Αρχική ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ Για μένα Ορειβατικές αναβάσεις στην κορυφή του Ολύμπου Μύτικα από τη νότια πλευρά του

Ορειβατικές αναβάσεις στην κορυφή του Ολύμπου Μύτικα από τη νότια πλευρά του

2885
0
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Οι κορυφές του Ολύμπου από την κορυφή του Αγίου Αντωνίου (υψ. 2818 μ.), στη νότια πλεύρα του Ολύμπου.

Από τα παιδικά μου χρόνια τον Όλυμπο τον έβλεπα από το χωριό μου, την Κρανιά Ελασσόνας, όλες τις εποχές, χιονισμένο και καλοκαιρινό, και προσδοκούσα  όταν  μεγαλώσω να τον κατακτήσω, όπως άκουγα για τις πρώτες αναβάσεις των ελβετών  ορειβατών Φρέντερικ Μπουασονά και Ντάνιελ Μπο-Μποβί και του οδηγού τους Λιτοχωρίτη κυνηγού Χρήστου Κάκαλου, στις αρχές του 20ού αιώνα. Ως μαθητής Γυμνασίου τον πλησίασα περισσότερο και ανέβηκα σε χαμηλότερες κορυφές του. Το καλοκαίρι του 1961, όταν τέλειωσα την Δ’ Γυμνασίου, 16χρονο παλικαράκι, ικανοποίησα την επιθυμία μου.

Με αφετηρία τη μονή Αγίας Τριάδας Σπαρμού, που βρίσκεται σε υψόμετρο 1100 μ., στη νότια πλευρά του Ολύμπου, στην περιοχή της Ελασσόνας,  μια μικρή ομάδα  συνομηλίκων μου, φανατικών εραστών του Ολύμπου, με αρχηγό έναν μεγαλύτερό μας που είχε ξανανέβει στις κορυφές του, αποφασίσαμε να τολμήσουμε την παρθενική ανάβαση στο μυθικό βουνό. Το απόγευμα ανεβήκαμε με ένα στρατιωτικό όχημα στις Βρυσοπούλες, όπου βρίσκεται μια στρατιωτική μονάδα εκπαίδευσης του στρατού στον χειμερινό αγώνα (Κέντρο Εκπαίδευσης Ορεινού Αγώνα και Χιονοδρομίας –ΚΕΟΑΧ), σε υψόμετρο 1820 μ. Επειδή ήταν στρατιωτικός χώρος είχαμε πάρει τη σχετική άδεια και διανυκτερεύσαμε στο ορειβατικό καταφύγιο ‘’Βρυσοπούλες’’, με ‘’διώροφα’’ στρατιωτικά κρεβάτια, που βρίσκεται πάνω από τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις και εποπτεύεται από τον στρατό.

Ο Χρίστος Ζαφείρης  (αριστερά) με έναν Γερμανό φοιτητή στην κορυφή του Ολύμπου, τον Μύτικα, τον Αύγουστο του 1962. Το καλοκαίρι αυτό, πριν από την τελευταία τάξη του παλιού Γυμνασίου, άρχισα να οδηγώ επισκέπτες στον Όλυμπο από τη νότια πλευρά του, από την περιοχή της Ελασσόνας. Είχε την καλοσύνη ο Φρεντ να μου στείλει την πρώτη έγχρωμη φωτογραφία που έχω στο αρχείο μου.   

Λίγο μετά τα μεσάνυχτα σηκωθήκαμε και πήραμε μέσα στο σκοτάδι την τραχιά ανηφόρα για το Σκολιό (υψόμετρο 2911 μ.), τη μεγάλη κορυφή απέναντι από τον Μύτικα (υψ. 2918 μ.). Στόχος μας ήταν να δούμε από τον Μύτικα  την ανατολή του ήλιου στο Αιγαίο. Δεν υπήρχε χαραγμένο μονοπάτι και περπατούσαμε ανάμεσα σε πέτρες, λιανολίθι και χαμηλή βλάστηση, σε ένα άδεντρο, αλπικό τοπίο. Μας οδηγούσε με ασφάλεια ο Γιώργος και η … ανάβασή μας φωτιζόταν από μια έντονη αστροφεγγιά κι ένα λειψό φεγγάρι. Δεν είχαμε ορειβατικό εξοπλισμό ούτε ήμασταν εκπαιδευμένοι στην ορειβασία. Γνωρίζαμε όμως το κακοτράχαλο τοπίο και τις θερμοκρασίες των βουνών κι  ήμασταν μαθημένοι σε ορεινό περπάτημα από τα χωριά μας. Άλλωστε τα βάρη μας ήταν ελαφριά, το αναγκαίο νερό, μικρή ποσότητα ξερής τροφής και ένα δυο ρούχα για αλλαγή.

Στον Μύτικα με ομάδα φίλων μου, μάλλον το καλοκαίρι του 1964, πρωτοετής φοιτητής της Φιλοσοφικής σχολής του ΑΠΘ (με το λευκό μπουφάν).

Μπροστά μας, δεξιά, βλέπαμε την κορυφή του Αγίου Αντωνίου (υψ. 2818 μ.), που έμοιαζε μακρινός προορισμός. Ύστερα από δυο ώρες περίπου φτάσαμε σε ένα οροπέδιο που μας ανακούφισε από το ανηφορικό περπάτημα. Στο βάθος πια βλέπαμε μέσα στην αστροφεγγιά τα περίγραμμα από τις ψηλότερες κορυφές Σκολιό, Μύτικα και Στεφάνι. Κάτω δεξιά μας φαίνονταν το θάμπος από τα φώτα της Λάρισας και κάπως μακρύτερα στην ανατολή υπέφωσκε η αυγή. Παρά την κούραση, ο έμπειρος οδηγός μας, δεν μας επέτρεπε να καθίσουμε, για να μην κρυώσουμε, γιατί, παρά τη θερινή εποχή, στα ψηλώματα του Ολύμπου φυσούσε δυνατός κρύος αέρας. Η ξεκούραση γινόταν με ολιγόλεπτες ανάσες όρθιοι. Τέλος φτάσαμε στην Κακόσκαλα, και πήραμε τον ανήφορο για την κορυφή, ανάμεσα από μεγάλες πέτρες, με προσοχή για να μην κυλήσουν και προκαλέσουν ατύχημα. Ήδη άρχισε να χαράζει.

Το γκρουπ της προηγούμενης φωτογραφίας σε παγετώνα, που το καλοκαίρι διατηρείται σε ανήλιες περιοχές γύρω από τις κορυφές του.

Φτάσαμε επιτέλους στον Μύτικα,  στην κορυφή του Ολύμπου που τη σηματοδοτεί η μικρή μεταλλική σημαία, αποκαμωμένοι αλλά ευτυχισμένοι για το κατόρθωμά μας. Βάλαμε ό,τι ρούχα και αντιανεμικά είχαμε στα σακίδια, γιατί φυσούσε δυνατός βουερός άνεμος και καθίσαμε ατενίζοντας αποσβολωμένοι τον ήλιο να ανατέλλει στον Θερμαϊκό, στο Αιγαίο. Ήταν ένα εξαίσιο, πρωτόφαντο, θέαμα… Ο ήλιος, με  ένα βαθύ κροκί χρώμα έμοιαζε σαν φωτεινό ταψί που έβγαινε όχι από τον ορίζοντα αλλά σαν επίπεδος δίσκος ή σφαίρα μέσα από τη θάλασσα!. Αμίλητοι σχεδόν, χαζεύαμε το καταπληκτικό φαινόμενο. Σιγά σιγά ο ήλιος ..βγήκε από τη θάλασσα και έλουσε τις κορυφές του  Ολύμπου και τα μακρινά τοπία που βλέπαμε μπροστά μας. Στο θρόνο του Δία πήραμε το λιτό πρωϊνό μας και μαγεμένοι ξαναπήρανε τον κατήφορο για τις Βρυσοπούλες, μέσα από ένα  αλπικό τοπίο που δεν το βλέπαμε στη νυχτερινή ανάβαση. Εκεί πάνω συναντήσαμε και κάποιους κτηνοτρόφους που διατηρούσαν το καλοκαίρι κοπάδια με πρόβατα και έπιναν νερό από το παγωμένο χιόνι που έλειωνε σιγά σιγά και διατηρούνταν ολόκληρο το καλοκαίρι.

Το μεσημέρι φάγαμε με καραβάνες στο φιλόξενο στρατιωτικό συσσίτιο και το απόγευμα κατεβήκαμε με τα πόδια μέσα από μια δασωμένη και πανέμορφη χαράδρα στο μοναστήρι του Σπαρμού, όπου ήταν η βάση μας. Η πρώτη ανάβαση στον κορυφή του Ολύμπου ήταν μια από τις πιο έντονες συγκινήσεις της ζωής μου. Δυστυχώς κάποιες φωτογραφίες που μας έβγαλε ο Γιώργος χάθηκαν σε μεταγενέστερες περιπέτειες του φωτογραφικού αρχείου μου. Ευτυχώς σώθηκαν δυο τρεις φωτογραφίες από κατοπινές αναβάσεις το 1962  και την επόμενη χρονιά. Στηριζόμουνα στις υποσχέσεις αυτών που οδηγούσα στον Όλυμπο, ότι θα μου έστελναν φωτογραφίες από την ανάβαση, αλλά ξεχνούσαν… Αργότερα, το επόμενο καλοκαίρι και στα δυο πρώτα φοιτητικά καλοκαίρια, έκανα πια εγώ τον οδηγό σε φίλους και οργανωμένες ελληνικές και ξένες ομάδες επισκεπτών στον Όλυμπο από την πλευρά της Ελασσόνας.

Φιλοξενία με τοπικά προϊόντα, δίπλα στην πέτρινη καλύβα του, από κτηνοτρόφο του Ολύμπου, που το καλοκαίρι ανέβαζε το κοπάδι του με πρόβατα στα πράσινα υψίπεδα του βουνού.

Η επίσκεψη του Ολύμπου από τη νότια πλευρά του, είναι λιγότερο γνωστή και ελκυστική, αλλά έχει κι αυτή την ιδιομορφία και τη χάρη του. Δεν έχει δάση ούτε οργανωμένα ορεινά καταφύγια που παρέχουν σύγχρονες υπηρεσίες στους επισκέπτες και έχει πιο βατές διαδρομές ανάβασης. Το σημαντικότερο εμπόδιο είναι ότι η περιοχή του καταφυγίου και του χιονοδρομικού κέντρου στις Βρυσοπούλες  είναι  στρατιωτικός χώρος, με αποτέλεσμα η επίσκεψη του χιονοδρομικού κέντρου από περισσότερους ορειβάτες και φίλους του σκι να γίνεται με γραφειοκρατικά εμπόδια και σε περιορισμένο αριθμό. Δεν υπάρχουν ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις και μονάδες εστίασης και η διανυκτέρευση συλλόγων και ομάδων στο καταφύγιο (με 60 κρεβάτια) γίνεται μόνο με άδεια από τις στρατιωτικές αρχές στη Λάρισα ή την Αθήνα (ΓΕΣ). Ωστόσο παρά τα εμπόδια βλέπω με χαρά ότι πολλοί ορειβατικοί σύλλογοι από την Ελλάδα και το εξωτερικό επισκέπτονται, καλοκαίρι και χειμώνα, τον Όλυμπο από τις Βρυσοπούλες, τη νότια πλευρά του Ολύμπου, με τις βατές πλαγιές και κορυφές του που είναι ελκυστικές σε ορειβάτες, χιονοδρόμους και  ελεύθερους σκιέρ ορεινού σκι.

Σύγχρονοι χιονοδρόμοι που ανεβαίνουν από το καταφύγιο στις Βρυσοπούλες στην κορυφή του Αγίου Αντωνίου, στη νότια πλευρά του Ολύμπου. 

Μέσα από το περιοδικό της Ελασσόνας ‘’Περραιβία’’, που διεύθυνα στη δεκαετία του 1970, μαζί με τον αείμνηστο ρέκτη εκδότη του περιοδικού Θανάση Φουστάνο, αρθογραφούσαμε πυκνά για μια ήπια τουριστική αξιοποίηση του Ολύμπου και με ανεξάρτητη ανάπτυξη χιονοδρομικού κέντρου στις Βρυσοπούλες. Τελευταία βλέπω να γίνεται μια προσπάθεια από την περιφέρεια Θεσσαλίας και άλλους φορείς για την ανάδειξη και καλύτερη αξιοποίηση του χιονοδρομικού κέντρου Ολύμπου, με τις θαυμάσιες πίστες του, αλλά  η στρατιωτική παρουσία φαίνεται ότι δυσκολεύει τέτοια ανοίγματα. Όσο για τις χειμερινές στρατιωτικές ανάγκες εκπαίδευσης μπορούν να ικανοποιηθούν με τη μεταφορά του στρατοπέδου σε γειτονική περιοχή και ο χώρος να αποδοθεί σε ειδικό φορέα (τον Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Ολύμπου;) για την ανάπτυξη ανοιχτού σύγχρονου χιονοδρομικού κέντρου. Είναι δυνατό να μεταφερθούν οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις σε παρακείμενο χώρο και ο χώρος του σημερινού στρατοπέδου να αποδοθεί  στο κοινό.

Οι αναβατήρες του χιονοδρομικού κέντρου στις Βρυσοπούλες Ολύμπου. Η πίστα του εκτείνεται από υψόμετρο 2450 μ. ως τη βάση της σε υψόμετρο 1900 μ., πάνω από το ορειβατικό καταφύγιο. 

Η εκπαίδευση του στρατού μπορεί να γίνεται στις ίδιες πίστες με τους ίδιους αναβατήρες (που θα αναβαθμιστούν οι παλιότεροι και θα προστεθούν και άλλες γραμμές) κάποιες ημέρες της εβδομάδας και να παραχωρείται αποκλειστικά στο κοινό στις υπόλοιπες, λχ από την Πέμπτη ως την Κυριακή (όπως πληροφορήθηκα, η σημερινή χρήση του από το κοινό γίνεται μόνο κάθε Κυριακή). Η αποστρατιωτικοποίηση του χώρου του ΚΕΟΑΧ, χωρίς να είναι σε βάρος της σημερινής εκπαίδευσης για τις ειδικές μονάδες του στρατού, μπορεί να γίνει χωρίς προβλήματα, αρκεί να υπάρξει πολιτική βούληση, η οποία θα λάβει υπόψη την γενικότερη ωφέλεια που θα προκύψει από  την εξάλειψη των γραφειοκρατικών εμποδίων και  την αναβάθμιση του χιονοδρομικού κέντρου του Ολύμπου.

Το ορειβατικό καταφύγιο στις Βρυσοπούλες, σε υψόμετρο 1800 μέτρα.

Είναι γεγονός ότι ένα οργανωμένο, ανοιχτό και σύγχρονο χιονοδρομικό κέντρο στον Όλυμπο, στις νότιες πλαγιές του με τις θαυμάσιες φυσικές πίστες, την ποιότητα και διάρκεια του χιονιού σε μεγάλο υψόμετρο, την παγκόσμια φήμη του βουνού από τη μυθολογία και την ιστορία, θα ήταν ελκυστικός χώρος για τον ελληνικό και διεθνή χειμερινό τουρισμό και βασική  οικονομική διέξοδος για την τελματωμένη νοτιοδυτική  παρολύμπια περιοχή και ιδιαίτερα την επαρχία Ελασσόνας.

Χ.ΖΑΦ.

 Ο Χρίστος Ζαφείρης (δεξιά) στην κορυφή του Ολύμπου (1964;) με συνορειβάτη του.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here