Αρχική ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ Χρειάζεται νέα μουσεία η Θεσσαλονίκη; Ένα σχέδιο προτεινόμενων μουσείων

Χρειάζεται νέα μουσεία η Θεσσαλονίκη; Ένα σχέδιο προτεινόμενων μουσείων

7519
0
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

Η Θεσσαλονίκη έχει αξιόλογα μουσεία, κυρίως τα δύο σπουδαία αρχαιολογικά, αλλά χρειάζεται και άλλα που θα καλύπτουν βασικούς τομείς της ιστορίας της και του πολιτισμού της που σήμερα λείπουν. Μια σειρά νέων μουσείων, που είναι δυνατό να προγραμματιστούν με την προϋπόθεση ότι θα υπάρξουν οι αναγκαίες συνθήκες υλοποίησής τους και διαχείρισής τους, παραθέτουμε στη συνέχεια.

 1. Μουσείο πόλης Θεσσαλονίκης

 Η Θεσσαλονίκη χρειάζεται ένα ενιαίο και οργανωμένο μουσείο με όλες τις εκφάνσεις της πολιτιστικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής της πόλης, από τα προϊστορικά χρόνια έως σήμερα. Στο Μουσείο θα παρουσιάζεται και η ιστορία των σύνοικων λαών της πόλης (Εβραίων, Μουσουλμάνων κλπ). Το λεγόμενο διαδραστικό “μουσείο πόλης”, που αναπτύσσεται στο Λευκό Πύργο, είναι διαγραμματικό και δεν καλύπτει αναλογικά και με αυθεντικά εκθέματα την πλούσια ιστορία της Θεσσαλονίκης. Σπουδαία Μουσεία Πόλης υπάρχουν σήμερα σε όλες τις μεγάλες ιστορικές πόλεις της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών, που προσελκύουν το ενδιαφέρον τουριστών και ερευνητών.

2. Μουσείο Τύπου

 Υπάρχει συνεργασία του Τμήματος Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του ΑΠΘ με το Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΜ-Θ για την ίδρυση μουσείου Τύπου στη Θεσσαλονίκη. Θα συγκεντρώνει το σύνολο των εφημερίδων και περιοδικών όλων των γλωσσών και των πληθυσμιακών ομάδων (Έλληνες, Εβραίοι, Τούρκοι  κλπ.) που τυπώθηκαν στην πόλη από τον 19ο αιώνα ως τις μέρες μας. Πέρα από εκθετήριο το Μουσείο θα είναι ερευνητικό κέντρο, φοιτητών, ιστορικών και δημοσιογράφων.

  1. Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού

 Η προσφυγομάνα Θεσσαλονίκη έγινε αναγκαστικό αραξοβόλι δεκάδων χιλιάδων προσφύγων από πολλές περιοχές του μείζονος ελληνισμού. Αυτή η πολύπτυχη παρακαταθήκη με το πλούσιο πολιτιστικό απόθεμα δεν έχει αποτυπωθεί ανάλογα με το ιστορικό, εθνικό και πολιτισμικό  εύρος της σε ένα μητροπολιτικό μουσείο. Μικρά μουσεία και αρχεία του “προσφυγικού ελληνισμού” υπάρχουν σε προσφυγικούς δήμους του πολεοδομικού συγκροτήματος  (Νεάπολη-Συκιές, Καλαμαριά κλπ.), αλλά η δημιουργία μιας συγκεντρωτικής και ενιαίας μουσειακής μονάδας για την προσφυγιά στη Θεσσαλονίκη παραμένει αναγκαία. Η χωροθέτηση αυτού του μεγάλου μουσείου και του κέντρου έρευνας του προσφυγικού ελληνισμού θα ήταν ευχής έργο να γίνει σε έναν προσφυγικό δήμο.

 4. Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης και οθωμανικού πολιτισμού

 Η οθωμανική κατοχή της Θεσσαλονίκης και της ευρύτερης περιοχής από το 1430 έως το 1912 άφησε στην περιοχή το εθνοφυλετικό και πολιτισμικό στίγμα της σε όλους τους τομείς: την τέχνη, την οικονομία, τη διοίκηση, τη γλώσσα. Από την μουσουλμανική παρουσία σώθηκαν έργα τέχνης, κτήρια, χειρόγραφα, χάρτες, οικιακά αντικείμενα που συνιστούν την πολιτιστική κληρονομιά των μουσουλμάνων, ένα πλατύ γνωστικό και ερευνητικό πεδίο για το παρελθόν της πόλης και της περιοχής και την καλύτερη κατανόηση της ελληνικής ιστορίας. Ιδανική μουσειακή στέγη είναι ένα από τα μουσουλμανικά τεμένη της πόλης.

 5. Μουσείο επεξεργασίας καπνού και καπνεμπορίου

 Ο εργασιακός τομέας επεξεργασίας και εμπορίου καπνού στη Θεσσαλονίκη διαμόρφωσε κοινωνικές τάξεις, προκάλεσε την αιχμή του εργατικού κινήματος στην πόλη κατά τον μεσοπόλεμο (“Μάης του ’36”) και αποτέλεσε τον κύριο τομέα απασχόλησης και πηγή ευημερίας της πόλης. Για τις ανάγκες του κυκλώματος επεξεργασία – καπνεμπόριο, από το 1870 έως τη δεκαετία του 1980 χτίστηκαν 55 καπναποθήκες – οι περισσότερες στη δεκαετία του 1920 – ενώ απασχολούνταν στην περίοδο ακμής 17.000 εργαζόμενοι από τους οποίους το 80% ήταν γυναίκες. Μια από τις λίγες σωζόμενες καπναποθήκες μπορεί να στεγάσει το μουσείου καπνού στη Θεσσαλονίκη.

 6. Μουσείο Υφαντουργίας

 Πέρα από τους ιστορικούς, λίγοι Θεσσαλονικείς γνωρίζουν ότι η Θεσσαλονίκη υπήρξε σημαντικό υφαντουργικό κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου. Οι Σεφαραδίτες Εβραίοι με τον ερχομό τους στην πόλη, στο τέλος του 15ου αιώνα, υπήρξαν δεινοί υφαντουργοί παίρνοντας και προνόμια από τους Οθωμανούς για την υφαντουργική παραγωγή τους και τη συμβολή τους στην οικονομία της πόλης. Αργότερα, τον 19ο αιώνα, διάσημα υφαντουργεία ήταν του Τόρρες και η ΒΙΛΚΑ (Βιομηχανία Ιούτης, Λινού και Καννάβεως). Μετά την μικρασιατική καταστροφή οι πρόσφυγες μετέφεραν στη νέα πατρίδα την παραδοσιακή τέχνη της ταπητουργίας που γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στον μεσοπόλεμο. Μεγάλη υφαντουργική μονάδα αυτής της περιόδου ήταν η ΥΦΑΝΕΤ. Στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες η υφαντουργία αντιπροσώπευε μεγάλο ποσοστό της βιομηχανικής παραγωγής στη Θεσσαλονίκη.

Πολλαπλά οφέλη  

Τα παραπάνω μουσεία μαζί με τα υπάρχοντα, το  Αρχαιολογικό και το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, το Λαογραφικό και Εθνογραφικό Μουσείο Μακεδονίας-Θράκης και τα υπόλοιπα θεματικά μουσεία (Εβραϊκό, Πολεμικό, Μακεδονικού Αγώνα, Κινηματογράφου, Φωτογραφίας, Αθλητισμού, “Νόησις” κ.α.) θα εξυπηρετήσουν καλύτερα τα εκπαιδευτικά και γνωστικά  προγράμματα, την τουριστική ζήτηση ειδικής μουσειακής θεματογραφίας  και θα ολοκληρώνουν πληρέστερα την αφήγηση της πολιτιστικής κληρονομιάς της Θεσσαλονίκης.

Βέβαια, στην εποχή μας, η καλή περίοδος δημιουργίας μουσείων, πέρασε ανεπιστρεπτί. Τα μουσεία, ως μη κερδοσκοπικά ιδρύματα, δεν διαθέτουν ίδια κεφάλαια για να καλύψουν τα λειτουργικά τους έξοδα. Η περικοπή των κρατικών επιδοτήσεων, τα λίγα εισιτήρια και η έλλειψη  πολιτιστικών χορηγιών ψαλιδίζουν τις ελπίδες επιβίωσής τους. Για το λόγο αυτό, στα τρέχοντα ευρωπαϊκά προγράμματα (ΕΣΠΑ κλπ.) είναι δύσκολο να ενταχθούν νέα έργα μουσείων, αν δεν έχουν  πειστική μελέτη εξασφαλισμένης και αυτόνομης λειτουργίας τους.  Στην οικονομική δυσπραγία των κρατικών μουσείων συμπράττουν αρνητικά και οι συνδικαλιστικές αντιδράσεις σχετικά με την ελαστικότητα του ωραρίου λειτουργίας και οι συντηρητικές και αναχρονιστικές δομές της διοίκησης.

Ωστόσο, παρά την οικονομική κρίση και τις αλλαγές των οικονομικών προτεραιοτήτων του κράτους, παραμένει ζωντανή η αναγκαιότητα και η υποχρέωση του κράτους για την διατήρηση, αναβάθμιση και επέκταση των  μουσειακών υποδομών. Η πολιτεία, πέρα από την ευθύνη να διατηρεί και να δημιουργεί  μουσειακούς χώρους, επιβάλλεται να εντάξει αξιόπιστα τη μουσειακή αλυσίδα στην τουριστική αξιοποίησή της ως βασικό πεδίο στο ελκυστικό πλέγμα τουριστικών παροχών. Από την άλλη, πρέπει να αλλάξει το θεσμικό πλαίσιο εντάσσοντας στη διαχείριση των μουσείων και  ιδιώτες και εκσυγχρονίζοντας το μουσειακό προϊόν με εφαρμογές της αγοράς και θετικά στοιχεία από τις ξένες εμπειρίες.

Χ.ΖΑΦ.

Μια αναπτυγμένη μορφή του κειμένου δημοσιεύτηκε  στο περιοδικό ‘’Θεσσαλονικέων Πόλις’’ τ. 51/2015

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here