[Το παρακάτω κείμενο διαβάστηκε από τον συντάκτη του Χρίστο Ζαφείρη στην παρουσίαση του βιβλίου-δίσκου ‘’Επιτάφιος’’ των Γιάννη Ρίτσου-Μίκη Θεοδωράκη, με ερμηνευτές τον Παναγιώτη Καραδημήτρη (φωνή) και τον Μιχαηλάγγελο Τουμανίδη (κλασική κιθάρα), που έγινε στον Ιανό της Θεσσαλονίκης στις 17 Απριλίου 2018].
‘’Η νέα εξαιρετική ερμηνεία του Επιτάφιου από δυο νέους καταξιωμένους καλλιτέχνες, τον Παναγιώτη Καραδημήτρη και τον Μιχαηλάγγελο Τουμανίδη, που εκδόθηκε από τον Ιανό, μας δίνει την ευκαιρία να θυμηθούμε την γέννηση και την αδιάκοπη πορεία του σπουδαίου μουσικοποιητικού μνημείου της νεοελληνικής τέχνης. Ο Επιτάφιος έχει ταυτιστεί με τους κοινωνικούς αγώνες και το αγωνιστικό πνεύμα της Θεσσαλονίκης. Αλλά το ιστορικό γεγονός της παλλαϊκής απεργιακής κινητοποίησης του Μάη του ’36, με τους 12 νεκρούς και δεκάδες τραυματίες, πήρε διαστάσεις θρύλου με τον ποιητικό και μουσικό ύμνο της από εμπνευσμένους δημιουργούς, τον μεγάλο μας ποιητή Γιάννη Ρίτσο και τον διασημότερο συνθέτη της νεοελληνικής μουσικής, τον Μίκη Θεοδωράκη.
Γιάννης Ρίτσος, ο ποιητής, Μίκης Θεοδωράκης ο συνθέτης του ”Επιτάφιου”
Τι είναι όμως αυτό που κρατάει ζωντανό, στιλπνό και άφθαρτο, κτήμα ες αεί της λαϊκής ψυχής τον Επιτάφιο, εδώ και 82 χρόνια από την ποιητική σύνθεσή του από τον Γιάννη Ρίτσο και πάνω από μισό αιώνα από τη μουσική έμπνευση του Μίκη Θεοδωράκη; Με ένα αδρό περίγραμμα θα προσεγγίσουμε τα αίτια και τα κίνητρα του λαϊκού θαυμασμού, της αθανασίας του και της ένταξής του στα μεγάλα πνευματικά έργα του ελληνισμού.
‘’ Θεσσαλονίκη, Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσίς του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών – των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει τον θρήνο της..’’. Έτσι ξεκινά η ποιητική σύνθεση ”Επιτάφιος” του Γιάννη Ρίτσου, ο οποίος αποτελείται από είκοσι ποιήματα που γράφτηκαν σχεδόν εν θερμώ λίγες μέρες μετά την σύγκορμη συγκίνηση που ένιωσε βλέποντας τη φωτογραφία με τον θρήνο της μάνας δημοσιευμένη στην εφημερίδα ‘’Ριζοσπάστης’’. Ο ποιητής ήταν τότε μόλις 28 χρόνων. Ο Επιτάφιος είναι γραμμένος σε δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους ανά δύο στίχους, που έχουν την εκφραστική εικονογραφία του θρήνου και δραματική ένταση. Το ποίημα ένωσε τον ορθόδοξο Επιτάφιο Θρήνο, ‘’ω γλυκύ μου έαρ, που έδυ σοι το κάλλος’’ και τη θρηνητική βυζαντινή παράδοση του Ρωμανού του Μελωδού με την πολιτική ιστορία της Ελλάδας, με έναν τρόπο πιο καινοτόμο απ’ αυτόν του ομοϊδεάτη του Κώστα Βάρναλη στο ποίημά του ”Η Μάννα του Χριστού”. Ο Επιτάφιος ποιητικά συνδυάζει και συναιρεί, στην έμπνευσή του, στο γλωσσικό όργανο και τη μορφή του στίχου, τη δημοτική ποιητική παράδοση, τα αριστουργήματα της κρητικής σχολής, τον Ερωτόκριτο και την Ερωφίλη και τον πατριάρχη ποιητή του έντεχνου δεκαπεντασύλλαβου Κωστή Παλαμά. Ο Ρίτσος με τον Επιτάφιο έκανε την ποιητική τομή στη γενιά του 1930 απέναντι στο κυρίαρχο πνεύμα του πεισιθάνατου καρυωτακισμού, μετατρέποντας σε αναστάσιμο και παλλαϊκό ύμνο το μοιρολόγι, αλλά και προασπίζοντας συνάμα τη θέση της αριστερής διανόησης πάνω στο θέμα ‘’παράδοση-ελληνικότητα’’. Η θερμή λαϊκή αποδοχή του Επιτάφιου και η καθολική αναγνώριση του Ρίτσου, από τους ομοτέχνους του και την κριτική, αποτυπώνεται ανάγλυφα στον υμνητικό χαιρετισμό του Παλαμά προς τον δημιουργό του Επιτάφιου: ‘’παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις’’.
Η ποιητική συλλογή τυπώθηκε τον Ιούνιο του 1936 σε 10.000 αντίτυπα (εντυπωσιακό τιράζ για την εποχή του) από τον Ριζοσπάστη με τίτλο ‘’Ο Επιτάφιος, τραγούδια για το μακελειό της Θεσσαλονίκης’’.. Το βιβλίο έγινε ανάρπαστο, πρωτόφαντο γεγονός εκείνη την εποχή για συλλογή ποιημάτων. Τα λίγα αντίτυπα που έμειναν στα ράφια των βιβλιοπωλείων τα έκαψε ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς το 1938 μαζί με χιλιάδες άλλα βιβλία στην Αθήνα, στην επιχείρηση εθνικής και ιδεολογικής κάθαρσης του δικτατορικού καθεστώτος.
Οι πρώτες ιστορικές ηχογραφήσεις
Μεσολάβησε μια εικοσαετία, τα δύσκολα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας, της πολεμικής δεκαετίας και του ψυχρού πολέμου, ώσπου το 1956 ο Επιτάφιος να επανεκδοθεί από τον Κέδρο. Τότε ο Ρίτσος έστειλε ένα αντίτυπο στον Θεοδωράκη που σπούδαζε στο Παρίσι με την σημείωση. ‘’Το βιβλίο τούτο κάηκε από τον Μεταξά το 1938 κάτω από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός’’. Ο Μίκης συγκινήθηκε από την πρωτοτυπία και την ποιητική δυναμική του. Από τα 20 ποιήματα μελοποίησε σχεδόν μονοκοπανιά 8 τραγούδια, αυτά που έχει και το CD του Ιανού, και τα στέλνει στην Αθήνα: στον ποιητή, τον Μάνο Χατζιδάκι και σε ένα παιδικό του φίλο (Βύρωνα Σάμιο) με σκοπό να γραφούν σε δίσκο. Η ενορχήστρωση γίνεται από τον Μάνο Χατζηδάκι που ήταν γοητευμένος από τη μελοποιημένη ποίηση αλλά και την συγκεκριμένη σύνθεση του Μίκη. Αλλά ο δίσκος του Μάνου, με ερμηνεύτρια τη Νάνα Μούσχουρη και εξώφυλλο του Γιάννη Μόραλη, δεν άρεσε ούτε στον Ρίτσο, ούτε στον Θεοδωράκη, γιατί, όπως τόνιζαν, η χατζηδακική ενορχήστρωση έδινε περισσότερο βάρος στον λυρικό χαρακτήρα του έργου. Γι’ αυτό ο Μίκης, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, έκανε νέα εγγραφή τον Αύγουστο του 1960 στο στούντιο της Columbia με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και την Καίτη Θύμη και σολίστ στο μπουζούκι τον Μανώλη Χιώτη. Ο ”Επιτάφιος” σε διεύθυνση του ίδιου του Θεοδωράκη κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο σε δίσκους 45 και 33 στροφών, αλλάζοντας κυριολεκτικά το τοπίο του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού.
Μανώλης Χιώτης, Μίκης Θεοδωράκης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Ωστόσο, παρά την επιτυχία και τη μεγάλη απήχηση στον κόσμο, ο Επιτάφιος του Θεοδωράκη βρήκε σφοδρή αντίδραση στους κύκλους της αριστερής διανόησης της εποχής, επειδή χρησιμοποίησε, όπως έλεγαν, έναν τραγουδιστή του λούμπεν προλεταριάτου. Το γεγονός ότι επρόκειτο για τη μελοποίηση του πρώτου ποιήματος στην Ελλάδα, και αφετηρία της ”μελοποιημένης ποίησης” στην χώρα μας ήταν έξω από τη στυγνή αντίδραση των κομμουνιστών διανοούμενων της εποχής. Μετανιωμένος αργότερα για την αρχική αντίδραση σχετικά με τον Μπιθικώτση ο Ρίτσος αναγνώρισε το σφάλμα του λέγοντας: ‘’Ημουν λάθος. Ακριβώς εκεί (στους λαϊκούς τραγουδιστές) ο Επιτάφιος συνάντησε τους απλούς ανθρώπους. Κι εκείνοι του δόθηκαν με τη σειρά τους, κατάλαβαν το ποίημα, το έκαναν δικό τους…’’.
Τρία χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 1963, ακολούθησε η τρίτη εγγραφή του ”Επιτάφιου” του Ρίτσου υπό τη διεύθυνση του ίδιου του συνθέτη, με ερμηνεύτρια την Μαίρη Λίντα και σολίστ στο μπουζούκι πάλι τον Μανώλη Χιώτη, συνοδευόμενο από μικρή ορχήστρα εγχόρδων. Όπως δήλωσε αργότερα ο Μίκης, ”η τρίτη ηχογράφηση του Επιταφίου έγινε τότε διότι τα τραγούδια άρχισαν να ασφυκτιούν μέσα στον ζεϊμπέκικο ρυθμό και τον έντονο λαϊκό, ρεμπέτικο σχεδόν, ήχο της εγγραφής με τον Μπιθικώτση”. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 αρκετά από τα κομμάτια του ”Επιτάφιου” ηχογραφήθηκαν και με τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη στη Σοβιετική Ένωση.
Ποια είναι όμως τα θεμέλια της έμπνευσης, ο χαρακτήρας και ο μουσικός άξονας της μελοποίησης του Επιτάφιου; Τα καταθέτει ο ίδιος ο Θεοδωράκης: ‘’…Τα τραγούδια του Επιτάφιου από το 1 έως το 8, έχουν όλα την ίδια γραμμή, το ίδιο στιλ, τον ίδιο χαρακτήρα. Άλλωστε γράφτηκαν μονομιάς την ίδια μέρα, την ίδια ώρα. Όμως, μια δυο νότες εδώ, μια φράση εκεί, θυμίζουν διακριτικά πότε έναν πυρήνα από ένα μανιάτικο μοιρολόι ή ένα χαρακτήρα ριζίτικο. Το ίδιο όπως στις συνθέσεις των «κλασικών» της λαϊκής μας μουσικής –Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Μητσάκη- που μέσα στο ίδιο λαϊκό στιλ, διακρίνουμε άλλοτε την εκκλησιαστική μελωδία κι άλλοτε νησιώτικο τραγούδι. Αυτές οι επιδράσεις, αυτά τα «δάνεια» αποδεικνύουν ίσα ίσα την ελληνικότητα της λαϊκής μελωδίας , γιατί τη δένουν, την κάνουν ένα κλειδί που είναι οργανικά δεμένο με τον κορμό- τη δημοτική, την ελληνική μουσική…’’. Έτσι καθόρισε την έμπνευσή του ο συνθέτης.
Πρωτιές και καινοτομίες του Επιτάφιου
Τι είναι όμως ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ των Ρίτσου-Θεοδωράκη και γιατί μας συν-κινεί διαχρονικά; Ένας ερασιτέχνης ερευνητής της μουσικής του Θεοδωράκη, ο καθηγητής Ηλίας Γιαννίρης, κωδικοποίησε αυτές τις ιδιότητες και τις μοιράζεται μαζί μας, λέει:
‘’Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ είναι ένα έργο πρωτοποριακό που έχει στο ενεργητικό του αρκετές πρωτιές και καινοτομίες. Ας τις πούμε περιληπτικά:
- Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ως ποίημα είναι το πρώτο έργο του Γ. Ρίτσου που σηματοδοτεί το νέο του ύφος, ως ποιητή, το ύφος του που όλοι μας ξέρουμε.
- Είναι το πρώτο ποιητικό έργο που οριοθετεί την γενιά του τριάντα σε δύο διακριτές φάσεις, την φάση του Καρυωτακισμού, όπως εύστοχα έχει περάσει στην ιστορία της λογοτεχνίας, και στη φάση της νέας “κοινής” ποιητικής. Είναι το πρώτο ποιητικό έργο που σπάζει τον μίζερο κύκλο των πενιχρών πωλήσεων, κυκλοφορεί ευρύτατα και γίνεται ανάρπαστο, φέρνοντας μεγάλα τμήματα του λαού σε επαφή με τη μεγάλη ποίηση.
- Είναι το έργο που σηματοδοτεί το κλείσιμο του κορυφαίου ποιητικού τριγώνου Σεφέρης-Ελύτης-Ρίτσος, ένα κλείσιμο που θα μπορούσε και να μην είχε γίνει αν δεν υπήρχε η προσωπικότητα του ίδιου του Ρίτσου.
- Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ως μέλος, ως μουσική, είναι το πρώτο έργο που παρουσιάζει ο Μ. Θεοδωράκης στην Ελλάδα μετά την επιστροφή του από το Παρίσι.
- Είναι το πρώτο μουσικό έργο που οριοθετεί αυτό που αργότερα προσδιορίστηκε ως “έντεχνο” τραγούδι.
- Είναι το πρώτο έργο στο οποίο συνδέεται μια λαϊκή φωνή (Γρ. Μπιθικώτσης) με το κορυφαίο μπουζούκι της εποχής (Μ. Χιώτης) σε ένα έργο “έντεχνο” βασισμένο σε ένα ποιητικό έργο.
- Είναι το πρώτο έργο που στηρίχθηκε σε ένα μεγάλο ποιητή και άνοιξε τον δρόμο για τη μελοποίηση των ποιητών μας και την ευρύτατη επαφή του λαού με την νεοελληνική ποίηση.
- Είναι το πρώτο έργο που σήμανε τη συνεργασία μεταξύ του Μ. Θεοδωράκη και του Μ. Χατζηδάκη, αφού ο πρώτος που παρουσίασε το έργο αυτό μελοποιημένο από το Μ. Θεοδωράκη στο κοινό ήταν ο ίδιος ο Μ. Χατζηδάκης που συνόδευσε στο πιάνο.
- Είναι το πρώτο έργο που εγγράφεται στην ελληνική δισκογραφία σε δίσκο LP Long Play δηλαδή 33 στροφών, το 1961. Τόσο το ποίημα όσο και η μελοποίησή του ήταν σημαντικές καινοτομίες στην τέχνη του 20ού αιώνα’’. Αυτά από τον Ηλία Γιαννίρη.
Ως σήμερα έγιναν πολλές ηχογραφήσεις με πολλαπλές ερμηνείες και ηχογραφήσεις, που δείχνουν τη δυναμική και τη ζωντάνια του Επιτάφιου, την αντοχή του στο χρόνο, αλλά και την προσπάθεια πολλών ερμηνευτών και ενορχηστρωτών, διαφορετικών γενεών, να αντλήσουν νέους χυμούς από το θαλερό ποιητικό και μουσικό τεχνούργημα.
Έτσι ο Επιτάφιος γνώρισε πολλές διασκευές και ερμηνείες με σημαντικότερες του Μάνου Χατζηδάκι με τη Φλέρυ Νταντωνάκη, του Σταύρου Ξαρχάκου με τη Μαρία Σουλτάτου, της Νένας Βενετσάνου με τον Σαράντη Κασάρα και τον Τάσο Καρακατσάνη, του Σπύρου Σακά με τον Γιώργο Κουρουπό στο πιάνο και άλλων.
Σ΄ αυτή τη λαμπρή σειρά των ερμηνευτών έρχεται και ο Επιτάφιος των Καραδημήτρη –Τουμανίδη που μας ξαφνιάζει και μας συγκινεί με την καλλιτεχνική του αρτιότητα και την απλότητα των μέσων, μιας φωνής και μια κιθάρας, που όπως γράφει στο τιμητικό σημείωμά του για τους δημιουργούς ο Μίκης: ‘’αποκαλύπτουν την ποιότητα της μουσικής σε όλο της το βάθος, με την λιτότητα της αυσπρόμαυρης γραφής της’’.
Μεγάλωσα, έμαθα, πορεύτηκα και πάλαιψα με τα τραγούδια του Μίκη, πάνω στους στίχους των μεγάλων ποιητών μας, με τους λαμπρούς ερμηνευτές τους που έγιναν τα είδωλα της νιότη μας και της αριστερής -προοδευτικής αυταπάτης μας. Αν οι φωνές του Μπιθικώτση και της Λίντα μού ξυπνούν νοσταλγικές ή αποτρόπαιες μνήμες αλλοτινών εποχών, η λαγαρή φωνή του Παναγιώτη Καραδημήτρη και η αισθαντική κιθάρα του Μιχαηλάγγελου Τουμανίδη, με συγκινούν γλυκά μέσα από το νέο ηχόχρωμα και την μουσική λιτότητά της. Δίνουν νέα πνοή και λάμψη στο αθάνατο έργο και πυροδοτούν κρυμμένα συναισθήματα και καινοφανείς συγκινήσεις, με τα καλλιτεχνικά δώρα που μας προσφέρουν σεμνοπρεπώς και εγκάρδια οι αγαπητοί ερμηνευτές του αναχείρας δίσκου. Τους ευχαριστούμε θερμά και τους ευχόμαστε αυτή η δισκογραφική δημιουργία να έχει διάρκεια και να φέρει πιο κοντά στις ζείδωρες πηγές των μεγάλων δημιουργών μας τους νέους’’.
Χ.ΖΑΦ.
*Ακούστε το ”Μέρα Μαγιού μου μίσεψες…” από τους Καραδημήτρη-Τουμανίδη στην παρουσίαση του δίσκου τους. Η ζωντανή ερασιτεχνική ηχογράφηση έχει αδυναμίες, αλλά είναι ενδεικτική της δουλειάς των δύο καλλιτεχνών: https://www.youtube.com/watch?v=x7_TrxoLsqM&list=RDx7_TrxoLsqM&start_radio=1&t=0