Η πιο λαμπρή εποχή της βυζαντινής τέχνης θεωρείται ο 14ος αιώνας, που χαρακτηρίζεται και ως ο “χρυσός αιώνας της Θεσσαλονίκης”. Ήταν μια εποχή ακμής στην τέχνη και τα γράμματα και ιδίως στα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες πού έφτασαν από αισθητικής πλευράς σε τελειότητα. Παρουσιάζουμε εδώ τη δεύτερη ενότητα των μνημείων της UNESCO, που χτίστηκαν κατά τη βυζαντινή περίοδο.
Στους λεγόμενους “σκοτεινούς” αιώνες, στην πρώιμη βυζαντινή εποχή, η Θεσσαλονίκη κλυδωνίζεται από εχθρικές επιδρομές (Σλάβοι, Άβαροι, Σαρακηνοί) και τις έριδες της εικονομαχίας. Ωστόσο, η πόλη σημειώνει ανοδική πορεία στην οικονομική και πνευματική ζωή και συνεχίζει στην πράξη να παίζει το ρόλο της συμβασιλεύουσας στην βυζαντινή αυτοκρατορία. Την ίδια περίοδο η Θεσσαλονίκη με το ιεραποστολικό έργο των αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου συμβάλλει στον εκχριστιανισμό των Σλάβων. Αντιπροσωπευτικό μνημείο αυτής της εποχής, του 7ου αιώνα, είναι η εκκλησία της Αγίας Σοφίας.
Η Αγία Σοφία
Ο ναός της του Θεού Σοφίας, γνωστή ως εκκλησία της Αγίας Σοφίας, είναι ένα από τα σημαντικότερα χριστιανικά μνημεία, όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και ολόκληρου του χριστιανικού κόσμου. Χτίστηκε στα τέλη του 7ου αιώνα πάνω στα ερείπια μιας μεγάλης παλαιοχριστιανικής πεντάκλιτης βασιλικής η οποία καταστράφηκε στο μεγάλο σεισμό του 620 που έπληξε τη Θεσσαλονίκη. Αυτός ο σεισμός άλλαξε πολεοδομικά την πόλη και στάθηκε η αφετηρία των μεγάλων κοσμογονικών αλλαγών. Από δω και πέρα η παλαιοχριστιανική Θεσσαλονίκη αποκόπτεται από την επιρροή της Ρώμης και μεταβάλλεται σε βυζαντινή πόλη με άμεσες επιδράσεις από την Κωνσταντινούπολη. Ένα από τα πρώτα μνημεία που τονίζουν αυτήν την αλλαγή είναι και ο ναός της του Θεού Σοφίας, που μιμείται τον διάσημο ομώνυμο ναό της Κωνσταντινούπολης. Η «Μεγάλη εκκλησία», όπως ονόμαζαν την Αγία Σοφία οι Θεσσαλονικείς, ήταν ο μητροπολιτικός ναός της «συμβασιλεύουσας» πόλης ως τον 16ο αιώνα που μετατράπηκε σε τζαμί.
Ο μεγάλος αυτός σταυροειδής ναός είναι ο πρώτος με τρούλο στη Θεσσαλονίκη. Οι κίονες και τα κιονόκρανα που σώζονται στην εκκλησία είναι του 5ου-6ου αιώνα και προέρχονται από κάποιο παλαιότερο μνημείο της πόλης. Ο μονολιθικός άμβωνας του 5ου αιώνα που υπήρχε στην Αγία Σοφία ως το 1905 μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και φυλάσσεται στο αρχαιολογικό μουσείο της.
Τα ψηφιδωτά και οι τοιχογραφίες του ναού ανήκουν σε τέσσερις διαφορετικές εποχές. Στην καμάρα του ιερού βήματος διατηρούνται τα παλιότερα ψηφιδωτά. Ανήκουν στον 8ο αιώνα, στην περίοδο της Εικονομαχίας, όταν απαγορεύτηκε στη βυζαντινή αυτοκρατορία η ζωγραφική παράσταση θρησκευτικών μορφών. Της ίδιας εποχής είναι και ο μεγάλος σταυρός μέσα σε έναστρο κύκλο και τα μονογράμματα του βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΣΤ΄ (780-788), της μητέρας του Ειρήνης της Αθηναίας και του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Θεόφιλου. Στην κόγχη του ιερού σώζεται η ψηφιδωτή ένθρονη Θεοτόκος που χρονολογείται πιθανώς στον 12ο αιώνα, η οποία αντικατέστησε μια παλιότερη ψηφιδωτή παράσταση με σταυρό.
Ο τεράστιος θόλος της Αγίας Σοφίας καλύπτεται από τη μεγαλειώδη ψηφιδωτή σύνθεση με θέμα την Ανάληψη του Χριστού, που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα έργα ολόκληρης της βυζαντινής τέχνης. Η θαυμάσια αυτή παράσταση φιλοτεχνήθηκε στο τέλος του 9ου αιώνα και αποτελεί το κορυφαίο δείγμα της λεγόμενης αναγέννησης της αυτοκρατορικής δυναστείας των Μακεδόνων. Στο κέντρο του τρούλου, μέσα σε δόξα, παριστάνεται ο Χριστός καθισμένος σε ουράνιο τόξο, ενώ γύρω του εικονίζονται η Παναγία με υψωμένα χέρια σε στάση δέησης και οι Απόστολοι του Χριστού σκαρφαλωμένοι σε βράχους του Όρους των Ελαιών. Η παράσταση είναι δοσμένη με δεξιοτεχνία, συναρπάζει με τη χρωματική μαγεία και τη ζωντάνια των ανθρώπινων μορφών που δίνονται με ρεαλιστικά χαρακτηριστικά, αποτέλεσμα του γόνιμου κλασικισμού που αναπτύχθηκε κατά τα χρόνια της αυτοκρατορικής δυναστείας των Μακεδόνων στη βυζαντινή τέχνη.
Λεπτομέρεια από τον τρούλο της Αγίας Σοφίας.
Οι τοιχογραφίες που έγιναν τον 11ο αιώνα στους τοίχους και τα παράθυρα του εξωνάρθηκα της Αγίας Σοφίας εικονίζουν μοναχούς και τοπικούς αγίους όπως την Αγία Θεοδώρα την εν Θεσσαλονίκη. Στην Αγία Σοφία υπήρχαν τάφοι πολλών μητροπολιτών και άλλων εκκλησιαστικών προσώπων, όπως του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, λόγιου μητροπολίτη της Θεσσαλονίκης τον 14ο αιώνα. Ένα τέτοιο τοιχογραφημένο ταφικό μνημείο του 12ου αιώνα, που αποδίδεται στον λόγιο μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ευστάθιο, αποκαλύφθηκε κατά τις εργασίες αναστήλωσης του ναού μετά τους σεισμούς του 1978.
Στην πυρκαγιά του 1890 η εκκλησία έπαθε μεγάλες καταστροφές και στις αρχές του 20ού αιώνα οι Τούρκοι την επισκεύασαν με την επίβλεψη του ονομαστού Γάλλου βυζαντινολόγου Καρόλου Ντιλ και την τοιχογράφησαν με το φυτικό διάκοσμο που διατηρείται έως σήμερα. Μετά από 330 χρόνια μουσουλμανικής χρήσης ο μεγάλος ναός της πόλης αποδόθηκε το 1912 στη χριστιανική λατρεία. Στους σεισμούς του 1978 το μνημείο έπαθε μεγάλες ζημιές που αποκαταστάθηκαν αριστοτεχνικά από την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Άθλος θεωρήθηκε η αποκόλληση και εν συνεχεία η στερέωση και συντήρηση του μεγάλου ψηφιδωτού του τρούλου, που έγινε με παραδοσιακές μεθόδους από ΄Ελληνες τεχνίτες.
Η εποχή της “Μακεδονικής Αναγέννησης”
Στα χρόνια της Μακεδονικής Δυναστείας στη βυζαντινή αυτοκρατορία, τον 10ο και τον 11ο αιώνα, παρατηρείται στη Θεσσαλονίκη η λεγόμενη Μακεδονική Αναγέννηση με κύρια χαρακτηριστικά την αναβίωση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και την άνθηση των τεχνών, ιδιαίτερα των εικονογραφημένων χειρογράφων. Κυριότεροι εκπρόσωποι από τους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής είναι ο Μιχαήλ Χούμνος και ο Ευστάθιος Κατάφλωρος, που διατέλεσαν και μητροπολίτες της Θεσσαλονίκης. Από αυτήν την εποχή σώζονται στη Θεσσαλονίκη τα ψηφιδωτά της Αγίας Σοφίας και η εκκλησία της Παναγίας των Χαλκέων.
Την περίοδο αυτή η Θεσσαλονίκη αλώθηκε και καταστράφηκε τρεις φορές, από τους Σαρακηνούς το 904, από τους Νορμανδούς το 1185 και από τους Φράγκους Σταυροφόρους το 1204. Στον πολιτικό και στρατιωτικό τομέα κυριαρχούν οι προσωπικότητες των αυτοκρατόρων Ιωάννη Τσιμισκή και Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου και ο πολυετής αγώνας τους κατά των Βουλγάρων.
Η Παναγία των Χαλκέων
Η Παναγία των Χαλκέων, γνωστή ως «Κόκκινη εκκλησία» από το χρώμα των τούβλων της, ανεγέρθηκε στη περιοχή, νότια της Αρχαίας Αγοράς, όπου υπήρχαν από την Βυζαντινή εποχή εργαστήρια και καταστήματα χάλκινων ειδών. Χτίστηκε το 1028 από τον πρωτοσπαθάριο (αξιωματούχο της βασιλικής αυλής) Λογουβαρδίας Χριστόφορο, σε μια περίοδο ειρήνης και ακμής της πόλης και της βυζαντινής αυτοκρατορίας, μετά τις νίκες του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ κατά των Βουλγάρων. Ο τάφος του δωρητή βρίσκεται στο βόρειο τοίχο μέσα στο ναό. Σύμφωνα με την επιγραφή, η εκκλησία χτίστηκε σε «πριν βέβηλο τόπο», όπου οι αρχαιολόγοι τοποθετούν τη Χαλκευτική στοά της Ρωμαϊκής αγοράς, που είχε πολλά εργαστήρια χαλκωματάδων.
Η εκκλησία είναι βυζαντινό κομψοτέχνημα, πλινθόκτιστη με τρεις τρούλους και ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο των σταυροειδών ναών με τρούλο. Από την αγιογράφησή της που έγινε σε μια περίοδο ακμής της ζωγραφικής στην πόλη, σώθηκαν αρκετές παραστάσεις που δεν διατηρήθηκαν σε καλή κατάσταση. Τον 14ο αιώνα η εκκλησία τοιχογραφήθηκε ξανά. Από αυτήν την περίοδο διασώζονται μερικές συνθέσεις στον δυτικό τοίχο, όπως ο Ακάθιστος Ύμνος. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας μετατράπηκε σε τζαμί με το όνομα Καζαντζιλάρ τζαμί (τζαμί των Χαλκωματάδων). Η συνέχεια της επαγγελματικής παράδοσης επεξεργασίας και πώλησης χάλκινων ειδών στην περιοχή διατηρείται ως τις μέρες μας.
Ο “χρυσός αιώνας” της Θεσσαλονίκης
Ο 14ος αιώνας, η περίοδος της αυτοκρατορικής δυναστείας των Παλαιολόγων, θεωρείται ο “Χρυσός αιώνας” της Θεσσαλονίκης που συμπίπτει με την “παλαιολόγεια αναγέννηση” στο Βυζάντιο. Ήταν μια εποχή ακμής στην οποία οι ιδέες του ανθρωπισμού και της κλασικής παιδείας επηρέασαν σημαντικά την τέχνη και τα γράμματα και τους λόγιους της εποχής. Η εκκλησιαστική τέχνη, κυρίως στα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες, έφτασε από αισθητικής πλευράς σε τελειότητα και έδωσε πολλά αριστουργήματα.
Πρότυπο της Παλαιολόγειας τέχνης στην Κωνσταντινούπολη είναι τα ψηφιδωτά της βυζαντινής εκκλησίας της Μονής της Χώρας (Καχριέ Τζαμί). Η πνευματική και καλλιτεχνική ακμή της Θεσσαλονίκης αντικατοπτρίζεται στα μνημεία της. Υποδείγματα αυτής της εποχής και τέχνης είναι τα ψηφιδωτά του ναού των Αγίων Αποστόλων και οι τοιχογραφίες της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου του Ορφανού.
Ανάμεσα στους σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους αυτής της περιόδου συγκαταλέγονται ο Νικηφόρος Χούμνος, ο Γρηγόριος Παλαμάς, ο Ματθαίος Βλάσταρης, ο Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος και ο Νικόλαος Καβάσιλας.
Ναός Αγίων Αποστόλων
Η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων είναι ένα από τα λαμπρότερα μνημεία της εποχής των Παλαιολόγων σε ολόκληρη τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Χτίστηκε από τον οικουμενικό πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη Νήφωνα Α΄ στα 1310-1314, όπως βεβαιώνουν επιγραφές της εκκλησίας. Η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, που ήταν καθολικό (κεντρική εκκλησία) μοναστηριού, είναι ένα από τα καλύτερα αρχιτεκτονικά δείγματα της παλαιολόγειας τέχνης με τις αρμονικές αναλογίες και τον πλούσιο κεραμοπλαστικό διάκοσμο στους τοίχους. Ως προς τον αρχιτεκτονικό τύπο, η εκκλησία είναι σταυροειδής με πέντε τρούλους, στοά και εξωνάρθηκα.
Η εκκλησία ήταν κατάγραφη με λαμπρά ψηφιδωτά και τοιχογραφίες που σήμερα σώζονται αποσπασματικά, καθώς ο χρυσός κάμπος των ψηφιδωτών καταστράφηκε από τους Τούρκους όταν η εκκλησία μετατράπηκε σε τζαμί (την περίοδο 1520-1530). Θεωρούνται ως αριστουργήματα της τέχνης των Παλαιολόγων και έχουν στενή σχέση με την τέχνη της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη. Οι ψηφιδωτές παραστάσεις βρίσκονται στον τρούλο και τις καμάρες με βασικά θέματα από το Δωδεκάορτο (Γέννηση, Βάπτιση, Ανάσταση του Χριστού κ.λπ.). Είναι φιλοτεχνημένες με ευαισθησία και άριστη τεχνική που αποδίδουν εκφραστικότητα και δραματικότητα στα πρόσωπα. Ανάλογης υψηλής τέχνης είναι και οι τοιχογραφίες που απλώνονται σε όλους σχεδόν τους τοίχους της εκκλησίας. Αξιοθέατη είναι η σπάνια παράσταση της Ρίζας του Ιεσσαί, στη νότια στοά του ναού. Οι τοιχογραφίες χρονολογούνται στα τέλη της δεύτερης δεκαετίας του 14ου αιώνα.
Άγιος Νικόλαος ο Ορφανός
Ο ναός του Αγίου Νικολάου του Ορφανού ή των Ορφανών αποτελεί μουσείο της λαμπρής παλαιολόγειας ζωγραφικής στη Θεσσαλονίκη, μια και διατηρεί ολόκληρη και αλώβητη την πλούσια εικονογράφησή της. Η εκκλησία, μια στενή αίθουσα με σαμαρωτή στέγη, ήταν καθολικό (κεντρικός ναός) μοναστηριού που ιδρύθηκε στη δεύτερη δεκαετία του 14ου αιώνα (1310-1320) από τον κράλη της Σερβίας Στέφαν Μιλούτιν, ο οποίος είχε στενές σχέσεις αυτή την εποχή με τη Θεσσαλονίκη. Ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος είχε δώσει ως σύζυγο στον Μιλούτιν την πεντάχρονη (!) κόρη του Σιμωνίδα στην προσπάθειά του να σταματήσει διπλωματικά την προέλαση των Σέρβων προς τη Θεσσαλονίκη.
Στη μικρή εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Ορφανού εντυπωσιάζει το πλούσιο εικονογραφικό πρόγραμμα που ακολουθεί το καθιερωμένο στη βυζαντινή θρησκευτική ζωγραφική σύστημα με ζώνες. Η εκκλησία αγιογραφήθηκε στη δεκαετία του 1310 από μεγάλο καλλιτέχνη που δούλεψε και σε άλλα μνημεία της Θεσσαλονίκης και της ευρύτερης Μακεδονίας. Η αγιογράφηση με θέματα του Ευαγγελίου και του βίου του Χριστού απλώνεται σε συνεχείς ζώνες σε όλους τους τοίχους. Στο βόρειο, νότιο και δυτικό παριστάνονται τα Πάθη, ενώ σε ψηλότερη ζώνη εικονίζεται το Δωδεκάορτο, δηλαδή δώδεκα συνθέσεις δογματικού περιεχομένου που αναφέρονται στους βασικούς σταθμούς της ζωής του Χριστού και της χριστιανικής πίστης. Στο νάρθηκα ιστορούνται σκηνές από το βίο του Αγίου Νικολάου. Εκτός από τις ζωγραφικές συνθέσεις του Ευαγγελίου υπάρχουν και θέματα εμπνευσμένα από χριστιανικά ποιητικά ή συμβολικά κείμενα, όπως ο Ακάθιστος Ύμνος.
Ο ζωγράφος του Αγίου Νικολάου του Ορφανού έχει συνθετική δύναμη, χρωματική ευαισθησία και δεξιοτεχνία στο πλάσιμο των μορφών. Το έργο αυτό είναι από τα σημαντικότερα ζωγραφικά σύνολα της βυζαντινής τέχνης και δίνει την εικόνα της ακμής στην οποία έφτασε η ζωγραφική στις αρχές του 14ου αιώνα στη Θεσσαλονίκη.
Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Ορφανού είναι μετόχι της πατριαρχικής μονής Βλατάδων της Θεσσαλονίκης που ανήκει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.
Το παρεκκλήσι του Αγίου Ευθυμίου
Στο παρεκκλήσι του Αγίου Ευθυμίου, μια μικρή τρίκλιτη βασιλική, που είναι ενσωματωμένη στη ΝΑ πλευρά του ναού του Αγίου Δημητρίου, διατηρούνται θαυμάσια δείγματα της παλαιολόγειας ζωγραφικής, που εντυπωσιάζουν για το ύφος των μορφών, τη χρήση του χρώματος και τη ζωγραφική δεινότητα. Η τοιχογράφηση έγινε το 1303 και αποδίδεται στο μεγάλο ζωγράφο Μανουήλ Πανσέληνο και το εργαστήρι του, που εργάστηκε και στην εκκλησία του Πρωτάτου στις Καρυές του Αγίου Όρους. Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή, το παρεκκλήσι τοιχογραφήθηκε με δαπάνες του πρωτοστάτορα (αξιωματούχου της αυτοκρατορικής αυλής) Μιχαήλ Δούκα Γλαβά Ταρχανιώτη.
Η Αγία Αικατερίνη
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν άλλα δύο μνημεία της ίδιας εποχής, η εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης στην Άνω Πόλη και ο μικρός ναός του Σωτήρος Χριστού κοντά στην Καμάρα. Η εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης χτίστηκε γύρω στις αρχές του 14ου αιώνα (από τα τέλη του 13ου ως την τρίτη δεκαετία του 14ου αιώνα) και ανήκει αρχιτεκτονικά στην κατηγορία των τετρακιόνιων ναών με τρούλο. Εξωτερικά ο ναός έχει πλούσιο κεραμοπλαστικό διάκοσμο και ποικιλία αρχιτεκτονικών μορφών που τον κάνουν ένα κομψοτέχνημα με ανθρώπινα μέτρα.
Κάτω από τους σοβάδες, κατά την αναστήλωση της εκκλησίας αποκαλύφθηκαν ελάχιστες αλλά θαυμάσιες τοιχογραφίες που χρονολογούνται στα 1315 και αντιπροσωπεύουν την ώριμη φάση της παλαιολόγειας τέχνης στη Θεσσαλονίκη. Αξιοπρόσεκτη είναι η παράσταση της θεραπείας των τυφλών όπου Απόστολοι και άρρωστοι απεικονίζονται με ρεαλιστικά φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά. Οι λίγες τοιχογραφίες της Αγίας Αικατερίνης μαρτυρούν την πλούσια καλλιτεχνική παραγωγή της Θεσσαλονίκης τον 14ο αιώνα, τη λαμπρότερη καλλιτεχνική περίοδο της πόλης.
Ο ναός του Σωτήρα
Ο μικρός βυζαντινός ναός του Σωτήρα με τον κεκλιμένο τρούλο του, κοντά στην Καμάρα χτίστηκε στα μέσα του 14ου αιώνα και χρησιμοποιήθηκε ως ταφικό παρεκκλήσι για δύο αταύτιστα σημαντικά πρόσωπα του Βυζαντίου. Κατά τις επισκευές της εκκλησίας μετά τους σεισμούς του 1978, αποκαλύφθηκαν στον τρούλο σπάνιες τοιχογραφίες με παραστάσεις της Ανάληψης του Χριστού, της Θείας Λειτουργίας και των Προφητών, που χρονολογούνται στην εικοσαετία 1350-1370, στα χρόνια μετά την καταστολή της επανάστασης των Ζηλωτών, του λαϊκού κινήματος στη Θεσσαλονίκη που ζητούσε πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις.
Μονή Βλατάδων
Από τα πολλά βυζαντινά μοναστήρια που ιδρύθηκαν στη Θεσσαλονίκη συνεχίζει να λειτουργεί έως σήμερα μόνο ένα, η Πατριαρχική Μονή Βλατάδων στην Άνω Πόλη, ενώ άλλες δύο εκκλησίες της πόλης , του Αγίου Παντελεήμονα και του Προφήτη Ηλία ήταν καθολικά (κεντρικοί ναοί) μοναστηριών.
Η πατριαρχική μονή Βλατάδων ιδρύθηκε τον 14ο αιώνα κι ως σήμερα διατηρεί τα πατριαρχικά της προνόμια. Πήρε το όνομά της από τους ιδρυτές της που ήταν οι αδελφοί Δωρόθεος και Μάρκος Βλατής (Βλατάδες), οπαδοί του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης και πρωτεργάτη του ησυχασμού Γρηγορίου Παλαμά. Το καθολικό της μονής, που τιμάται στο όνομα της Μεταμόρφωσης του Χριστού, είναι χτισμένο πάνω σε τοίχους παλαιότερης εκκλησίας που τους ενσωματώνει. Νεότερες επισκευές του 1801 και του 1907 έχουν αλλοιώσει την αρχική βυζαντινή μορφή του σταυροειδούς ναού με τρούλο.
Οι τοιχογραφίες που αποκαλύφθηκαν στις εργασίες αναστήλωσης μετά τους σεισμούς του 1978 είναι σημαντικές, αν και έχουν σφυροκοπηθεί κατά την Τουρκοκρατία για να πιάσει ο σοβάς με τον οποίο καλύφθηκαν. Είναι όμως εξαιρετικής ποιότητας και χρονολογούνται στην περίοδο 1360-1380.Το σκευοφυλάκιο της μονής στεγάζει συλλογές φορητών εικόνων, χειρογράφων και παλαίτυπων βιβλίων, που χρονολογούνται από τον 12ο έως τον 19ο αιώνα.
Το παρακείμενο σύγχρονο κτήριο, που ιδρύθηκε το 1968, στεγάζει το Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, χώρο έρευνας και αρχείου μικροφίλμ όλων των εικονογραφημένων χειρογράφων από τις μονές του Αγίου Όρους.
Ο Προφήτης Ηλίας
Η εκκλησία του Προφήτη Ηλία, χτισμένη πάνω σε ένα «μπαλκόνι» με εξαίρετη θέα, θεωρείται ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα της περίτεχνης αρχιτεκτονικής της εποχής των Παλαιολόγων. Αρκετοί ερευνητές ταυτίζουν την εκκλησία με το καθολικό της Νέας Μονής που ιδρύθηκε στο τέλος του 14ου αιώνα ή της μονής Ακαπνίου, ένα σημαντικό μοναστήρι του 14ου αιώνα στη Θεσσαλονίκη. Το σημερινό όνομα της εκκλησίας είναι νεότερο και ίσως να είναι παρετυμολογία του τουρκικού ονόματος «Σαραϊλί» που ονομαζόταν η βυζαντινή εκκλησία ως τζαμί στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ο ναός χρονολογείται το 1360-1370 και είναι επιβλητικός με τον όγκο του αλλά και με τον περίτεχνο τρούλο του, που τονίζονται με τον κεραμοπλαστικό διάκοσμο.
Αρχιτεκτονικό πρότυπο του Προφήτη Ηλία είναι οι μοναστηριακές εκκλησίες του Αγίου Όρους που έχουν δύο ευρύχωρες πλάγιες κόγχες, τους «χορούς», όπου στέκονται οι πολυμελείς ομάδες ιεροψαλτών, καθώς και ένα μεγάλο νάρθηκα, τη «λητή». Από τη ζωγραφική διακόσμηση σώθηκαν λίγες και όχι καλά διατηρημένες τοιχογραφίες στο νάρθηκα, στα παράθυρα των «χορών» και στα παρεκκλήσια. Έχουν όλες τις αρετές της παλαιολόγειας ζωγραφικής και χρονολογούνται στη δεκαετία 1360-1370. Η εκκλησία, που είχε μετατραπεί και αυτή σε τζαμί ως το 1912, αναστηλώθηκε στη δεκαετία του 1950 από τον βυζαντινολόγο καθηγητή Στυλιανό Πελεκανίδη.
Ο Άγιος Παντελεήμονας
Η εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα, που υπήρξε καθολικό (κεντρικός ναός) της βυζαντινής μονής της Περιβλέπτου ή του Ισαάκ, όπου μόνασαν ο λόγιος μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ισαάκ, στις αρχές του 14ου αιώνα, και λαμπρές πνευματικές φυσιογνωμίες της πόλης, όπως ο Θωμάς Μάγιστρος και ο Ματθαίος Βλάσταρης. Οι μελετητές αρχαιολόγοι δεν συμφωνούν στο χρόνο ανέγερσης της εκκλησίας, που τοποθετείται πιθανότατα στην πρώιμη Παλαιολόγεια περίοδο, από το τέλος του 13ου ως το πρώτο τέταρτο του 14ου αιώνα.
Στην τουρκοκρατία η εκκλησία μετατράπηκε σε τζαμί, αλλά το όνομά της διατηρήθηκε ως «Ισαακιέ τζαμί». Το σημερινό όνομα της εκκλησίας οφείλεται σε ομώνυμο γειτονικό παρεκκλήσι που έχει καταστραφεί. Οι κίονες και τα κιονόκρανα στο εσωτερικό της προέρχονται από παλιότερα κτήρια, μεταξύ των οποίων ένα κιονόκρανο που ανήκει στον 6ο αιώνα. Στο Ιερό Βήμα σώζονται λίγες τοιχογραφίες που χρονολογούνται στο τέλος του 13ου αιώνα και αρχές του 14ου αιώνα. Οι τοιχογραφίες στο νάρθηκα της εκκλησίας χρονολογούνται στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Η εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα έπαθε σοβαρές ζημιές από τους σεισμούς του 1978, αλλά αποκαταστάθηκε υποδειγματικά μετά από πολλά χρόνια αναστηλωτικών εργασιών.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας όλες οι βυζαντινές εκκλησιές της Θεσσαλονίκης μετατράπηκαν σε τζαμιά και στο χώρο τους υψώθηκαν μιναρέδες. Κατά τη μετατροπή τους σε μουσουλμανικά τεμένη καταστράφηκαν οι τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά από το σφυροκόπημα των επιφανειών για να κρατηθεί ο σοβάς που κάλυψε τον εσωτερικό διάκοσμο. Μετά την απελευθέρωση το 1912 όλοι οι παλαιοχριστιανικοί και βυζαντινοί ναοί επανήλθαν σταδιακά στη χριστιανική λατρεία. Στους σεισμούς του 1978 τα βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης έπαθαν σοβαρές ζημιές. Όμως η πολιτεία και η αρχαιολογική υπηρεσία τα αποκατέστησαν με ευαισθησία και τεχνική αρτιότητα. Τα βυζαντινά μνημεία, οι θησαυροί της Ουνέσκο, ενταγμένα στην παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά, συνεχίζουν να υμνούν το θεό τους, να διαλαλούν το μεγαλείο της χριστιανικής τέχνης και τη βυζαντινή συμβασιλεύουσα, τη Θεσσαλονίκη.
[Η παρουσίαση των μνημείων της UNESCO στη Θεσσαλονίκη θα ολοκληρωθεί με την τρίτη ενότητα που αναφέρεται στα τείχη και τους πύργου τους και θα αναρτηθεί αργότερα. Η πρώτη ενότητα αναφέρεται στα Παλαιοχριστιανικά μνημεία της UNESCO, δες τη σχετική ανάρτηση: “Θεσσαλονίκη, τα μνημεία της UNESCO, 1.Παλαιοχριστιανικά”].
Χ.ΖΑΦ.
* Το κείμενο είναι αναπτυγμένη μορφή του σεναρίου του Χρίστου Ζαφείρη για την ταινία” Οι θησαυροί της UNESCO”, παραγωγή της Πολιτιστικής Εταιρείας Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος (ΠΕΕΒΕ), 2014. *Η αναδημοσίευσή του επιτρέπεται με τους όρους της δεοντολογίας, την αναγραφή του ονόματος του συντάκτη και του ιστότοπου.
* Οι φωτογραφίες με εξωτερικές όψεις των μνημείων είναι του Γιάννη Ζαρζώνη. Παραχωρήθηκαν ειδικά για αυτό το ιστολόγιο και δεν επιτρέπεται η αναπαραγωγή τους χωρίς την έγγραφη άδεια του φωτογράφου.
* Δείτε το τρέιλερ (εισαγωγή-συντελεστές) της ταινίας “Οι θησαυροί της UNESCO”, παραγωγή της ΠΕΕΒΕ.