τις παιδικές μνήμες, δίνω σε ένα εκτεταμένο αφήγημά μου, “Το ξενάχωμα”, που εκδόθηκε απο τον “Εξάντα” το 2002.
Μοναδικό βιβλίο μας ήταν το αναγνωστικό της τάξης του Δημοτικού, πουθενά γύρω άλλο παιδικό βιβλίο. Το πρώτο εξωσχολικό βιβλίο που διάβασα στις μικρές τάξεις ήταν η “Τιτίκα”, όπως το είχα ονομάσει, ένας ποντικοφαγωμένος τόμος των “Αθλίων” του Βίκτωρος Ουγκώ, χωρίς εξώφυλλα, που μου άρεσε πολύ και το διάβαζα σε συνέχειες στη μάνα μου. Από μικρός είχα κλίση στην ανάγνωση κι ό,τι εύρισκα το ροφούσα. Ωστόσο μέσα στη μαυρίλα, διατηρούνταν η παραδοσιακή κοινωνική συνοχή στο χωριό, γίνονταν γάμοι, οικογενειακά και δημόσια γλέντια και πανηγύρια με βασικό όργανο το κλαρίνο, που παραμένει ο παιδικός μου ήχος, ο οποίος συνεχίζει να με συνέχει και να με συγκινεί. Ένα τέτοιο τραγούδι, καρφωμένο στ’ αυτιά μου, είναι το “βουνά μην καμαρώνετε” με τον περίφημο λαϊκό κλαρινίστα Βάϊο Μαλλιάρα, από τον Πυργετό της Λάρισας, που ερχόταν κατά καιρούς κι έπαιζε στην Κρανιά ή το ακούγαμε από το γραμμόφωνο.
Σχολεία και ο φόβος της ξενιτιάς
Το Γυμνάσιο παλιού τύπου το έβγαλα στην Ελασσόνα, την πρωτεύουσα της επαρχίας, με δυσκολίες και πολλές στερήσεις. Για να έχω μάλιστα καθημερινό φαϊ, ένας αδερφός του παππού μου, που ήταν ηγούμενος στη μονή Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον Όρος, μεσολάβησε στον μητροπολίτη Ελασσόνας Ιάκωβο και μπήκα στο τοπικό εκκλησιαστικό οικοτροφείο στη Μονή Ολυμπιώτισσας, που απείχε δυο χιλιόμετρα από το σχολείο, όπου πηγαίναμε με τα πόδια. Παρότι η όλη ατμόσφαιρα ήταν θρησκευτική, εγώ από μικρός δεν τα πήγαινα καλά με το εκκλησιαστικό περιβάλλον. Διάβαζα μετά μανίας εξωεκκλησιαστικά και απαγορευμένα βιβλία που δανειζόμουνα από τη δημοτική βιβλιοθήκη, σχεδόν όλους τους βασικούς Έλληνες και ξένους συγγραφείς, με στροβίλιζαν άλλες ιδέες και ήμουν γενικά εκτός θρησκευτικού κλίματος. Είχε προηγηθεί και μια δοκιμαστική περίοδος λίγων μηνών στην Αθωνιάδα σχολή στο Άγιον Όρος, με κηδεμόνα τον καλόκαρδο καλόγερο θείο μου, αλλά δεν μου άρεσε το περιβάλλον και η εκπαιδευτική προοπτική, και μια μέρα πριν από την έναρξη του σχολικού έτους δραπέτευσα χωρίς να ενημερώσω κανέναν και βγήκα από το Άγιον Ορος μέσα από τα βουνά μόνος μου, με τα πόδια. Η συνολική αυτή και πολύχρονη εμπειρία μού έκανε αρνητή οτιδήποτε εκκλησιαστικού και σχεδόν άθεο, αλλά έχω πολλά καλά βιώματα από τη βυζαντινή τέχνη, τη βυζαντινή μουσική και κάποιους ιερωμένους με ανθρωπιστικό πρόσημο που τους θυμάμαι με ευγνωμοσύνη. Βέβαια στο εξατάξιο Γυμνάσιο είχα φωτισμένους και δημοκρατικούς δασκάλους, οι περισσότεροι νέοι και απόφοιτοι από τη Φιλοσοφική σχολή Θεσσαλονίκης, ήμουν άριστος στην έκθεση Ιδεών, και η κλίση μου από νωρίς ήταν προσανατολισμένη να σπουδάσω φιλολογία. Δεν υπήρχαν όμως οι οικονομικές δυνατότητες από την οικογένεια, γιατί τότε κόστιζαν αρκετά, πέρα από τη διαβίωση στην πόλη, οι σπουδές. Αυτά τα βιώματα συμπυκνώνονται σε ένα ποίημά μου από τη συλλογή “Επισκευαστής Αναμνήσεων”, που εκδόθηκε από τον “Παρατηρητή” το 2002.
ΑΞΟΝΙΚΗ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ
Συστατικά της καρδιάς του: σκοτωμένα παλικάρια
του εμφυλίου στην πλακόστρωτη πλατεία,
ληξιαρχεία πατρίδων στις αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού,
μακεδονίτικα μοιρολόγια σε γάμους,
καπνισμένες τοιχογραφίες σε νάρθηκες μοναστηριών,
τσαλακωμένα εισιτήρια για Φράιμπουργκ, Μπέρλιν και Μύνχεν,
επιτάφιοι φυλακισμένων με τα αγριολούλουδα του κάστρου,
ο Αγγελος, ο Κώστας, ο Τάκης, γαμώ την τύχη μας,
αγροτεργάτες του κάμπου, Χάσια. Καμβούνια, Όλυμπος
ορίζοντες μιζέριας.
Τον νου τον γέμισε με άχρηστα γράμματα.
Η μόνη σίγουρη διέξοδος φαινόταν ο ξενιτεμός στη Γερμανία ή την Αυστραλία, που στη δεκαετία του 1960 είχε πάρει τη μορφή του μαζικού εκπατρισμού. Τελικά δεν έφυγα, αλλά από την ξενιτιά χτυπήθηκε και η οικογένεια μου, τρία αδέρφια, δυο αδερφές και ο μεγαλύτερος αδερφός μου, πήγαν ν’ αλλάξουν τη μοίρα τους στην Αυστραλία. Η τάση της φυγής ήταν κυρίαρχη στην κοινωνία, που πάλευε να ορθοποδήσει δέκα χρόνια μετά τον εμφύλιο μεσα στη φτώχεια και σε μια δύσκολη πολιτική ζωή. Τα τραγούδια της εποχής μιλούσαν για την ξενιτιά και η φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη έγινε συνώνυμη του καημού του Έλληνα μετανάστη.
Τα φοιτητικά χρόνια
Τελικά αποφάσισα, παρά τις οικογενειακές αντιρρήσεις, κι έδωσα το καλοκαίρι του 1963, χωρίς φροντιστήριο, εξετάσεις στη Φιλοσοφική και τη Νομική Θεσσαλονίκης. Τότε έπαιρναν λίγους εισακτέους και ήταν μόνο δύο πανεπιστήμια στη χώρα, της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας. Πέρασα και στις δύο σχολές, στη Νομική μπήκα με καλή σειρά και διαγραφόταν υποτροφία, αλλά παρά την δύσκολη οικονομική κατάσταση γράφτηκα στη Φιλοσοφική σχολή με σκοπό να σπουδάσω Ιστορία και Αρχαιολογία. ‘Ημουν ευτυχισμένος και ευτυχώς ζούσε στη Θεσσαλονίκη ένας αδερφός μου που με φιλοξένησε τον πρώτο καιρό. Για να τα βγάζει πέρα δούλευε σερβιτόρος σε καλά εστιατόρια και ακολούθησα και γω ως βοηθός του βγάζοντας καλό μεροκάματο, κυρίως τα Σαββατοκύριακα. Έκανα κι άλλες δουλειές του ποδαριού, έτρωγα κάποια διαστήματα με κουπόνι απορίας στη φοιτητική λέσχη, διαμονή με ενοίκιο σε φτωχόσπιτα, κάποια διαστήματα σε φοιτητικό οικοτροφείο, κι έτσι κουτσά στραβά, πέρασα τη φοιτητική ζωή. Στα πρώτα χρόνια των σπουδών μου μού έστελνε λίγα χρήματα ο παππούς μου, ο οποίος σε μεγάλη ηλικία, για να βοηθήσει τρία εγγόνια του που σπούδαζαν, πήγε κι έγινε τσοπάνος σε πρόβατα κάτω στη Ρούμελη,στη Λοκρίδα.
Το πανεπιστήμιο με κέρδισε. Ήμουν τακτικός στα μαθήματα και διακρινόμουνα. Είχα την τύχη να έχω και άξιους δασκάλους που με κέρδισαν από την αρχή. Θυμάμαι με αγάπη και νοσταλγία όλους, μακαρίτες πια, ανάμεσά τους τούς κλασικούς φιλολόγους Γιάννη Κακριδή, Στυλιανό Καψωμένο, Αγαπητό Τσοπανάκη, τους αρχαιολόγους Μανόλη Ανδρόνικο, Στυλιανό Πελεκανίδη, Γιώργο Μπακαλάκη, τους ιστορικούς, της αρχαίας Ελλάδας Μιχάλη Σακελλαρίου και της νεότερης Απόστολο Βακαλόπουλο, τον Λίνο Πολίτη της Νεοελληνικής Φιλολογίας και τον Εμμανουήλ Κριαρά της Μεσαιωνικής Γραμματείας . Συμμετείχα στις φοιτητικές δραστηριότητες και κινητοποιήσεις, ήταν η λεγόμενη εποχή του “114”, ζητούσαμε συνταγματικές ελευθερίες και προίκα 15% για την παιδεία. Ήταν μια ξεχωριστή περίοδος της νεότητάς μου που με σφράγισε, μια εποχή που συνέπεσε με την πολύκροτη δεκαετία του 1960, που περιγράφω με λεπτομέρειες στο βιβλίο μου “Εμείς του ΄60 οι εκδρομείς”. Μια δεκαετία ανοιχτή και καινοτόμα στα νέα ρεύματα, στον έρωτα, στις νέες ιδέες, στη μουσική. Μια καταλυτική έκρηξη, ιδίως στα τραγούδια της, γι’ αυτό και οι μουσικές επιλογές μας στο υπόλοιπο της εκπομπής θα είναι από αυτήν τη δεκαετία του 1960.
Δυστυχώς, η καλή περίοδος κράτησε τέσσερα χρόνια, ως τον Απρίλη του 1967. Φοιτητικά χρόνια με πολλά ενδιαφέροντα και συμμετοχή στα πολιτικά ζητήματα της εποχής. Είχε δώσει ελπίδες αλλαγής η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, του Γέρου, και οι πολιτικές επιπλοκές με την παρέμβαση του παλατιού και τις δεξιάς μας έβγαζαν καθημερινά στους δρόμους για να υπερασπιστούμε τη δημοκρατία. Ήταν συχνές οι συγκρούσεις και οι συλλήψεις από την αστυνομία. Συμμετείχαμε στις καλλιτεχνικές φοιτητικές εκδηλώσεις, σε ό,τι καλό γινόταν στην πόλη και γίνονταν πολλά. Το σημαντικότερο πνευματικό φυτώριο ήταν η “Τέχνη” με πρωτεργάτες τον Παύλο Ζάννα, τον Λίνο Πολίτη, τον Κώστα Λαχά, τον Μωρίς Σαλτιέλ. Ήμουν σταθερό μέλος του ΦΟΘΚ, του Φοιτητικού Ομίλου Θεάτρου και Κινηματογράφου, που είχαν ιδρύσει προοδευτικοί φοιτητές, με αξιόλογες θεατρικές παραστάσεις και κινηματογραφικές προβολές. Στις κινηματογραφικές λέσχες της “Τέχνης” και του ΦΟΘΚ μάθαμε για τον πρωτοποριακό κινηματογράφο, βλέποντας και αναλύοντας ταινίες του Αϊζενστάιν, του Μπρεσόν, του Τριφό, του Αντονιόνι. Εκείνη την εποχή το Φεστιβάλ Κινηματογράφου ήταν στο φόρτε του, το ζούσαμε σύγκορμα από τον περίφημο Β’ Εξώστη και τις μεταμεσονύκτιες παρέες και τις ολονύχτιες συζητήσεις με καλλιτέχνες και διανοούμενους στο “Ντορέ”. Στο πρωτοποριακό τότε ΚΘΒΕ, με είχε συναρπάσει μια παράσταση σε σκηνοθεσία του Μίνω Βολανάκη “Περιμένοντας τον Γκοντό” του Σάμουελ Μπέκετ. Τα τραγούδια, οι μουσικές εμπνεύσεις και οι μεγάλοι συνθέτες στην καλύτερη εποχή τους: Μίκης Θεοδωράκης, Μάνος Χατζηδάκης, Μάνος Λοϊζος, Γιάννης Σπανός, Διονύσης Σαββόπουλος, Νότης Μαυρουδής, Μίμης Πλέσσας, και άλλοι ταλαντούχοι μουσικοί.
Τα μουσικά στέκια μας εκείνη την περίοδο ήταν οι μπουάτ με παρεϊστικη ατμόσφαιρα όπου με τη συνοδεία μιας κιθάρας ακούγονταν τα τραγούδια του νέου κύματος. Αν και οι μπουάτ ήρθαν με λίγη καθυστέρηση στη Θεσσαλονίκη, είχαν ανοίξει αρκετές στην πόλη, όπως το “Λιόγερμα”, οι “Βάτραχοι”, η “107”, ο “Εσπερινός”, οι “Φαιδριάδες” οι “Σκιές”, τα “Σκαμιά”, ο “Λευκός Πύργος”.
Δημοσιογράφος στην εποχή της Χούντας
Η νοσταλγική, η ωραία εποχή, οι ομαλές πανεπιστημιακές σπουδές, σταμάτησαν άγρια με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας στις 21 Απριλίου 1967 και την κατάλυση της δημοκρατίας. Από κείνη τη μέρα μετακινήθηκαν και οι στόχοι μου. Στήλωσε μέσα μου η απόφαση: πρώτα να φύγουν οι δικτάτορες κι ύστερα το πτυχίο. Εγκατέλειψα το πανεπιστήμιο, αν και είχα φτάσει στα πτυχιακά. Η ζωή μας έγινε μαύρη. Παρακολούθηση από χαφιέδες, κλήση στο αστυνομικό τμήμα “δι’ υπόθεσίν σας”, βία. Βοηθούσα συνωμοτικά όσο με έπαιρνε τον αντιδικτατορικό αγώνα και είχα εμπλακεί σε μια αντιστασιακή οργάνωση, με συνέπεια να συλληφθώ, να ταλαιπωρηθώ και να μείνω αρκετό καιρό στα κρατητήρια. Μέσα σ’ αυτό το εξουθενωτικό τοπίο διέκοψα την αναβολή λόγω σπουδών και πήγα τον Ιανουάριο του 1969 στο στρατό. Έκανα δύσκολη θητεία, ως χαρακτηρισμένος “δι’ αντιεθνική δράσιν” από την προηγούμενη περιπέτεια με τους δικτάτορες. Γύρισα μετά από δυο χρόνια στη Θεσσαλονίκη, αλλά ούτε σκέψη να επιστρέψω στο πανεπιστήμιο.
Τότε αναζήτησα δουλειά στην εφημερίδα “Θεσσαλονίκη” με την οποία είχα κάποια έκτακτη συνεργασία πριν πάω φαντάρος. Με πήρε, με την βοήθεια του συναδέλφου και αγαπητού φίλου μου Κλέαρχου Τσαουσίδη, ο τότε διευθυντής Αντώνης Κούρτης για ρεπόρτερ και κυρίως υλατζή, για εσωτερικό συντάκτη. Σύντομα ανέλαβα το φοιτητικό ρεπορτάζ και έγινα υπεύθυνος στη φοιτητική σελίδα της εφημερίδας, που τότε είχε μεγάλη απήχηση στο Πανεπιστήμιο και πουλούσε πολλά φύλλα. ‘Ομως με τα αιχμηρά ρεπορτάζ μου μπήκα στις μύτες των χουντικών, οι οποίοι πίεσαν τον εκδότη Γιάννη Βελλίδη που με απέλυσε, αφού πέρασα προηγούμενως 40 μέρες στο κρατητήριο κατηγορούμενος “δι’ υποκίνησιν των φοιτητών”, την άνοιξη του 1973. Η απόλυσή μου από την εφημερίδα είχε κι ένα καλό. Έκατσα και διάβασα και πήρα το πτυχίο μου, με το οποίο έφαγα ψωμί δουλεύοντας σε φροντιστήρια.
Το Νοέμβριο του 1973, ως φοιτητής ακόμη παρελθόντων ετών, ήμουν στην κατάληψη του Πολυτεχνείου της Θεσσαλονίκης και βοήθησα διακριτικά στην οργάνωση. ‘Αλλωστε με το φοιτητικό ρεπορτάζ ήμουν γνωστός στον φοιτητικό κόσμο. Όλα αυτά τα χρόνια που ήμουν εξω από εφημερίδες, έγραφα, ως το τέλος σχεδόν της χούντας, ανταποκρίσεις με νέα από τη Θεσσαλονίκη που δημοσιεύονταν σε ελληνικά και ξενόγλωσσα έντυπα και μεταδίδονταν από ραδιοφωνικούς σταθμούς της Ευρώπης. Ήταν η πιο δύσκολη δημοσιογραφική μου περίοδος, γιατί έπαιζα με τη φωτιά, δούλευα μυστικά και με συνωμοτικό τρόπο -δεν είχα εννοείται καμιά επαγγελματική διαπίστευση- και η συγκέντρωση των πληροφοριών γινόταν με όλα τα προβλήματα που εγκυμονεί ένα δικτατορικό περιβάλλον. Άλλωστε η δημοσιογραφική αυτή επιχείρηση είχε τα στοιχεία της αντιδικτατορικής δράσης, στέλνοντας στο εξωτερικό πληροφορίες που δεν δημοσιεύονταν εδώ από τη χουντική λογοκρισία. Είναι ευνόητο ότι δεν κρατούσα αρχείο, γιατί θα ήταν μια βόμβα στα χέρια μου. Το είδα με συγκίνηση και ευγνωμοσύνη για τους σωτήρες του μετά τη μεταπολίτευση, όταν φίλοι συνεργάτες στο εξωτερικό κράτησαν τα κείμενα που έστελνα και μου τα έφεραν. Όλα αυτά για την περίοδο της χούντας και οι ανταποκρίσεις μου παρουσιάζονται εκτενώς στο βιβλίο μου “Αντεθνικώς δρώντες. Η Θεσσαλονίκη στα χρόνια της χούντας και η εξέγερση του Πολυτεχνείου της”, που εκδόθηκε το 2008.
Δάσκαλος και υποψήφιος βουλευτής στην επαρχία
Η πτώση της χούντας με βρήκε καθηγητή φιλόλογο σε ένα ιδιωτικό γυμνάσιο στην Πτολεμαϊδα, όπου πήγα για δουλειά. Είχε προηγηθεί η γυναίκα μου, που ως νεαρή φαρμακοποιός δούλευε εκεί σε ένα κληρονομικό φαρμακείο. Ηταν μια πόλη με καλό βιοτικό επίπεδο, λόγω της απασχόλησης στα εργοστάσια της ΔΕΗ και της ΑΕΒΑΛ, αλλά με συντηρητική έως αντιδραστική κοινωνία. Εκεί έφτανε και ο πανηγυρικός απόηχος της Δημοκρατίας, η μετωπική επιχείρηση αποχουντοποίησης στα πανεπιστήμια και σε άλλους χώρους, αλλά και οι φάλτσες φωνές κάποιων άκαπνων και “φιλήσυχων” στα χρόνια της χούντας, που επιχειρούσαν να πείσουν εαυτούς και αλλήλους ότι συμμετείχαν ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα… Εκεί, πέρα από το εκπαιδευτικό έργο, δραστηριοποιήθηκα σε μια οικολογική οργάνωση που προκάλεσε, με τις αποκαλύψεις για την ανεξέλεγκτη ρύπανση των εργοστασίων, πολλές αντιδράσεις σε αρμόδιους αλλά και στους κατοίκους. Εκεί έγραψα και το πρώτο μου βιβλίο “Το μονοτονικό σύστημα, αναγκαιότητα της ελληνικής παιδείας”, που εκδόθηκε το 1976 από τις εκδόσεις “Εγνατία”του Γιώργου Κάτου και, όπως μου έλεγαν, βοήθησε στην επικείμενη γλωσσική μεταρρύθμιση από τον τότε υπουργό παιδείας Γεώργιο Ράλλη.
Στις βουλευτικές εκλογές του 1977 ήμουν υποψήφιος από τη πλευρά του ΚΚΕ Εσωτερικού στο ψηφοδέλτιο της Συμμαχίας στο νομό Κοζάνης. Πήρα ένα μήνα άδεια για την προεκλογική περίοδο, αλλά δεν επέστρεψα στο σχολείο γιατί βρήκα την πόρτα κλειστή. Ο σχολάρχης σε συνεργασία με τον περιφερειακό διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης με είχαν απολύσει εν ψυχρώ και χωρίς αιτιολόγηση. Είμαι ο μοναδικός ίσως εργαζόμενος που απολύθηκε από τη θέση του με επίσημο έγγραφο από την εκπαιδευτική διοίκηση της περιοχής, γιατί άσκησα τα συνταγματικά μου δικαιώματα. Βέβαια αυτό το επίσημο χαρτί έγινε σημαία της συνδικαλιστικής οργάνωσης των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, για να δικαιωθούν τελικά στα δικαστήρια δεκάδες απολυμένοι εκπαιδευτικοί και να επανέλθουν στις θέσεις τους. Δεν γύρισα στο σχολείο, παρόλο που είχα δικαιωθεί πανηγυρικά. Επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη οικογενειακώς και με το πρώτο μας παιδί, τον Θωμά, επαγγελματία πιλότο πολιτικής αεροπορίας σήμερα. Το μυαλό μου ήταν στη δημοσιογραφία, αλλά δεν έβρισκα δουλειά. Έτσι δούλεψα για δυο χρόνια στον εκδοτικό τομέα, στις Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις, την ΑΣΕ, ως υπεύθυνος του εκδοτικού τμήματος. Εκεί γνώρισα αρκετούς λογοτέχνες, τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, τον Νίκο Μπακόλα, τον Μάρκο Μέσκο, τον Πρόδρομο Μάρκογλου, τον Αναστάση Βιστωνίτη, τον Θανάση Γεωργιάδη. Ήταν μια παραγωγική περίοδος γιατί είδα από κοντά τα εκδοτικά πράγματα και μου μπήκε και η ιδέα να κάνω μόνος μου εκδοτικό οίκο. Αλλά έμεινε στο πρόγραμμα, γιατί το 1979 ξαναγύρισα με ικανοποίηση σε δημοσιογραφικό περιβάλλον, στο γραφείο ανταπόκρισης των εφημερίδων “Βήμα” και “Νέα” στη Θεσσαλονίκη.
Στις εφημερίδες του συγκροτήματος Λαμπράκη
Το συγκρότημα Λαμπράκη ήταν κραταιό, προβάλλονταν η δουλειά μας, μάς δίνονταν οι προυποθέσεις για καλά ρεπορτάζ στη Βόρεια Ελλάδα και τα Βαλκάνια. Το να δουλεύεις στο ΒΗΜΑ και ΤΑ ΝΕΑ εκείνη την εποχή, που στο πηδάλιο της επιχείρησης ήταν ακόμη ο αείμνηστος Χρήστος Λαμπράκης, άνοιγε πόρτες και ευκόλυνε τη δουλειά μας. Εγώ έκανα όλα τα ρεπορτάζ, αλλά, λόγω και των ενδιαφερόντων μου είχα το πολιτιστικό και ιδιαίτερα το αρχαιολογικό ρεπορτάζ. Που συνέπεσε τότε με μια εξαιρετική περίοδο σημαντικών αρχαιολογικών ανακαλύψεων στη Βόρεια Ελλάδα, στη Βεργίνα, στην Πέλλα, στο Δίον και αλλού. Δεν έπαυε όμως να είναι ένα σκληρό μαγαζί, με δικές του νόρμες, γι’ αυτό όταν άνοιξε το 1981 η εφημερίδα του Βουδούρη, η “Εγνατία”, που έδινε καλούς μισθούς και ελπίδες για καλύτερη επαγγελματική ανέλιξη, πήγα εκεί. Δυστυχώς, μετά από ένα εξάμηνο κυκλοφορίας, η εφημερίδα έκλεισε και ξαναβγήκα πάλι στη δημοσιογραφική ανεργία. Ευτυχώς με το πτυχίο μου έζησα την οικογένειά μου. Είχαμε κάνει και το δεύτερο παιδί μας, τη Μυρτώ, καθηγήτρια Γαλλικής Φιλολογίας σήμερα. Εκείνη την περίοδο δούλεψα και δυο χρόνια ως υπεύθυνος στο Γραφείο Τύπου του Δήμου Θεσσαλονίκης, επί δημαρχίας Θεοχάρη Μαναβή, κι έμαθα από μέσα τις πρακτικές και τα προβλήματα της πόλης και της τοπικής αυτοδιοίκησης. ‘Εγκατέλειψα τον Δήμο όταν ξαναγύρισα στον ΔΟΛ το 1984, τότε που έγινε μια προσπάθεια να βγαίνει το “Βήμα” ημερήσιο, δηλαδή να εκδίδεται την ίδια μέρα και η επιχείρηση έψαχνε έμπειρους συντάκτες. Έμεινα εκεί 14 χρόνια ως το 1998 που μετακόμισα στον “Αγγελιοφόρο” και παρέμεινα εκεί ως διευθυντικό στέλεχος ως τη συνταξιοδότησή μου το 2006. Η δεύτερη περίοδος στο συγκρότημα Λαμπράκη συνέπεσε με τις πολιτικές ανακατατάξεις στα Βαλκάνια, κι είχα με τις συχνές αποστολές σημαντικές εμπειρίες από τη σπαρασσόμενη πρώην Γιουγκοσλαβία. Ήταν και η άνοδος του ΠΑΣΟΚ και εκείνη την περίοδο κάλυπτα το πολιτικό ρεπορτάζ στη Βόρεια Ελλάδα. Έκανα επαγγελματικά τη δουλειά μου, το συγκρότημα ήταν φουλ με τον Ανδρέα, αλλά ως αριστερός και συνειδητός πολίτης έβλεπα ότι το κίνημα, παρόλο που πορευόταν με τους καλύτερους οιωνούς, ο άπληστος λαϊκισμός του και η ασύνετη πολιτική διαχείρηση θα έριχναν το καράβι στην ξέρα. Και δυστυχώς επαληθεύτηκα από τις εξελίξεις.
“Βαλκάνιος Πραματευτής” και άλλα τηλεοπτικά ντοκιμντέρ
Εκτός όμως από την έντυπη δημοσιογραφία ασχολήθηκα και με την τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Με την τηλεόραση άρχισα από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. ΄Εκανα για χρόνια το ρεπορτάζ σε πολλές εκπομπές, κάπου 40 υπολογίζω, στην πετυχημένη εκπομπή “Η ΕΡΤ στη Βόρειο Ελλάδα” που κρατούσε για πολλά χρόνια ο φίλος μου δημοσιογράφος και συγγραφέας Χρίστος Χριστοδούλου. Γύρισα όλη τη Μακεδονία και Θράκη και γνώρισα τόπους και ανθρώπους που δεν θα έβλεπα από κοντά με άλλη αφορμή. Ήταν ποικίλα τα θέματα: τόποι, πρόσωπα, ιστορία, λαογραφία. Αργότερα, στη δεκαετία του 1990 έγραψα το σενάριο για μια σειρά ντοκιμαντέρ για τη Θεσσαλονίκη για την ΕΤ3 και κει γύρω στο 2000 κάναμε με τον σκηνοθέτη Απόστολο Κρυωνά μια τηλεοπτική σειρά για τη ΝΕΤ, τον “Βαλκάνιο πραματευτή”, ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ για τον ελληνισμό στα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη. Συνεργάστηκα επίσης στο σενάριο και με τον φίλο Θεσσαλονικιό σκηνοθέτη Τάσο Ψαρά στο ντοκιμαντέρ για την πορεία της Θεσσαλονίκης στον 20ο αιώνα. Καθώς και σε ντοκιμαντέρ για το πολιστικό απόθεμα της Θεσσαλονίκης, με αφορμή τα εκατόχρονα από την απελεύθέρωση της πόλης. Απ’ όλα αυτά, αν με ρωτήσετε, αγαπώ τον “Βαλκάνιο πραματευτή” και δυο τρεις συγκινητικές εκπομπές από την “ΕΡΤ στη Βόρειο Ελλάδα”. Στο “Βαλκάνιο πραματευτή” έζησα τη συγκίνηση από τα κατάλοιπα που καταγράψαμε ενός νεκρού ελληνισμού, που πλούτισε από τις οικονομικές δραστηριότητες, άφησε το πολιτιστικό του αποτύπωμα και χάθηκε στη λήθη.
Στο “Ράδιο Παρατηρητής” και στον 9,58 FM
Είχα την τύχη να συνδέσω την επαγγελματική μου μοίρα με αυτό που λέμε άνοιξη της ραδιοφωνίας στην Ελλάδα, όταν σταμάτησε το κρατικό μονοπώλιο, εκεί γύρω στα 1988. Συνεργάστηκα με τον Πέτρο Παπσαραντόπουλο και στήσαμε το “Ράδιο Παρατηρητής”, που ήταν μια ραδιοφωνική όαση στο νέο ραδιοφωνικό τοπίο. Ήμουν διευθυντής προγράμματος και ο πρώτος που άνοιξα το μικρόφωνο του σταθμού ένα πρωινό του Δεκεμβρίου του 1988 μετά την ανάκρουση του ωραίου σήματος του σταθμού που σύνθεσε ο Διονύσης Σαββόπουλος. Από την παρουσία μου στον “Παρατηρητή” κρατάω με εκτίμηση τις δίωρες κυριακάτικες συνεντεύξεις που είχαμε με τον Πέτρο με πολιτικά και άλλα πρόσωπα της επικαιρότητας. Από την εκπομπή “Εκ βαθέων” είχαν περάσει όλες σχεδόν οι λεγόμενες προοδευτικές πολιτικές και καλλιτεχνικές προσωπικότητες της εποχής.
Δημιουργική ραδιοφωνική δουλειά έκανα επί χρόνια σ’ αυτόν εδώ τον σταθμό, τον 9,58 της ΕΡΤ3 με θέματα κυρίως ιστορίας και πολιτισμού του μείζονος ελληνισμού, της Θεσσαλονίκης, των αλησμόνητων πατρίδων και όπου γης υπάρχουν ελληνικές ρίζες και ελληνικά κατάλοιπα. Ήταν εβδομαδιαίες εκπομπές, αλλά αφιέρωνα πολύ χρόνο προετοιμασίας για πηγές, πρόσωπα, τεκμηρίωση και αυθεντική μουσική. Από την Οδησσό, την Αλεξάνδρεια και τη Μασσαλία, τη Βιέννη και τη Βουδαπέστη, τη Μόσχα και το Παρίσι, και την εποποιία της υπερπόντιας ελληνικής μετανάστευσης στην Αυστραλία και την Αμερική, Βόρεια και Νότια. Έμαθα πολλά, συγκίνησα και συγκινήθηκα. Χρωστάω ευγνωμοσύνη στην αγαπητή συνάδελφο και καλή φίλη Βάνα Χαραλαμπίδου που έκανε κουμάντο στο σταθμό και με τραβούσε από το μανίκι να μη σταματήσω. Κάποια στιγμή, όταν ανέλαβα θέση ευθύνης στην εφημερίδα “Αγγελιοφόρος”, αποσύρθηκα. Καρπός αυτής της συνεργασίας από τα επεξεργασμένα κείμενα αυτών των εκπομπών είναι τρία βιβλία μου, ο “Βαλκάνιος Πραματευτής“,το “Εμείς του ’60 οι εκδρομείς” και το “Μνημης Οδοιπορία – Ανατολική Θράκη”. Αν βρίσκονταν πρόθυμοι εκδότες, οι εκπομπές του 9,58, που έβγαιναν στον αέρα με διαφορετικούς τίτλους ανάλογα με τη θεματογραφία, θα μπορούσαν να γεμίσουν πολλές ακόμη σελίδες και άλλων βιβλίων.
Βιβλία για τη Θεσσαλονίκη
Ο εκδοτικός οίκος “Παρατηρητής” το 1988 εξέδωσε τον “Λογοτεχνικό Παρατηρητή”, ένα μηνιαίο περιοδικό που εστίαζε στην πολιτιστική και λογοτεχνική Θεσσαλονίκη. Ήμουν στο σχεδιασμό του και σύμβουλος έκδοσης για αρκετό καιρό. Εκεί σε κάθε τεύχος έγραφα και ένα πολιτιστικό ρεπορτάζ με προσωπικό ύφος και λογοτεχνική θα έλεγα διάθεση. Μια επιλογή αυτών των ρεπορτάζ βγήκαν το 1990 στο πρώτο μου βιβλίο από τον Παρατηρητή με τίτλο “Θεσσαλονίκης Τοπιογραφία”, που άρεσε. Ουσιαστικά με αυτό εγκαινίαζα την σειρά των βιβλίων μου που αναφέρονται στη Θεσσαλονίκη. ‘Οπως “ο ‘Ερως σκέπει την πόλη”, “Εμείς του 60 οι εκδρομείς” , Εν Θεσσαλονίκη 1900-1960″, “Αντεθνικώς δρώντες”, “Θεσσαλονίκη, η παρουσία των απόντων”. Το πρώτο μου βιβλίο, με χειρόγραφη εισαγωγή του αγαπητού φίλου Ντίνου Χριστανόπουλου, το αφιέρωνα στον παππού μου από τη μάνα μου, Θόδωρο Παπαγιάννη, που όπως σημειώνω στη αφιέρωση, “πρώτος μου μίλησε με νοσταλγία και γνώση για τη Θεσσαλονίκη του Α΄Παγκόσμιου Πολέμου”. Πράγματι, την πρώτη μου αγάπη για τη Θεσσαλονίκη μού την εμφύσησε ο παππούς μου καθώς μικρό παιδί μου διηγούνταν με λεπτομέρειες ιστορίες και τόπους από την εποχή του 1916-17 που ήταν στρατιώτης στη Θεσσαλονίκη.
Και εδώ ήρθε η ώρα να πω δυο λόγια πώς προσεγγίζω στα βιβλία μου τη Θεσσαλονίκη και τι αντιπροσωπεύει για μένα αυτή η πόλη. Για μένα η Θεσσαλονίκη είναι ένα παλίμψηστο βιβλίο, ξύνεις τη μια επιφάνεια και από κάτω βλέπεις πολλές ακόμη πολύπτυχες εκδοχές ιστορίας και πολλές ζωές. Είναι μια πόλη που δεν την ξέρουμε, που κρύβει καλά τα μυστικά της. Και κάθε φορά που ψηλαφείς κάτι, πιάνεις ρίζες και ακούς φωνές και άλλων εποχών. Αυτό το ανεξερεύνητο παρελθόν με τραβάει, και η πλοήγηση στα άδυτά της με αγαλλιάζει. Βέβαια, παρόλο που γνωρίζω από τις σπουδές μου το ερευνητικό αντικείμενο, με ενδιαφέρει η εκλαϊκευμένη γραφή των θεμάτων. Απλή, κατανοητή, για τον πολύ κόσμο, αλλά με γνώση του θέματος και καλή τεκμηρίωση στοιχείων και φωτογραφιών. Η Θεσσαλονίκη, που έγινε ουσιαστικά η κύρια πατρίδα μου, διαθέτει ένα άγνωστο και παραξηγημένo παρελθόν που χρειάζεται πολύ ακόμη χρόνο, κόπο και ανθρώπινο δυναμικό για να φανερώσει τα μυστικά της.
Μετά τη συνταξιοδότηση
Μετά τη συνταξιοδότησή μου, το 2006, συνέχισα να προσεγγίζω την πόλη και το γενικότερο ιστορικό παρελθόν άλλων περιοχών και με άλλους τρόπους, πέρα από τα συνήθη βιβλία και την τηλεόραση. Τα λευκώματα για διάφορους τόπους και τις μουσειακές εκθέσεις ιστορίας και πολιτισμού. Έγραψα τα κείμενα σε αρκετά φωτογραφικά λευκώματα των εξαιρετικών φωτογράφων Γιώργου και Γιάννη Ζαρζώνη για διάφορους ελληνικούς τόπους, τη Θεσσαλονίκη, τον Όλυμπο, τον Έβρο, τη Σαμοθράκη, τα Τρίκαλα, την Πέλλα, τη Βέροια … Πέρα από κει, κάνω ερευνητική δουλειά και γράφω κείμενα για εκθέσεις και μουσεία. Άρχισα με το Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΜΘ το 2007, όταν ήμουν και αντιπρόεδρος του Ιδρύματος, με την έκθεση για τους Μαρκίδες Πούλιου από τη Σιάτιστα, που έβγαλαν το 1791 την πρώτη σωζόμενη ελληνική εφημερίδα στη Βιένη. Ακολούθησαν δυο ακόμη εκθέσεις για τον μυστικό τύπο της Κατοχής και της δικτατορίας 1967-1974. Εκεί συνεργαστήκαμε με τους μουσειολόγους της εταιρείας “Τέτραγκον” που μου ζήτησαν να συνεχίσω μαζί τους. Έτσι έκανα την έρευνα και έγραψα τα κείμενα για διάφορα μουσεία, όπως τα ιστορικά μουσεία της Αλεξανδρούπολης και του Μούδρου Λήμνου, το μουσείο “Φάμπρικα Πολιτισμού” στο Λεωνίδι Αρκαδίας κ.α. Στο πλαίσιο αυτό κινούνται και οι “Δείκτες μνήμης”, η σήμανση δηλαδή με ενημερωτικές πινακίδες ιστορικών τόπων της Θεσσαλονίκης, που ήταν πρότασή μου, υλοποιήθηκε ενμέρει πιλοτικά από το Δήμο Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με το Μορφωτικό Ϊδρυμα της ΕΣΗΕΜΘ, αλλά έμεινε στη μέση. Ελπίζω να βρεθεί τρόπος να συνεχιστεί το πρόγραμμα γιατί είναι χρήσιμο για την καλύτερη γνωριμία της πόλης, για τους κατοίκους της και τους επισκέπτες της.
Στον άξονα αυτό, της διατήρησης της συλλογικής μνήμης και την προβολή της ιστορίας της, εδώ και τρείς μήνες (από τον Ιανουάριο του 2016) μπήκα και γω στην κοινωνία του διαδικτύου και έκανα ένα ιστολόγιο με θέματα για την αγαπημένη μου Θεσσαλονίκη. Το ονομάζω “Θεσσαλονίκης Τοπιογραφία, ιστότοπος του Χρίστου Ζαφείρη” κι έχει καλή αποδοχή και επισκεψιμότητα. Είμαι ευχαριστημένος με το νέο και θαυμαστό αυτό εργαλείο και την απήχηση που έχει, κι όσο θα είμαι όρθιος θα το συνεχίσω, ως έκφραση του ακατάλυτου έρωτα προς την πόλη μου.
Μια πόλη, βέβαια, που έβγαλε με τα ίδια της τα χέρια τα μάτια της. Κατέστρεψε την ωραία αρχιτεκτονική της, την προoπτική της να γίνει πράγματι μια όμορφη πόλη, και συνεχίζει να ασχημονεί στο σώμα της. Οι κάποιες διορθωτικές παρεμβάσεις δεν αλλάζουν τα πράγματα. Και συνεχίζει να πορεύεται με τα ωραιοποιημένα παρατσούκλια της και τις φαντασιώσεις της για την “ερωτική πόλη”, τη “συμπρωτεύουσα”, την “πρωτεύουσα των Βαλκανίων”.
“Ταμείον” ζωής
Θα μου επιτρέψετε τελειώνοντας, μετά την αναφορά σε βασικούς σταθμούς της πορείας μου, να κάνω ένα σύντομο “ταμείο” ζωής. Έζησα μια καλή ζωή, χωρίς πολέμους, με καλό βιοτικό επίπεδο, με γεμάτη επαγγελματική πορεία, με καλή υγεία και ευτυχισμένη οικογένεια. Επαγγελματικά στα χρόνια μου έζησα σε σμίκρυνση όλη την θαυμαστή εξέλιξη των μέσων ενημέρωσης, από την παραδοσιακή τυπογραφία του Γουτεμβέργιου ως την ψηφιακή τεχνική, την ηλεκτρονική εφημερίδα και το διαδίκτυο.
Βίωσα τους αγώνες της δημοκρατίας, τα οράματα και την προσδοκία της κοινωνικής αλλαγής, αλλά και όλες σχεδόν τις πολιτικές διαψεύσεις, του υπαρκτού σοσιαλισμού, της κοινωνικής αλλαγής, του εκφυλλισμού της αριστερής διακυβέρνησης. Έγιναν ραγδαίες αλλαγές, στα 70 χρόνια της ζωής μου, αλλά μια σύνθετη κοινωνική και οικονομική κρίση, που έχει βαθιές ρίζες, κατατρώει τον κοινωνικό ιστό και τα όνειρα. Παραμένουν ακόμη οι αντιδραστικές δομές της κοινωνίας, τα προνόμια ομάδων, ο ωχαδερφισμός, η αδυναμία να ξεπεραστούν αγγυλώσεις και στερεότυπα που μας ταλανίζουν. Προστέθηκε στις μέρες μας και η άλλη πληγή, η προσφυγική πλημμυρίδα. Δεν είμαι αισιόδοξος για τη μοίρα της σημερινής Ελλάδας και τη γενιά των παιδιών μου και των εγγονών μου. Ίσως αυτές οι σκέψεις να πηγάζουν από γεροντικά σύνδρομα και φοβάμαι ότι η δουλειά που κάνω με τα βιβλία μου και το ιστολόγιο να έχει αντικαταθλιπτική πρόθεση. Μακάρι να είναι έτσι και το εύχομαι να βγω ψεύτης. Αλλά πιστεύω ότι η αλλαγή της πορείας του τόπου και το σταμάτημα του κατήφορου, δεν θα γίνει από την συνειδητοποίηση και την συλλογική απόφαση για ανατροπή της σημερινής κατάστασης, αλλά μετά από φοβερό συγκλονισμό, κοινωνική ταπείνωση και εθνική τραγωδία, όπως έγινε και παλιότερα σε ανάλογες καταστάσεις της ιστορίας μας”.
Χρίστος Ζαφείρης
Ακούστε την ραδιοφωνική εκδοχή της εκπομπής από τον 9,58.FM στον σύνδεσμο http://webtv.ert.gr/ert3/06apr2016-xenodochio-958/