Πρόσφατα ένας παλιός συμμαθητής μου στο Γυμνάσιο Ελασσόνας μου έστειλε κάποιες φωτοτυπίες ενός μαθητικού περιοδικού του 1961 όπου δημοσιεύτηκαν ποιήματα της μαθητικής μου ζωής. Συγκινήθηκα και έγιναν αφορμή να θυμηθώ αρκετά ξεχασμένα ή απωθημένα στη λήθη από μια δύσκολη αλλά ωραία εποχή, καθώς οι δυσκολίες και ο ζοφερός περίγυρος υποχωρούσαν από την αισιοδοξία, το νεανικό βλέμμα και την ορμή της νιότης.
Στα 1961 ήμουν δεκαεξάρης, μαθητής στην ΣΤ΄τάξη του παλιού τύπου Γυμνασίου που ισοδυναμεί με την σημερινή Α’ Λυκείου. Είχαν περάσει μόλις έντεκα χρόνια από τη λήξη του Εμφυλίου και η Ελασσόνα, όπου φοιτούσα, ένα κεφαλοχώρι του δυτικού Ολύμπου, διατηρούσε όπως όλη η ελληνική ενδοχώρα τις πληγές της αδερφοσφαγής και το μίζερο και σκληρό κοινωνικό και ανασταλτικό θεσμικό πλαίσιο που κληρονόμησε η πολεμική δεκαετία. Υπήρχαν περιπτώσεις παιδιών, και στο σχολείο μου, που ο πατέρας τους ήταν στο ‘’παραπέτασμα’’ ή ορφανοί από αντάρτη του Δημοκρατικού Στρατού, πατέρα που δεν τον μνημόνευε κανείς ή, αν ακουγόταν καμιά φορά η περίπτωσή του, γινόταν επιτιμητικά και οι ομιλούντες εύρισκαν ευκαιρία να φορτώσουν όλα τα δεινά της χώρας στον απόντα, ακόμη και στο παιδί. Αντίθετα ορφανοί από πατέρα που χάθηκε στις τάξεις του Εθνικού Στρατού διατηρούσαν όλα τα προνόμια, ήταν ευκατάστατοι με τη σύνταξη θύματος πολέμου και δεχόταν με κάθε ευκαιρία την ευγνωμοσύνη της κοινωνίας γιατί θυσιάστηκαν ‘’υπέρ πατρίδος διώκοντες τα μιάσματα του συμμοριτοκομμουνισμού’’.
Άποψη της Ελασσόνας στα χρόνια που ήμουν μαθητής στο Γυμνάσιο (αρχές της δεκαετίας του 1960).
Υπό επιτήρηση μέσα κι έξω από το σχολείο ήταν και οι μαθητές του Γυμνασίου. Φορούσαμε το μαθητικό πιλήκιο που έφερε τον μαθητικό αριθμό στο γείσο, οι μαθήτριες τις σχολικές μπλε ποδιές, απαγορευόταν η κίνηση μαθητών στο δρόμο μετά τις 8 το βράδυ, και πηγαίναμε μια δυο φορές το μήνα ομαδικά και με ελεγχόμενη από καθηγητές παράταξη σε ‘’κατάλληλα’’ έργα στο μοναδικό σινεμά της κωμόπολης, το περίφημο ‘’Ζευς’’. Είχαμε όμως το ευτύχημα, προφανώς λόγω οικονομικής κρατικής δυσπραγίας, το γυμνάσιό μας να μην είναι αποκλειστικά Αρρένων όπως στις πόλεις, αλλά μικτό, με αγόρια και κορίτσια στην ίδια τάξη και στο προαύλιο! Μέσα στην ξεραϊλα και τη σκληρότητα της μετεμφυλιακής περιόδου, οι συμμαθήτριες καταλάγιαζαν με την παρουσία τους τις αγριότητές μας, τις υπολογίζαμε και τις σεβόμασταν, αναπτύσσονταν μια υγιής και όμορφη κοινωνική ομάδα, με αδερφικές και ερωτικές σχέσεις, πλατωνικές οι περισσότερες, μια γλυκιά παρέα που άρχισε από παιδιά και αποφοιτήσαμε μαζί ως άντρες και γυναίκες. Ήταν η καλύτερη εικόνα και μνήμη που κρατήσαμε από τα μαθητικά μας χρόνια. Η μόνη έξοδος, δεν υπήρχαν μαθητικά φροντιστήρια ούτε ξένων γλωσσών, ήταν η κυριακάτικη βόλτα, ο προσκοπισμός και το κατηχητικό, που έκανε πέρα από την θρησκευτική κατήχηση και διάφορες δράσεις (τραγούδι, παιχνίδια, εξορμήσεις, συσσίτια κλπ.). Ήταν μια ελκυστική διέξοδος στην απομόνωση και τη μοναξιά, ιδιαίτερα των μαθητών από τα χωριά που έμειναν συνήθως πολλοί μαζί σε άθλια δωμάτια, με μαγκάλι για ζέσταμα και γκαζέρα για -ο θεός να το κάνει- μαγείρεμα… Είχε αρχίσει να λειτουργεί και το εκκλησιαστικό οικοτροφείο στο μοναστήρι της Ολυμπιώτισσας που στέγαζε στα πρώτα βήματα μικρό αριθμό μαθητών, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία και ως τρόφιμός του για κάποια χρόνια, αφήνω για άλλη φορά να ξετυλίξω από κει τις ‘’άγιες’’ εμπειρίες μου.
Μαθητής με το πιλήκιο του παλιού Γυμνασίου (γυμνάσιο + λύκειο) Ελασσόνας (1957-1963). Η αριστερή είναι ”εβδομαδιαία” φωτογραφία στο στούντιο του καλλιτέχνη φωτογράφου της Ελασσόνας Φάνη Μελεμενάκη.
Η οικονομική ανάπτυξη της χώρας ήταν μακρινό όνειρο και η επαρχία φυτοζωούσε με τη χαμηλή γεωργοκτηνοτροφική παραγωγή και το δημοσιοϋπαλληλίκι, αλλά ό,τι άφησε από νέους και ενεργούς άνδρες ο εμφύλιος το μάζεψε η ευρωπαϊκή και υπερπόντια μετανάστευση που ερήμωσε τα χωριά. Θυμάμαι το γραφείο του Κων. Ροδόπουλου στην Ελασσόνα, κορυφαίου πολιτευτή της καραμανλικής δεξιάς στο νομό Λάρισας και διαβόητο πρόεδρο της βουλής, να κατακλύζεται από νέους άντρες του χωριού μου, την Κρανιά, για να πάρουν το πολυπόθητο χαρτί για να πάνε να εργαστούν στα ανθρακωρυχεία του Βελγίου και τις φάμπρικες της Γερμανίας. Τη γενική φυγή ακολουθούσαν και τα παιδιά, όσα δεν τα έδερνε η απόλυτη φτώχεια, αλλά προς τα ‘’γράμματα’’, να σπουδάσουν στο Γυμνάσιο, στην Ελασσόνα ή στα ημιγυμνάσια της επαρχίας, τη Δεσκάτη και την Τσαριτσάνη. Ήταν το όνειρο κάθε οικογένειας των ορεινών χωριών να αφήσουν τις στάνες και τα λίγα βριζοχώραφα και να σπουδάσουν. ‘’Να φύγουν τα παιδιά, να μάθουν γράμματα για να μην βασανίζονται με τον παλιότοπο’’, μουρμούριζε συχνά και ο πατέρας μου, ένας φτωχός κτηνοτρόφος με εφτά παιδιά…
Το εξώφυλλο της χειρόγραφης ποιητικής συλλογής μου που περιείχε 24 ποιήματα σε ομοιοκατάληκτο και ελεύθερο στίχο.
Οι οικονομικές στερήσεις δεν στάθηκαν εμπόδιο στη μόρφωσή μας. Ίσα ίσα οι χωριάτες μαθητές διακρινόμασταν ως καλοί και άριστοι μαθητές, αν δεν μας παρέσυρε σε άλλες ατραπούς η ανέχεια και η απροστάτευτη εφηβεία μας. Ήμασταν και τυχεροί γιατί βρήκαμε νέους, μορφωμένους και καλούς δασκάλους, όπως ο φιλόλογος Ζαχαρίας Ορφανουδάκης, απόφοιτος της Φιλοσοφικής Θεσσαλονίκης, που είχε πρωτοδιοριστεί στην Ελασσόνα, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε μια μαθήτριά του και μας δίδασκε εκείνα τα χρόνια παθιασμένα τη Δημοτική και ‘’εκτός ωρολογίου προγράμματος’’ ποιητές πέρα από τον Παλαμά, Ελύτη, Σεφέρη και Ρίτσο! Ο Ορφανουδάκης ήταν και ο σύμβουλος καθηγητής έκδοσης του μαθητικού περιοδικού ‘’Το Περιοδικό μας’’ που έβγαινε κάθε μήνα. Ένα 16σέλιδο σε σχήμα Α4 που έγραφε κάτω από τον τίτλο ”Όργανο των μαθητών του Γυμνασίου Ελασσόνος. Κυκλοφορεί κάθε μήνα. Διευθύνεται από συντακτική επιτροπή μαθητών’’. Το περιοδικό τυπωνόταν στο μικρό τυπογραφείο της εφημερίδας ‘’Η Μικρά της Ελασσόνος’’ του Γιάννη Αδάμου και στοιχειοθέτες βοηθοί ήταν οι ίδιοι μαθητές (το κείμενο της τυπογραφικής σελίδας στηνόταν με μεταλλικά γράμματα που έμπαιναν με το χέρι ένα ένα και αντίστροφα σε τυπογραφικό πλαίσιο που θα εκτυπώνονταν στη χειροκίνητη πρέσα). Είχα πάρει μέρος και γω μερικές φορές στην στοιχειοθέτηση του περιοδικού.
Η πρώτη σελίδα του ”Περιοδικού μας” , τ. 3 Απρίλης 1961, όπου δημοσιεύεται το ποίημά μου Απόψε, εμπνευσμένο από τον θάνατο του θείου μου, αδερφού του πατέρα μου, Δημήτρη Ζαφείρη, που πέθανε σε ηλικία 18 χρόνων.
Στο ‘’Περιοδικό μας’’ έδιναν συνεργασίες μαθητές και μαθήτριες όλων των τάξεων του Γυμνασίου Ελασσόνας και του ημιγυμνασίου Τσαριτσάνης. Φιλοξενούσε ποιήματα, διηγήματα, εκθέσεις και διάφορα άλλα μαθητικά κείμενα. Τα χειρόγραφα περνούσαν από μια ”συντακτική επιτροπή” μαθητών και εγκρίνονταν από τον υπεύθυνο καθηγητή, που τα διάβαζε χωρίς να παρεμβαίνει επί της ουσίας, πέρα από κάποιες διορθώσεις. Άρχισα να δίνω και γω ποιήματα που έγραφα και αρκετά ήταν γνωστά στους συμμαθητές που περιφέρονταν χέρι χέρι. Δοκίμασα ανείπωτη χαρά όταν είδα για πρώτη φορά να δημοσιεύεται στην πρώτη σελίδα και μάλιστα με τονισμένα μαύρα γράμματα ποίημά μου. Συνέχισα να δίνω στην Επιτροπή σχεδόν κάθε μήνα. Μια φορά που κατέθεσα στην επιτροπή ένα ποίημα, κατά την γνώμη μου ανώτερο από τα προηγούμενα, με λύπη μου είδα ότι δεν τυπώθηκε στο περιοδικό. Τελικά δημοσιεύτηκε τον επόμενο μήνα σε διακεκριμένη θέση. Ύστερα από πολλά χρόνια ο φίλος μου πια καθηγητής μου μού έσκασε το μυστικό. ‘’Ήταν τόσο καλοφτιαγμένο που φοβήθηκα ότι το έκλεψες από δόκιμο ποιητή. Μετά από ψάξιμο, πείστηκα ότι ήταν δικό σου. Έγραφες πολύ πεσιμιστικά για την ηλικία σου κι ανέφερες πράγματα,, όπως την κιθάρα που δεν την έπιασες ποτέ στα χέρια σου’’. ‘’Ηταν όλα βαλμένα ποιητική αδεία, όπως μας δίδασκες’’, είπα και γελάσαμε. Είχε δίκαιο γιατί τα διαθέσιμα ποιητικά κείμενα στο περιβάλλον μας κι αυτά που ήταν αποδεκτά από το τοπικό κατεστημένο ήταν κάποιων θρησκευτικών ποιητών παρεκκλησιαστικών οργανώσεων, όπως του Γιώργου Βερίτη, τα βουκολικά του Κώστα Κρυστάλλη και των ποιητών που ανθολογούνταν στα σχολικά αναγνωστικά.
Έγραψα αρκετά ποιήματα σε ομοιοκατάληκτο στίχο και σε ελεύθερο επηρεασμένος από λυρικούς ποιητές του ρομαντισμού και του συμβολισμού του τέλους του 19ου και του πρώτου μισού του 20ού αιώνα που διάβαζα με μανία από ποιητικές ανθολογίες και συλλογές που έβρισκα εδώ και κει, σε γνωστούς, στη σχολική και την υποτυπώδη δημοτική βιβλιοθήκη. Τα είχα μάλιστα μαζέψει σε μια χειρόγραφη συλλογή που στο εξώφυλλο έγραψα καλλιγραφικά τον τίτλο ‘’Νοσταλγίες, ποιήματα, Ελασσόνα, Απρίλης 1962”. Η συλλογή περιλάμβανε 24 ποιήματα, με ομοιοκατάληκτο και ελεύθερο στίχο. Είχα καθιερωθεί πια ως ο ‘’ποιητής’’ του σχολείου, που διάβαζα συχνά ποιήματά μου σε συγκεντρώσεις και σχολικές γιορτές. Κατά γενική μάλιστα απαίτηση μού ανατέθηκε δια βοής να απαγγείλω τον αποχαιρετιστήριο λόγο των αποφοίτων της σειράς μου στις 26 Ιουνίου 1963 σε ποιητική μορφή. Πράγματι σκάρωσα και διάβασα ένα κατεβατό που περιλάμβανε 23 τετράστιχες στροφές όπου καταγράφονταν ποιητικά και ομοιοκατάληκτα όλα τα ονόματα δύο τμημάτων της 8ης τάξης που αποφοίτησε το 1963. Μια γεύση τεσσάρων στροφών από το ‘’Αποχαιρετιστήριο’’ που καλούμαι να το διαβάζω και στις σπάνιες συγκεντρώσεις των επιζώντων συμμαθητών προκαλώντας καθολική συγκίνηση, καθώς με το πέρασμα των χρόνων γίνεται ενθύμιον λύπης και αποχαιρετιστήριο για αρκετούς αγαπημένους μας, συμμαθητές και συμμαθήτριες, που μας άφησαν:
Με μία σάκα στο λαιμό με μια ποδίτσα μαύρη / κάτι βιβλία στα πλευρά θυμάμαι. Ω παλιά!/ μορφές γελούμενες, χαρές, ω λήθη ας μην τα πάρη / ας ειν’ σαν το φεγγάρι που φέγγει τη βραδιά.
…………………………………………………………………………………………………………………….
Και σήμερα με κλάματα θα πούμε το αντίο / τα χείλια μόνο θα μιλούν, θα πούνε το στερνό / μα της ψυχής τα δώματα θα’ναι φωτογραφείο/ που τις μορφές θα διατηρεί αιώνια στον καιρό.
………………………………………………………………………………………………………………………….
Ωρα καλή Χαλκίδη, Τσιαπράκα και Κοντούλη/ Τρικάλη, Τριανταφύλλου. Ποιος ξέρει πού θα πάς! / Τσιγάρα, Καλδρυμίδη, Σερέγκο και Γκουγκούλη / κάτι για τους υπόλοιπους φρόντισε να ρωτάς.
Ωρα καλή ω Κουπουρτίδου, Κασιάρα, Καραγκιόζη, Στέλλα /Γκορτζοβαλίτου, Βλάγκα,Βακράτσα, Παπουλιά. / Ω Κοντομάτου, Γκόγκου, Γουλιάκου και Δριστέλλα /Κίτση, Καπέτη, Χαίρεται, στερνή μας πια φορά.
Ενενήντα συνολικά ονόματα σε ομοιοκατάληκτο στίχο…
Η τελευταία φωτογραφία της τάξης μου στο Γυμνάσιο Ελασσόνας μετά την αποφοίτηση τον Ιούνιο του 1963, με τον αγαπητό γυμνασιάρχη μας φιλόλογο Λάδη.
Η ποιητική σοδειά δεν συνεχίστηκε στα επόμενα χρόνια, όπως εύχονταν και προοιωνίζονταν φίλοι και συμμαθητές. Μπήκα στη Φιλοσοφική του ΑΠΘ με καλούς δασκάλους, γνώρισα καλύτερα την Ποίηση και δια ζώσης αρκετούς ποιητές, αλλά τα λογοτεχνικά και συγγραφικά ενδιαφέροντα μετατοπίστηκαν σε άλλα είδη και συνάντησαν διάφορα εμπόδια που δεν τα άφησαν να ανθίσουν. Ένα ποιητικότροπο βιβλίο μου που κυκλοφόρησε το 2002 με τίτλο ‘’Επισκευαστής αναμνήσεων’’ βάζω ως υπότιτλο ‘’μικρά κείμενα’’. Έτσι τα μόνα τυπωμένα πρωτόλεια ποιήματά μου είδαν το φως στο σχολικό ‘’Περιοδικό’’ της Ελασσόνας στο μακρινό 1961 που πυροδότησε ζοφερές και νοσταλγικές μνήμες της άγουρης νιότης μας.
Χ.ΖΑΦ.