Η περίοδος από το τέλος του 13ου ως τα μέσα του 14ου αιώνα θεωρείται η λαμπρότερη περίοδος της Θεσσαλονίκης στον πνευματικό και καλλιτεχνικό τομέα. Είναι η περίφημη Παλαιολόγεια Αναγέννηση, που ακμάζει στην Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη, προκαλώντας έκρηξη στα γράμματα και τις τέχνες με μια ανεπανάληπτη παρουσία καλλιτεχνών και λογίων στις δύο μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας. Κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου είναι η ανάπτυξη των ανθρωπιστικών σπουδών και της κλασικής παιδείας, με τη μελέτη και τη δημιουργική ανάπλαση των κλασικών προτύπων, σε συνδυασμό με την ωρίμανση του πνευματικού ιδεώδους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αυτή η φιλολογική και καλλιτεχνική άνθηση αποτυπώνεται στη θρησκευτική τέχνη με τη διακόσμηση των εκκλησιών με τοιχογραφίες και ψηφιδωτά, στη φιλοτέχνηση φορητών εικόνων, την αντιγραφή και εικονογράφηση χειρογράφων και τη δημιουργία έργων μικροτεχνίας (σταυροί, επιτάφιοι κτλ.).
Το εσωτερικό του ναού και πορτρέτο αγίου από το ναό του Αγίου Νικολάου Ορφανού, από τη λαμπρή εικονογράφηση ανώνυμου ζωγράφου του 14ου αιώνα.
Την περίοδο αυτή η Θεσσαλονίκη ήταν το κέντρο της ζωγραφικής της λεγόμενης μακεδονικής σχολής, η οποία άφησε πολλά έργα στη μείζονα Μακεδονία και τη μεσαιωνική Σερβία. Τα περισσότερα σωζόμενα βυζαντινά μνημεία της πόλης εντάσσονται στην εικοσαετία 1300-1320, που αποτελεί και τον πυρήνα της χρυσής εποχής. Εμβληματικά έργα αυτής της εποχής και της μεγάλης τέχνης στη Θεσσαλονίκη, που δέχεται καλλιτεχνικές επιρροές από την Κωνσταντινούπολη, είναι τα ψηφιδωτά του ναού των Αγίων Αποστόλων και οι τοιχογραφίες των ναών Αγίου Παντελεήμονα, Αγίου Νικολάου Ορφανού και Αγίας Αικατερίνης και μια ομάδα φορητών εικόνων και έργων μικροτεχνίας (όπως η φορητή εικόνα Η Σοφία του Χριστού και ο κεντητός επιτάφιος στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού).
Απόσπασμα από τοιχογραφία άγνωστου ζωγράφου του 14ου αιώνα στο ναό της Μονής Βλατάδων, (1360-1380). Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού.
Τον 14ο αιώνα η Θεσσαλονίκη υπήρξε κέντρο καλλιτεχνικής παραγωγής και τόπος καταγωγής και δράσης των κορυφαίων ζωγράφων της εποχής, που άφησαν ενυπόγραφα έργα και εργάστηκαν, πέρα από τη Θεσσαλονίκη, στην ευρύτερη Μακεδονία και τη μεσαιωνική Σερβία. Είναι ο Μανουήλ Πανσέληνος, οι Ευτύχιος και Μιχαήλ Αστραπάς, ο Γεώργιος Καλλιέργης και ο Μιχαήλ Προελεύσις.
Ο περίφημος Μανουήλ Πανσέληνος
Ο Πανσέληνος είναι ένα μυθικό πρόσωπο, τόσο μεταφορικά, με την έννοια του μεγαλείου, όσο και κυριολεκτικά, γιατί η ιστορική του ύπαρξη έχει αμφισβητηθεί. Χαρακτηρίζεται ως ο κορυφαίος ζωγράφος της εποχής των Παλαιολόγων και ένας από τους πρώτους καλλιτέχνες ολόκληρης της βυζαντινής ζωγραφικής. Έζησε στο τέλος του 13ου και στις αρχές του 14ου αιώνα και τόπος γέννησής του φέρεται η Θεσσαλονίκη. Εκεί και στο Άγιον Όρος ανέπτυξε και την καλλιτεχνική του δράση, ωστόσο μαρτυρίες γι’ αυτά δεν υπάρχουν. Ο σπουδαίος καλλιτέχνης, που τον συγκρίνουν με τους κορυφαίους αναγεννησιακούς ζωγράφους της Δύσης Τζιότο και Ραφαήλ, δεν άφησε κανένα ενυπόγραφο έργο. Κορυφαίο καλλιτεχνικό έργο του θεωρείται η αγιογράφηση του ναού του Πρωτάτου στις Καρυές του Αγίου Όρους. Παρά τις αρχικές αμφισβητήσεις, η επιστημονική κοινότητα θεωρεί ότι ο Πανσέληνος είναι υπαρκτό πρόσωπο και ότι στον ναό του Πρωτάτου συνεργάστηκαν μαζί του και άλλοι ζωγράφοι, όπως ο Ευτύχιος Αστραπάς και ο γιος του, Μιχαήλ. Οι δύο μεγάλοι ζωγράφοι, που είναι της ίδιας εποχής με τον Πανσέληνο, άφησαν την υπογραφή τους σε αρκετά τοιχογραφικά σύνολα στη Μακεδονία και τη μεσαιωνική Σερβία.
Τοιχογραφία από τον ναό του Πρωτάτου στις Καρυές του Αγίου Όρους. Η τοιχογράφηση του ναού αποδίδεται στον Μανουήλ Πανσέληνο και το εργαστήρι του.
Οι γραπτές αναφορές στο μυθικό πρόσωπο του Πανσέληνου, βασισμένες κυρίως στην αγιορείτικη προφορική παράδοση, για την καταγωγή του από τη Θεσσαλονίκη και το ζωγραφικό έργο στο Πρωτάτο, άρχισε από τα μέσα του 16ου αιώνα και εντάθηκε τον 18ο αιώνα με το βιβλίο του μοναχού και αγιογράφου Διονυσίου του εκ Φουρνά (1670-1746) Ερμηνεία ζωγραφικής τέχνης.
Οι μελετητές του έργου του αποδίδουν στον Μανουήλ Πανσέληνο και το εργαστήρι του τις τοιχογραφίες του Πρωτάτου (γύρω στα 1290), του νάρθηκα στο καθολικό της μονής Βατοπεδίου (1312), της μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους (τέλος 13ου αιώνα) και του παρεκκλησιού του Αγίου Ευθυμίου στον ναό του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη (1302-1303). Σε ό,τι αφορά την τέχνη του, οι αρχαιολόγοι σημειώνουν ότι οι μορφές του Πανσέληνου αποτυπώνουν με εξαιρετική ευαισθησία τη γόνιμη επαφή του χριστιανικού κόσμου με την κλασική αρχαιοελληνική παράδοση, έχουν ρεαλισμό με δραματική έκφραση στα πρόσωπα και βαθιά πνευματικότητα. Ο Μανουήλ Πανσέληνος δίνει στα σώματα πλαστικότητα, ένα χαρακτήρα γλυπτού, ενώ γενικά υιοθετεί καλλιτεχνικά πρότυπα από την αρχαία ελληνική τέχνη. Η μνημειακότητα των συνθέσεων με το αρχιτεκτονικό βάθος και τα εκπληκτικά χρώματα με τις φωτοσκιάσεις του πράσινου τόνου είναι αναγνωρίσιμα στοιχεία της καλλιτεχνικής δημιουργίας του.
Πρόσφατη αποκάλυψη επιγραφής με τα στοιχεία ΥΤΥΧ, δηλαδή Ευτύχιος, σε τοιχογραφία του Πρωτάτου, προκάλεσε στους ερευνητές νέα ερωτήματα για την ταυτότητα του ζωγράφου του Πρωτάτου. Επίσης νεότερες έρευνες (2022) θεωρούν ότι το όνομα Πανσέληνος είναι παρωνύμιο του Ευτύχιου Αστραπά ή των γιών του, «επώνυμων» ζωγράφων της Θεσσαλονίκης. Ανεξάρτητα από τις επιστημονικές διενέξεις και τις έρευνες για τον εντοπισμό της ταυτότητάς του, το όνομα «Πανσέληνος» και το έργο του εκπροσωπεί το λαμπρότερο καλλιτεχνικό έργο της βυζαντινής τέχνης στη Θεσσαλονίκη, την ευρύτερη Μακεδονία και τη μεσαιωνική Σερβία.
Ευτύχιος και Μιχαήλ Αστραπάς
Οι δυο σπουδαίοι ζωγράφοι (πατέρας και γιος) της Θεσσαλονίκης πιθανολογείται ότι δούλεψαν μαζί με τον Πανσέληνο στον ναό του Πρωτάτου στο Άγιον Όρος, αλλά αγιογράφησαν κυρίως μνημεία της Μακεδονίας και της μεσαιωνικής Σερβίας. Τελευταία διατυπώθηκε η επιστημονική εκδοχή ότι το όνομα Πανσέληνος είναι παρωνύμιο ζωγράφου της καλλιτεχνικής οικογένειας των Αστραπάδων.
Ο Άγιος Μερκούριος, τοιχογραφία από το εικονογραφικό σύνολο των ζωγράφων Ευτύχιου και Μιχαήλ Αστραπά στον ναό της Περιβλέπτου στην Αχρίδα (1295/96). Στο ξίφος του αγίου υπογράφει ο καλλιτέχνης «ΧΕΙΡ ΜΙΧΑΗΛ ΤΟΥ ΑΣΤΡΑΠΑ».
Το παλιότερο έργο που φέρει την υπογραφή των Αστραπάδων είναι οι τοιχογραφίες της Παναγίας Περιβλέπτου στην Αχρίδα (1294/5). Άλλα ενυπόγραφα έργα τους είναι η Παναγία Λιέβισκα (1306/7) στο Πρίζρεν, ο Άγιος Γεώργιος στο Στάρο Ναγκορίτσινο (1317), στο Κουμάνοβο, και ο Άγιος Νικήτας στο Τσούτσερ (1316), στην περιοχή των Σκοπίων. Τους αποδίδονται επίσης η τοιχογράφηση στις μονές Στουντένιτσα και Γκρατσάνιτσα της μεσαιωνικής Σερβίας. Οι δυο καλλιτέχνες είναι οπαδοί της λεγόμενης ογκηρής τεχνοτροπίας, με ογκώδεις μορφές που διακρίνονται για τα εκφραστικά πρόσωπά τους, τις ζωηρές στάσεις του σώματος, την ένταση της αφήγησης και τη δραματικότητά τους.
Γεώργιος Καλλιέργης
Κατάγεται από τη Θεσσαλονίκη, συγκαταλέγεται στους κορυφαίους ζωγράφους της Παλαιολόγειας Αναγέννησης, αλλά διακρίνεται για το προσωπικό καλλιτεχνικό ύφος στον σχεδιασμό των μορφών. Άφησε την υπογραφή του στην τοιχογράφηση του ναού του Χριστού στη Βέροια (1315), όπου στην επιγραφή σημειώνει με υπερηφάνεια ότι είναι «όλης Θετταλίας (δηλαδή της Μακεδονίας) άριστος ζωγράφος». Στον Καλλιέργη αποδίδονται και οι τοιχογραφίες του ναού των Ταξιαρχών στη Θεσσαλονίκη και φορητές εικόνες που βρίσκονται στην αγιορείτικη μονή του Βατοπεδίου και στην Πινακοθήκη της Αχρίδας.
Πορτρέτο αγίου από το ναό του Χριστού στη Βέροια που φιλοτέχνησε ο Θεσσαλονικεύς ζωγράφος Γεώργιος Καλλιέργης το 1315
Τα πολλά ζωγραφικά εργαστήρια και οι καλλιτεχνικές ομάδες της Θεσσαλονίκης, που δραστηριοποιούνται την τελευταία δεκαετία του 13ου αιώνα και την πρώτη τριακονταετία του 14ου αιώνα για τη διακόσμηση πολλών ναών της Μακεδονίας και της Σερβίας, υποδηλώνουν την ύπαρξη πολλών σημαντικών ανώνυμων ζωγράφων, που δεν ευτύχησαν να διατηρηθεί το όνομά τους στην καλλιτεχνική ιστορία της πόλης και της ευρύτερης περιοχής της.
Χρίστος Ζαφείρης
*Κείμενο και φωτογραφίες από το βιβλίο του Χρίστου Ζαφείρη «Η Θεσσαλονίκη των Βυζαντινών» , εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2023
This piece was both insightful and easy to understand. Well done!