Στους παλιούς χειμώνες τα πολλά χιόνια που έπεφταν στο χωριό προκαλούσαν μεγάλα προβλήματα στις αναγκαίες μετακινήσεις, στα σχολεία που έκλειναν για βδομάδες, στις αποκλεισμένες απόμακρες στάνες, στις προμήθειες βασικών εφοδίων της οικογένειας. Για μετακίνηση με αυτοκίνητο ούτε λόγος, κι όταν υπήρχε ανάγκη σε άρρωστο, αναλάμβαναν την επιχείρηση κάποιοι ψυχωμένοι νεαροί χιονοδρόμοι τυλιγμένοι με χοντρά μαλιότα, σκουφιά και κάπες για τη μεταφορά του σε γιατρό. Μια φορά τουλάχιστον κάθε χρόνο στη διάρκεια του χειμώνα αποκλειόμασταν από τον έξω κόσμο για μέρες με το πολύ χιόνι το οποίο έφραζε τις πόρτες με τα ανεμοσούρια που συσσωρεύονταν με τον αέρα σε μεγάλο ύψος μπροστά τους. Ένα πρωινό θυμάμαι πως ανοίξαμε την πόρτα και είδαμε έναν άσπρο τοίχο να φράζει την έξοδο. Τότε με φτυάρια και άλλα εργαλεία ανοίξαμε ένα τούνελ για να φτάσουμε ως το υπόστεγο της αυλής που ήταν η ξυλαποθήκη για να πάρουμε ξύλα για το τζάκι. Το χιόνι το κουβαλήσαμε με τσίγκινους τενεκέδες, σακιά και μπακράτσια μέσα από το σπίτι και το ρίχναμε έξω, από την πίσω πόρτα όπου είχε λιγότερο χιόνι, γιατί ο τοίχος του γειτονικού αχυρώνα έκοβε τον βορειοδυτικό ελατίσιο αέρα και απέτρεπε το ανεμοσούρι.
Όμως σε παλιότερες εποχές οι άντρες και οι γυναίκες του χωριού ήταν εξοικειωμένοι με τον χιονιά, ήξεραν από βαρείς χειμώνες κι έκαναν το κουμάντο τους στο σπίτι με τα απαραίτητα που κρατούσουν για πολύ καιρό. Έγκαιρα αποθήκευαν μεγάλες ποσότητες με τα αναγκαία για τη διαβίωση της οικογένειας: αλεύρι σε ξύλινα αμπάρια για το ψωμί που ψήναμε στη γάστρα στο τζάκι, όταν ο φούρνος της αυλής σκεπαζόταν με χιόνι, τραχανά, το νόστιμο και τονωτικό πρωινό μας, τυρί φέτα σε κάδες, λίπος (λίγδα) από το γουρούνι που έσφαζαν τα Χριστούγεννα, κρέας μέσα σε παγωμένη λίγδα, λουκάνικα κρεμασμένα στο κατώι, φασόλια, φακές και ρεβίθια, ξεραμένες τσουκνίδες για τις τσουκνιδόπιτες, κρασί και τσίπουρο, λίγο λάδι για εξαιρετικές περιπτώσεις. Οι κότες που ήταν προστατευμένες στον ζεστό αχυρώνα συνέχιζαν να γεννούν και μας προμήθευαν αυγά για τις συχνές ομελέτες ανακατωμένες με τηγανισμένα πράσα και λουκάνικα. Για θέρμανση είχαμε άφθονα ξύλα, ξυλαποθήκες ολόκληρες στην αυλή από βελανιδιές, οξιές, κέδρα και πουρνάρια για το τζάκι που έκαιγε μέρα νύχτα, όπου οι μεγάλοι μετέφεραν τεράστιες γκζιούπες, ασήκωτους κορμούς δέντρων, που κρατούσαν τη φωτιά ζωντανή όλο το βράδυ. Το τζάκι χρησίμευε και για μαγειρείο όπου οι νοικοκυρές ετοίμαζαν το μεσημεριάτικο φαγητό σε μεγάλες κατσαρόλες πάνω σε πυροστιές και τηγάνιζαν κρέατα, λουκάνικα και αυγά, συνήθως τα βράδια. Για φωτισμό τις νύχτες έφτανε το φως που ανέδιναν οι φλόγες από το τζάκι, βοηθητικά οι γκαζόλαμπες με λαμπογυάλι και οι απλές τσίγκινες με φιτίλι κρεμασμένες στο τζάκι και για οικονομία ή όταν σωνόταν το γκάζι, το φωτιστικό πετρέλαιο, σε ώρα ανάγκης χρησιμοποιούσαμε δαδί, που ήταν εύφλεκτες σκίζες από κορμό πεύκου.
Η μέρα περνούσε δύσκολα στο αποκλεισμένο σπίτι που δεν χωρούσε με τίποτα μια πολύτεκνη οικογένεια με ζωηρά παιδιά. Εμείς ήμασταν παιδιά του έξω και όλα τα παιχνίδια μας τα κάναμε στο ύπαιθρο. Για εσωτερικά επιτραπέζια παιχνίδια ούτε λόγος, και η όποια παιδική απασχόληση ήταν ανύπαρκτη κι αδιανόητη. Εφτά αδέρφια σε ένα ισόγειο δωμάτιο, που ήταν το μοναδικό ζεστό, ήταν φρίκη για ολοήμερη συμβίωση. Τα δυο δωμάτια του ορόφου ήταν παγωμένα και οι μεγάλοι δεν εμπιστεύονταν τα παιδιά να ανάψουν μόνα τους εκεί το τζάκι δίπλα σε ξύλινο πάτωμα από τον φόβο πυρκαγιάς. Τρωγόμασταν και μαλώναμε όλη τη μέρα, ησυχάζαμε λίγο μόνο με τις φοβέρες των μεγάλων, κι ύστερα από λίγο πάλι από την αρχή. Ηρεμούσε το σπίτι μόλις έπεφτε το σκοτάδι κι όλο τ’ αδέρφια μαζί κατά σειρά κοιμόμασταν στρωματσάδα σκεπασμένοι με βαριές μάλλινες βελέντζες. Η απαντοχή μας ήταν να λήξει ο χειμωνιάτικος αποκλεισμός και να βγούμε έξω από το σπίτι που ήταν η ζωή μας.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα σε τέτοιες έκτακτες καιρικές συνθήκες ήταν η τουαλέτα. Εμείς, ως παιδιά, ήμασταν συνηθισμένοι, εκεί στη δεκαετία του 1950, να αποπατούμε έξω, στα χωράφια, στον κήπο, στις άκρες της αυλής και για χαρτί τουαλέτας χρησιμοποιούσαμε φύλλα δέντρων και χορτάρι. Το ίδιο βέβαια έκαναν με προφυλάξεις νωρίς το πρωί και τη νύχτα και οι μεγαλύτεροι, πίσω από πετρόχτιστους μαντρότοιχους, δίπλα σε θάμνους, στην αυλή και στον κήπο. Το πρωί οι κότες και τα περιφερόμενα γουρούνια αναλάμβαναν να καθαρίσουν στην εντέλεια τον χώρο για το φως της μέρας και την επόμενη αποπάτηση. Μέσα στο σπίτι δεν υπήρχε τουαλέτα κι ένα υποτυπώδες αποχωρητήριο κοντά στον κήπο, με επιπόλαιο ανοιχτό βόθρο στο χώμα που μύριζε, χωρίς στέγη και απάνεμα παραπετάσματα, ήταν απροσπέλαστο στον χιονιά. Έτσι υποχρεωνόμασταν να κάνουμε την ανάγκη μας με άλλον τρόπο. Το κυρίως σπίτι συγκοινωνούσε με παραπόρτι με τον αχυρώνα όπου στην κακοκαιρία σταυλίζονταν τα μεταφορικά ζώα, ένα μουλάρι κι ένα γαϊδούρι. Εκεί πηγαίναμε κεφάτοι, με γέλια και πειράγματα, ήταν μια διέξοδος στην κλεισούρα, καθόμασταν ανακούκουρδα κατά σειρά και μερικές φορές κατά παράταξη δυο-τρεις μαζί, και αποπατούσαμε στο χωμάτινο δάπεδο που ήταν σκεπασμένο με παχύ στρώμα άχυρου ανακατεμένο με σβουνιές, την κοπριά των ζώων. Στη συνέχεια με ένα φτυάρι τα πετούσαμε όσο γινόταν πιο μακριά έξω στο χιόνι. Οι καθημερινές απορρίψεις μαύριζαν την άσπρη επιφάνεια της αυλής, αν δεν καλύπτονταν από νέα χιονόπτωση. Το κατούρημα για τα αγόρια ήταν πιο διασκεδαστικό. Ανοίγαμε την κεντρική πόρτα και συναγωνιζόμασταν ποιος θα ρίξει πιο μακριά το καφτερό νερό και ποιος θα ανοίξει μεγαλύτερη τρύπα στο αχνιστό χιόνι που έλιωνε.
Όταν αργότερα ήρθε ο πολιτισμός στο χωριό και φτιάξαμε αναγκαστικά με αστυνομική διαταγή σύγχρονο αποχωρητήριο, κάποιοι από μας σε ανάλογους αποκλεισμούς, μεγαλύτερα πια παιδιά, από πλάκα και νοσταλγία, προτιμούσαμε το παιδικό συνήθειο, γελώντας και δακρύζοντας συνάμα.
Μια χιονισμένη παραμονή Χριστουγέννων είναι εντυπωμένη στην παιδική μνήμη, χρωματισμένη με το άλικο αίμα γουρουνιού χυμένο πάνω στο παχύ χιόνι. Εκείνη τη μέρα, σύμφωνα με το έθιμο του χωριού, ο πατέρας μου με τον αδερφό του έσφαξαν το οικόσιτο παχύ γουρούνι κοντά στις εκατό οκάδες, έξω από τον αχυρώνα. Ήταν το χριστουγεννιάτικο σφαχτάρι του οποίου το κρέας του, η λίγδα και τα λουκάνικα ήταν η βασική χειμωνιάτικη τροφή μας. Εμείς οι μικροί φοβισμένοι από τα γκουρλίσματα (το έντονο γρύλισμα του χοίρου στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα) παρακολουθούσαμε έντρομοι μέσα από το σπίτι πίσω από το τζάμι του παράθυρου τη δραματική σκηνή. Οι δυο άνδρες πιάνοντάς το από τα πόδια έριξαν το ζώο που γκούρλιζε δυνατά και ασταμάτητα πάνω στο χιόνι κι ένας έμπηξε το μαχαίρι στο λαιμό του. Με τα έντονα τινάγματά του το θεόρατο γουρούνι ξέφυγε από τα χέρια των δημίων του και γκουρλίζοντας σύρθηκε αρκετά μέτρα μέσα στο χιόνι βάφοντάς το κόκκινο με το αίμα που έτρεχε σαν σιντριβάνι από το λαιμό του. Οι δυο άνδρες έπεσαν πάνω του, πάλεψαν για λίγο μαζί του και ολοκλήρωσαν το μακάβριο έθιμο μέσα σε ένα απόκοσμο ασπροκόκκινο τοπίο.
Ο χειμώνας έφερνε μεγάλες δυσκολίες και στο σχολείο. Στις μεγάλες χιονοπτώσεις, που έφτανε και δυο με τρία εικοσιτετράωρα, το σχολείο έκλεινε για πολλές μέρες. Μόλις όμως άνοιγαν οι δρόμοι με προσωπική εργασία από τους παρόδιους, αλλά και σε μικρότερης έντασης χιονιάδες, πηγαίναμε στο σχολείο όταν ακούγαμε το πρωί την καμπάνα του καμπαναριού που σήμαινε ότι ήταν ανοιχτό. Στο δρόμο παίζαμε χιονοπόλεμο ή κάναμε τσουλήθρα με τα λαστιχένια παπούτσια στην παγωμένη κατηφόρα του δρόμου στα Φακητσάδικα. Παρόλο τον ελατίσιο βόρειο άνεμο που φύσαγε σταθερά από τον Αμάρμπεη, στις ξεροπαγιές και τις χιονοθύελλες, ήμασταν σχετικά ελαφρά ντυμένοι μέσα στο κακοχείμωνο. Δεν είχαμε παλτό και πανωφόρι ούτε θυμάμαι εμείς τα παιδιά να φορούσαμε σκούφο. Το συνηθισμένο χειμωνιάτικο ενδυματολογικό σετ ήταν το ‘’παλτό’’ – έτσι λέγαμε το απλό σακάκι- κι από μέσα μια μάλλινη μπλούζα, το πουκάμισο και το κατασάρι, το μάλλινο εσώρουχο από αρνοκόπι, από αρνίσιο μαλλί πλεγμένο ή υφασμένο από τα χέρια της γιαγιάς Κατίνας. Φορούσαμε κοντό παντελόνι και μάλλινες κάλτσες ως το γόνατο. Τα χειμωνιάτικα παπούτσια μας ήταν ‘’αλυσίδες’’, από μαύρο καουτσούκ της ομώνυμης υποδηματοποιϊας της Θεσσαλονίκης. Σπάνια, κι αυτό συνέβαινε σε κάπως εύπορα σπίτια ή παιδιά μεταναστών, έβλεπες δερμάτινα παπούτσια ή παιδικά άρβυλα φτιαγμένα στον τσαγκάρη, ειδική παραγγελιά στον μπάρμπα Χαράλαμπο Χαρίτο. Κάπου κάπου έβλεπες και παράταιρα και ξενόφερτα ρούχα και χρωματιστά παπούτσια. Ήταν τα απομεινάρια της Ούνρας, της αμερικάνικης βοήθειας που έφτανε στο χωριό ξεδιαλεγμένη από μεσάζοντες λίγα χρόνια πριν στον εμφύλιο. Στον ώμο σταυρωτά κρεμασμένη με τριχιά κουβαλούσαμε μια μικρή σάκα με σχέδια που ύφαινε η γιαγιά στον αργαλειό, που ίσα ίσα χωρούσε το αναγνωστικό, την πλάκα με το πλακοκόντυλο, ένα κομμάτι μολύβι που κόβονταν στη μέση για οικονομία και δύο τρία τετράδια.
Στις ευρύχωρες σχολικές αίθουσες με τα θεόρατα παράθυρα, σαν μεγάλες εξώπορτες, μπουμπούνιζαν μαντεμένιες σόμπες με ξύλα που έφερναν οι μαθητές από το σπίτι τους. Ήμασταν υποχρεωμένοι κάθε μέρα να κουβαλούμε ένα κομμάτι ξύλο που το αποθηκεύαμε στη γωνία της αίθουσας ως καύσιμη ύλη της ημέρας. Κι ήταν αρκετά τα κούτσουρα καθώς κάθε τάξη είχε σαράντα με εξήντα παιδιά. Πριν από την πρωινή προσευχή μπαίναμε στη σειρά στο προαύλιο και μας μοιράζανε συσσίτιο, γάλα από σκόνη σε προσωπικά κύπελα, μια φέτα ψωμί και ένα κομμάτι κίτρινο τυρί. Εγώ, αλλά και άλλα παιδιά κτηνοτρόφων μαθημένα από αιγοπρόβεια γάλατα και τυριά, δεν μπορούσαμε να το βάλουμε στο στόμα μας. Με τον καιρό το συνήθισα και το ζεστό ρόφημα ήταν βάλσαμο στην χιονισμένη και παγωμένη σχολική αυλή, ιδιαίτερα όταν δεν έτρωγα τον πρωινό τραχανά στο σπίτι. Καθόμουν όμως χειμωνιάτικα στην ουρά να πάρω ένα τενεκεδάκι φαϊ από το στρατιωτικό συσσίτιο του στρατοπέδου που βρισκόταν δίπλα στο σπίτι μου. Δεν ήταν ότι έλειπε το φαϊ στην οικογένεια, αλλά στο σπίτι μας το μενού ήταν περιορισμένο και δεν είχε την ποικιλία των φαγητών που μαγείρευαν σε μεγάλα καζάνια οι φαντάροι μάγειρες. Έχω έντονα στη μνήμη μου τις μεγάλες σειρές από παιδιά με τα κατσαρολάκια ή αυτοσχέδια τενεκεδάκια από κουτιά κονσέρβας στο παγωμένο ύπαιθρο μπροστά από δυο τρία καζάνια και την ωραία μυρουδιά των αχνιστών φαγητών που διαχέονταν στο χιονισμένο στρατόπεδο και μας έφερνε σάλια στο στόμα. Αρκετές φορές δεν έφτανε το περίσσευμα του καζανιού και πολλά παιδιά χωρίς αίσθημα σιχασιάς δέχονταν τα αποφάγια από τις καραβάνες των φαντάρων για να κορέσουν την πείνα τους και κάποιων μελών της οικογένειάς τους.
Η παρατεταμένη βαρυχειμωνιά ταλαιπωρούσε ιδιαίτερα τα μαντριά όπου ξεχειμώνιαζαν τα γιδοπρόβατα και απείχαν αρκετές ώρες με τα πόδια από το χωριό. Όταν σώνονταν οι ζωοτροφές και οι δρόμοι γίνονταν αδιάβατοι για τα μεταφορικά ζώα, επιστρατεύονταν οι πιο δυνατοί της οικογένειας και κάποιοι φίλοι και γείτονες που μετέφεραν τις τροφές με σακιά και τροβάδες στις πλάτες τους. Ήταν από τις πιο δύσκολες μεταφορές, καθώς το χιόνι έφτανε ως το γόνατο, τα πόδια κουράζονταν από την προσπάθεια να κάνουν ασφαλή βήματα και ο καλυμμένος δρόμος έκρυβε παγίδες. Μεγάλο παιδί πήρα μέρος και γω σε μια από αυτές τις εξορμήσεις με ελαφρύ βάρος, αλλά δεν άντεξα το μαρτύριο στον δύσβατο από τα ανεμοσούρια του χιονιά μονοπάτι και ο πατέρας μου αναγκάστηκε να με πάρει στους ώμους του αφήνοντας το δικό του βάρος στο δρόμο.
Αρκετοί συντοπίτες μου και ζώα πάγωσαν στο παρελθόν από τέτοιες χιονοθύελλες που έπιαναν απότομα στα ορεινά. Ένας συγγενής μας έχασε τη ζωή του, όπως μου διηγιόταν ο πατέρας μου και επιβεβαίωσε στο βιβλίο του ο ιστορικός της Κρανιάς Ελευθέριος Λάλος. Τον Νοέμβρη του 1937 τρεις Κρανιώτες που συνόδευαν μια αγέλη βοδιών από το μοναστήρι Παλιοκαριάς προς το χωριό, για να μην τους κλείσει ο χειμώνας, έπεσαν πάνω σε φοβερή χιονοθύελλα. Ο ηλικιωμένος Αχιλλέας Λάλος θάφτηκε στο χιόνι και πάγωσε όπως και μερικά γελάδια που σκεπάστηκαν κι αυτά από το χιόνι. Οι δυο άλλοι, που ήταν νεότεροί του, απομακρύνθηκαν με δυσκολία από την τοπική χιονοθύελλα και κατέφυγαν σε μια καλύβα χαμηλά στη χαράδρα, άναψαν φωτιά και πέρασαν τη νύχτα. Τους βρήκε, μαζί με μερικά γερά γελάδια που κατάφεραν να βγουν από το χιόνι, μια ομάδα χωρικών που τους αναζητούσε, ύστερα από τρεις μέρες που κόπασε η κακοκαιρία. Αυτοί ξέθαψαν και τον παγωμένο πατριώτη από τον χιόνι και τον μετέφεραν στο χωριό για ταφή. Μια ακόμη γυναίκα, η Γιάνναινα του Θεοχάρη, που γύριζε με αλέσματα φορτωμένα σε δυο μουλάρια από τον νερόμυλο του Κεφαλόβρυσου, πάγωσε τον χειμώνα του 1926 στο στένωμα του δημόσιου δρόμου πάνω από τη Βαλανίδα, λίγα χιλιόμετρα πριν φτάσει στο χωριό.
Στο ίδιο περίπου πέρασμα όπου πάγωσε η Θεοχαρογιάναινα κόντεψα να πάθω και γω τα ίδια μαζί με δυο συγχωριανούς συμμαθητές μου την παραμονή των Χριστουγέννων του 1959. Φερθήκαμε σαν ανόητα μαθητούδια και κάναμε την αποκοτιά με το κλείσιμο του σχολείου να ανεβούμε ποδαράτα από την Ελασσόνα στο χωριό, όταν ματαιώθηκε το μοναδικό δρομολόγιο του λεωφορείου λόγω χιονόπτωσης στον ορεινό προορισμό. Ο καιρός ήταν μολυβένιος και ο άνεμος παγωμένος, αλλά στον κάμπο δεν έμοιαζε χιονιάς κι έτσι προετοιμαστήκαμε για την ημερήσια πεζοπορία μας, είκοσι οχτώ χιλιόμετρα δημόσιου δρόμου. Μόλις περάσαμε τις πηγές του Κεφαλόβρυσου άρχισε να πέφτει αραιό το χιόνι. Πριν από τη Βαλανίδα η χιονόπτωση δυνάμωσε κι ύστερα από ένα τσάι στο καφενείο του χωριού συνεχίσαμε τον δρόμο, παρά την επιμονή των άγνωστων θαμώνων του να κάνουμε Χριστούγεννα στα σπίτια τους. Στο στενωπό πριν από την τοποθεσία Πηγάδια το χιόνι που έπεφτε πυκνό μας δυσκόλευε στο περπάτημα. Άρχισε να σκοτεινιάζει και σιγά σιγά το χιόνι σκέπασε τη δημοσιά. Αποφασίσαμε να αναζητήσουμε καταφύγιο κι ο Τάκης που ήξερε την περιοχή μάς ενθάρρυνε ότι θα βρούμε καλύβες καθώς ξεχειμωνιάζουν κάποια κοπάδια. Φωνάξαμε σ’ ένα μαντρί και αποκρίθηκαν ο βοσκός και τα σκυλιά του. Βγήκε ο κυρ Στέργιος ο Νταούλας και μας υποδέχτηκε στο ζεστό καλύβι του με τρόμο και με καλό λόγο. ‘’Κρανιωτάκια είστε, πού πάτε ρε παιδιά νύχτα, μόνοι σας και με τέτοιο σκατόκαιρο;’’ Δυνάμωσε τη φωτιά, έβρασε τραχανά, βγάλαμε τα βρεγμένα ρούχα και μέσα στην αναπάντεχη θαλπωρή που βρήκαμε ηρεμήσαμε. Μας έπιασε όμως πανικός συναισθανόμενοι ότι οι οικογένειές μας θα ανησυχήσουν αν καρφωθεί στο νου τους η ιδέα ότι ξεκινήσαμε για το χωριό παρά τον κακό καιρό που βλέπαμε.
Την ώρα που τρώγαμε την ζεστή σούπα ακούσαμε απόμακρες φωνές,’’ Δημητράκ’, Χρίστο, Γιάννη’’! Οι βραχνές και δυνατές επικλήσεις πλησίασαν στο μαντρί και τα σκυλιά χαλούσαν τον κόσμο με τα αλυχτίσματα. Βγήκε έξω ο κυρ Στέργιος, ησύχασε τα σκυλιά και τους φώναξε ‘’Ε χριστιανοί, εδώ είναι τα παιδιά!’’ Έδεσαν στο μαντρί τα δυο μουλάρια και μπήκαν στη στενή καλύβα οι γονείς του Τάκη και ένας ακόμη χωριανός. ΄΄Αχ ρε παιδιά’’, αναστέναξε η μάνα κι έπεσε με κλάματα στην αγκαλιά του γιού της. Μας αγκάλιασαν όλους με θέρμη και κάθισαν και αυτοί να στεγνώσουν και να ξεκουραστούν.
Έξω το χιόνι είχε σταματήσει κι ο παγωμένος αέρας είχε κόψει. Τότε οι μεγάλοι αποφάσισαν να φύγουμε νυχτιάτικα για το χωριό, μια πλαγιά δρόμος είχε απομείνει ως τα πρώτα σπίτια, γιατί δεν μας χωρούσε η καλύβα και φοβήθηκαν ότι ως το πρωί θα ξανάρχιζε η χιονόπτωση. Τα παιδιά ανεβήκαμε στα μουλάρια, μάς έντυσαν με μαλιότα που έφεραν κι ύστερα από δυο ώρες περίπου φτάσαμε στο χωριό.
‘’Ας είναι ευλογημένοι οι άνθρωποι που σώσαν τα παιδιά μας, ο κυρ Στέργιος και ο καλός άνθρωπος από τη Βαλανίδα’’, μονολόγησε βαριανασαίνοντας ο κυρ Βασίλης. ‘’Τι απ’ τη Βαλανίδα πατέρα;’’, ρώτησε ο Τάκης. ‘’Να ο καφετζής που καθίσατε στο καφενείο ανησύχησε και τηλεφώνησε στον σταθμό χωροφυλακής ότι τρεις μαθητές Γυμνασίου ανεβαίνουν νυχτιάτικα προς την Κρανιά. Ο ενωμοτάρχης ειδοποίησε τον γραμματέα της Κοινότητας να βρει τους γονείς τους. Ε, δεν σπουδάζουν και πολλά παιδιά στην Ελασσόνα. Μας βρήκαν με το πρώτο και κατεβήκαμε. Να τους έχει καλά ο Χριστός που γεννιέται απόψε όλους…’’.
Μπαίνοντας στο χωριό συναντήσαμε τον παπά Γιάννη που πήγαινε για τη νυχτιάτικη λειτουργία των Χριστουγέννων. Ενημερώθηκε σύντομα για την περιπέτειά μας, ‘’ε παιδιά είναι Βασίλη, τι να κάνουμι’’, είπε και μας ευχήθηκε χρόνια πολλά, ειδικά εμένα που γιόρταζα, και να μη ξανακάνουμε τέτοια επικίνδυνη αποκοτιά στη ζωή μας.
Χ. ΖΑΦ.
ΣΗΜ. Το παραπάνω αφήγημα με θέμα τις παιδικές μνήμες από βαρείς χειμώνες στο χωριό μου, την Κρανιά Ελασσόνας, είναι βελτιωμένη και συμπληρωμένη εκδοχή ομοθεματικού κειμένου που δημοσιεύτηκε παλιότερα στο ίδιο ιστολόγιο.