|
|
|
Έφυγε πλήρης ημερών, 96 χρόνων, όρθιος και διαυγής, ο ηπειρώτης ποιητής της μεταπολεμικής γενιάς Γιάννης Δάλλας. Ήταν παράλληλα δεινός νεοελληνιστής-κριτικός λογοτεχνίας και δοκιμιογράφος, καθηγητής στη μέση εκπαίδευση και πανεπιστημιακός δάσκαλος στα Γιάννενα και το Ιόνιο πανεπιστήμιο και σπουδαίος μεταφραστής έργων, κυρίως ποιητών, της αρχαίας γραμματείας. Ήταν ένας πολυγραφότατος φιλόλογος, μελετητής της αρχαίας και νεοελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής και αριστερός διανοούμενος που έφυγε τιμημένος με τη διάκριση του πρώτου Κρατικού Βραβείου Κριτικής και Δοκιμίου (1987) και του Μεγάλου Βραβείου Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του (1999). Πολλοί ειδικοί έγραψαν για το έργο του και ακόμη περισσότερο θα αποτιμήσουν την πνευματική του παραγωγή με το θάνατό του. Εγώ θα περιοριστώ σε μνήμες από τη γνωριμία του στα Γιάννενα, όταν υπηρετούσα τη θητεία μου, στα χρόνια της χούντας, τον χειμώνα του 1970 στα Γιάννενα όπου έμεινε.
Είχα την τύχη να τον γνωρίσω, συστημένος από τον Μανόλη Αναγνωστάκη, σε μια εποχή και σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον. Το να έχεις την τύχη να μιλάς με τέτοιους ανθρώπους ήταν βάλσαμο και μεγάλη εμψύχωση. Εκτός από τον Γιάννη Δάλλα, γνώρισα και με συμπαραστάθηκε επίσης τον συγγραφέα Λάμπρο Μάλαμα, εκδότη του περιοδικού της πόλης ‘’Ελεύθερο Πνεύμα’’. Ο Λάμπρος ήταν λαϊκός, βγαλμένος από το ‘πανεπιστήμιο της ζωής’, ΕΠΟνίτης στην κατοχή και διαποτισμένος από την αριστερή ιδεολογία, ο Γιάννης ήταν διανοούμενος, με καλές φιλολογικές σπουδές και κριτικό πνεύμα στα λογοτεχνικά δρώμενα της εποχής. Και οι δύο με βοήθησαν με τις συζητήσεις τους, την ζεστή φιλοξενία μου στα σπίτια τους, έφαγα και ήπια μαζί τους κρασί από τη Ζίτσα, άκουσα έναν καλό λόγο συμπόνιας που με κράτησε στη μαυρίλα του στρατοπέδου και της άγριας συμπεριφοράς από σκληρούς αξιωματικούς του δικτατορικού καθεστώτος. Κι όλα αυτά εν γνώσει τους ότι ήμουν φακελωμένος ‘’δι’ αντιεθνική δράσιν’’ (δηλαδή για αντιδικτατορική δράση), που έκανε τη στάση τους απέναντί μου γενναιόδωρη. Βρέθηκα στα Γιάννενα, στο στρατόπεδο Βελισσαρίου, ως επιτηρούμενος χαρακτηρισμένος οπλίτης, μαζί με άλλους συναδέλφους του ‘’ιδίου φυράματος’’. Με είχαν μεταθέσει στην Κόνιτσα, αλλά επειδή θεωρούνταν ζώνη προκάλυψης, στα σύνορα, και μήπως… δραπετεύσω προς τον Χότζα στην Αλβανία (!) με μετέφεραν για ασφαλή έλεγχο στον λόχο διοικήσεως του στρατοπέδου Βελισσαρίου στα Γιάννενα. Οι όχι και συχνές έξοδοι στην πόλη γίνονταν με στρατιωτική στολή και οι εξοδούχοι στρατιώτες σύχναζαν σε συγκεκριμένα καταστήματα ή ο χρόνος τους εξαντλούνταν σε βόλτες στον κεντρικό και παραλίμνιο δρόμο, στο μώλο, και κάπου κάπου σε κανένα σινεμά.
Ενα από τα ποιητικά βιβλία του Γιάννη Δάλλα με την αφιέρωση της πρώτης γνωριμίας μας (κάτω)
Αλλά, ας ξαναπιάσουμε τις μνήμες με τον Γιάννη Δάλλα. Τον τηλεφώνησα για να του δώσω τα χαιρετίσματα του Μανόλη Αναγνωστάκη και ένα βιβλίο του και με δέχτηκε ένα χειμωνιάτικο απόγευμα στο σπίτι του. Ήταν φιλόξενοι και περιποιητικοί με τη γυναίκα του, και πιάσαμε μια ευχάριστη κουβέντα αρχίζοντας από πρόσωπα της Θεσσαλονίκης. Φεύγοντας για το στρατόπεδο μου χάρισε την ‘’Εξαγορά’’, μια συνοπτική ποιητική συλλογή με ποιήματα από το 1948 ως το 1964 που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1965. Στο εσώφυλλο έγραψε την αφιέρωση: ‘’Του Χρίστου Ζαφείρη με τη χαρά της γνωριμίας, Γιάννης Δάλλας, 1970’’. Ήταν θαρρώ Νοέμβρης του 1970. Ήμουν επιφυλακτικός μήπως τους γίνομαι βάρος και οχληρός, λαμβάνοντας υπόψη και την ιδιάζουσα κατάστασή μου. Με ενθάρρυνε όμως και με καθησύχασε λέγοντας ότι ‘’το σπίτι μας θα είναι το σπίτι σου’’ στα Γιάννενα. Συνέχισα να τον επισκέπτομαι συχνά αρκετά απογεύματα, και με υποδεχόταν πάντα με ένα καλό λόγο και συνήθως ‘’ένα σπιτικό μεζέ’’ δηλαδή ένα πλήρες γεύμα. Ήταν γλαφυρός στις αφηγήσεις του για τα Γιάννενα, για τη λογοτεχνία, για το δασκαλίκι, με αποκαλούσε συνάδελφο, κάπου κάπου ξανοιγόταν στα επικαιρικά, στην πολιτική κατάσταση. Είχε τη στόφα του διανοούμενου, αλλά ήταν απλός και διεισδυτικός σε ιστορικά και λογοτεχνικά θέματα. Κάθε φορά για μένα ήταν ένα εξαίσιο μάθημα και μια ένεση εμψύχωσης και θάρρους για να αντέχω την μαύρη θητεία.
Μια φορά ένας ‘’ρέκτης’’ διοικητής του στρατοπέδου, επειδή στη μονάδα ήταν πολλοί ηθοποιοί, ζήτησε να του ετοιμάσουν μια θεατρική παράσταση που θα παρουσιαζόταν στους αξιωματικούς της Μεραρχίας στην επέτειο της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων (21 Φεβρουαρίου). Ο ‘’θίασος’’ ζήτηση κι από μένα να βοηθήσω. Αποτάνθηκα στον Δάλλα και μου πρότεινε τον μονόλογο ‘’Οι βλαβερές συνέπειες του καπνού’’ του Τσέχοφ. ‘’Ξέρεις, μου λέει, ο μονόλογος αυτός είναι ο,τι πρέπει για τους καταπιεσμένους από τις γυναίκες τους αξιωματικούς. Ένα σύζυγος γυναίκας σχολάρχη αναλαμβάνει να κάνει ως ειδικός μια διάλεξη για τις βλαβερές συνέπειες του καπνού. Αυτός όμως βρήκε την ευκαιρία στο μεγάλο ακροατήριο ,αντί να αναφερθεί στο θέμα της διάλεξης, άρχισε να λέει πώς και πόσο καταπιέζεται από τη γυναίκα του… Αν περάσει, που δεν το πιστεύω, θα έχει μεγάλη επιτυχία…’’ Το μετέφερα, εγκρίθηκε, παίχτηκε κι έγινε χαμός…
Μου έγιναν κάποιες νύξεις για τις ‘’περίεργες’’ επισκέψεις στο σπίτι του Δάλλα, αλλά εγώ απαντούσα ότι οι κουβέντες μας έχουν αποκλειστικά φιλολογικά ενδιαφέροντα και τίποτα άλλο. Μου σύστησαν να τις διακόψω. Τους είπα ναι, μπορούσα να κάνω κι αλλιώς; Ωστόσο εγώ κάπου κάπου έπαιρνα το θάρρος και χτυπούσα την πόρτα του Γιάννη, για να παίρνω δύναμη… Όταν έφτασε η μέρα της απόλυσής μου, μια Παρασκευή, δεν μου έδωσαν το απολυτήριο, λέγοντας ότι δεν υπογράφηκε από τον διοικητή. Έτσι μετατέθηκε για τη Δευτέρα. Ωστόσο μου έδωσαν το θεϊκό δώρο, την άδεια να μείνω αυτό το διήμερο εκτός στρατοπέδου. Έτσι βρήκα την ευκαιρία και το χρόνο να αποχαιρετήσω ως ελεύθερος πολίτης, με οινοποσία τους αγαπημένους μου φίλους, τον Δάλλα και τον Μάλαμα (μακαρίτης από χρόνια). Κοιμήθηκα μάλιστα (τρόπος του λέγειν, ξημερωθήκαμε σχεδόν κουβεντιάζοντας και πίνοντας) τα δυο βράδια εναλλάξ στα σπίτια τους. Όταν πήγα τη Δευτέρα για το απολυτήριο, ο αξιωματικός του Β’ Γραφείου (παρακολούθησης κλπ.) με ιταμό ύφος με έβρισε λέγοντας ότι αποδείχτηκε ότι έλεγες ψέματα, ότι πήγες και έμεινες στους ‘’κομμουνιστές’’ και άλλα δικά τους. Με απείλησε μάλιστα ότι μπορεί να με ρίξει και τώρα φυλακή και να παρατείνω τη θητεία μου!. Τέλος πάντων, με άφησε και μέσω Κατάρας έφυγα για τη Θεσσαλονίκη. Με κατάρες για τους άθλιους χουντικούς και με απέραντη ευγνωμοσύνη και συγκίνηση για τον Γιάννη και τον Λάμπρο που με κράτησαν ζωντανό και όρθιο στο κολαστήριο του Βελισσαρίου. Κρατάω τα δώρα σου και θα σε θυμάμαι ισόβια Γιάννη! Καλό Ταξίδι!
Χ.ΖΑΦ.
Ήμουν δίπλα κι εγώ κι ο Ευθυμίου, έτσι γνωρίστηκαμε νομίζω. Με συγκίνησαν όσα γράφεις παλιόφιλε. Σήμερα η αναχώρηση του Δαλλα ξεσήκωσε κι εμένα. Ήταν ο καλυτερος στην εμβαβυνση στον ποιητικό λόγο, δοκιμιογραφος σπάνιας αξίας.