…Τα βιβλία μου, λοιπόν, για τη Θεσσαλονίκη δεν είναι μια ιστορία της Θεσσαλονίκης, αλλά μια προβολή επιμέρους στοιχείων της, που συμπλέκονται με προσωπικές εκτιμήσεις, λογοτεχνικές αναφορές, λυρικές περιγραφές και συνειρμούς, με στόχο να γίνει ευχάριστο ανάγνωσμα και να προσφέρει πληροφορίες που φωτίζουν σκιερές ή ελάχιστα φωτισμένες περιοχές της πόλης. Δεν με ενδιαφέρουν τα γνωστά και προβεβλημένα θέματά της, αλλά τα ξεχασμένα και τα λιγότερο φωτισμένα…
Πριν αναφερθώ στη σχέση μου με τη Θεσσαλονίκη και πώς περνά η ιστορία και η διαχρονική τοπογραφία της στα κείμενά μου πρέπει να κάνω μερικές αναγκαίες διευκρινίσεις. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου ούτε λογοτέχνη ούτε ιστορικό. Από την άλλη τα κείμενα των βιβλίων μου δεν είναι αμιγώς δημοσιογραφικά, γιατί ο δημοσιογραφικός λόγος, τον οποίο υπηρέτησα κοντά στις τέσσερις δεκαετίες, έχει άλλες νόρμες, άλλους στόχους και άλλη διατύπωση. Η δημοσιογραφία δεν σηκώνει προσωπικού χαρακτήρα εκτιμήσεις, ούτε συναισθηματολογίες. Αυτά η κατεστημένη δημοσιογραφική πρακτική και οι συντάκτες ύλης τα πετσοκόβουν ως άχρηστα και αντιδημοσιογραφικά τερτίπια.
Ο αγαπητός φίλος Ντίνος Χριστιανόπουλος στον πρόλογο του στο πρώτο βιβλίο μου “Θεσσαλονίκης τοπιογραφία” χαρακτήρισε τη γραφή μου ως ένα είδος δημοσιογραφικής λογοτεχνίας και την αντιθέτει με αυτήν του Γιώργου Ιωάννου που τη θεωρεί ένα είδος λογοτεχνικής δημοσιογραφίας. Λέω τι λέγεται, γιατί έχω διαφορετική γνώμη για τα κείμενα του Ιωάννου. Ο καθηγητής της νεότερης ιστορίας στο ΑΠΘ Γιάννης Χασιώτης, στον πρόλογο του τελευταίου βιβλίου μου (“Θεσσαλονίκη, η παρουσία των απόντων») με εντάσσει στους συγγραφείς της εκλαϊκευμένης ιστοριογραφίας. Πάντως η γενική εκτίμηση και από άλλες τοποθετήσεις είναι ότι τα κείμενά μου είναι μια προσωπική γραφή με άρωμα ιστορίας και διαχρονικότητας όπου το σύγχρονο εδράζεται στο ιστορικό του υπόστρωμα και αντίστροφα.
Είναι γεγονός ότι από τον ερχομό μου το 1963, για να σπουδάσω ιστορία και αρχαιολογία στη Φιλοσοφική σχολή, στη Θεσσαλονίκη, που την έκανα δεύτερη και μόνιμη πατρίδα μου, η πόλη με κέρδισε ολοκληρωτικά με την ιστορική της μνήμη, την ζωντανή παράδοσή της, τη γοητευτική τοπογραφία της, την πολυεθνική διαστρωμάτωση των πολιτισμών της και το ακατάβλητο πείσμα της για ανανέωση.
«Το προσωπικό βλέμμα μου πάνω στην Ιστορία»
Για το δέσιμό μου με την πόλη και τη μεθοδολογία της γραφής μου ξανάρχομαι πάλι στον Χριστιανόπουλο που φωτίζει τον τρόπο της γραφής μου. Γράφει: “Το ενδιαφέρον και την αγάπη του Ζαφείρη την απορροφά εξολοκλήρου η Θεσσαλονίκη. Και το καταλαβαίνω πολύ καλά αυτό: άπαξ και δεχτεί κανείς την κρυφή ακτινοβολία αυτής της πόλης δεν μπορεί πλέον να γράφει για άλλα πράγματα… Ο Ζαφείρης αν και ξεκινάει από το ρεπορτάζ, μπολιάζει τα γραφτά του με αρκετά ποιητικά στοιχεία και με απρόβλεπτους συνειρμούς, ενώ με την συνθετική ικανότητα αξιοποιεί τα όσα ξέρει και τα όσα βλέπει, έτσι που να γίνεται συχνά γοητευτικός. Δεν παύει βέβαια να μελαγχολεί, καθώς διαπιστώνει πως αυτό που επιβίωσε δεν είναι τίποτα μπροστά σ’ αυτό που χάθηκε. Από την άλλη μεριά όμως τον διατρέχει και μια κρυφή αισιοδοξία για τη σημασία που έχει στη ζωή μας η “μνήμη και η συνείδηση της Θεσσαλονίκης”. Αυτά για το πώς γράφω, με την κριτική ματιά του Ντίνου Χριστιανόπουλου.
Αλλά πώς περνά η Θεσσαλονίκη στα βιβλία μου; ΄Η καλύτερα πώς την προσεγγίζω, ποια είναι τα κριτήρια των επιλογών μου και ποια σημεία της με προσελκύουν. Ποιο είναι το προσωπικό βλέμμα μου πάνω στην ιστορία, την προσωπογραφία και την τοπογραφία της Θεσσαλονίκης; Ο, τι έγραψα και δημοσίευσα για τη Θεσσαλονίκη, δεν είναι ούτε μελέτες, ούτε έρευνες, αλλά προσωπικές θεάσεις και ατομικές προσεγγίσεις της πόλης με ιστορικό υπόστρωμα. Η επιστημονική έρευνα είναι για τους μελετητές, αρχαιολόγους και ιστορικούς. Εγώ επιχειρώ περισσότερο μια συναισθηματική προσέγγιση σε τόπους, γεγονότα, ανθρώπους και μνημεία, λαμβάνοντας βέβαια υπόψη τη σχετική βιβλιογραφία και ό,τι σημαντικό γράφτηκε από τους ειδικούς επιστήμονες. Για να γίνω πιο κατανοητός, διαβάζω ένα εισαγωγικό παράθεμα στο βιβλίο μου «Θεσσαλονίκης Τοπιογραφία» που εξηγώ τη δική μου θέαση των πραγμάτων και των τόπων της πόλης:
«Στα κείμενά μου τη Θεσσαλονίκη τη βλέπω ως σύνολο επιμέρους τοπίων, που αποτελούν το σύγχρονο αλλά διαιώνιο σώμα της πόλης. Τοπία όχι απλώς γεωγραφικά, πολεοδομικά ή αρχαιολογικά και πολιτισμικά, αλλά ως χώρους ζωντανούς, ψυχωμένους μέσα από την ελκυστική διαδικασία των αιώνων με τους ανθρώπους των πολλαπλών πολιτισμών, των πολλών εθνοτήτων της μεταπρατικής κοινωνίας και οικονομίας της, των ιστορικών προσωπικοτήτων, αγίων και αγωνιστών και του ανώνυμου πλήθους που κρατάει τη λαχτάρα της καθημερινότητας και τον καημό της ρωμιοσύνης. Οι χώροι της πόλης καταγράφονται ως ενιαία σύνολα, συνειρμικά, χωρίς χρονολογικά πλαίσια και ιστορικές περιοδολογήσεις, ειδολογικούς και χρονολογικούς διαχωρισμούς. Προσεγγίζονται με συναισθηματική διάθεση, αλλά με ιστορική τεκμηρίωση όσων στοιχείων αναφέρονται στα κείμενα. Η ελλειπτική παρουσίαση είναι προσωπική επιλογή και δεν έχει σχέση με τυχόν άγνοια ιστορικών ή βιβλιογραφικών στοιχείων. Είναι κοντολογίς τοπία ψυχής και προσωπικής θέασης του δομημένου και ανθρώπινου περιβάλλοντος της πόλης. Είναι καθαρά μια προσωπική προσέγγιση με τοπία ψυχής για την αγαπημένη μου πόλη».
Ενδεικτικοί του στόχου αυτού είναι και οι τίτλοι μερικών κεφαλαίων της “Θεσσαλονίκης Τοπιογραφίας”: -Τα άνθη του σεισμού. Μνήμες και τοιχογραφίες που έξυσε ο μεγάλος σεισμός του 1978. -Χαράγματα αγάπης. Αδέσποτα χρονικά της ερωτικής ζωής στα δέντρα της πόλης. -Πορείες, χαρακιές στο σώμα της πόλης. Τοπογραφία διαδηλώσεων και λιτανειών στη Θεσσαλονίκη .- Extra muros. Η περιμετρική ζώνη του θανάτου εκτός των τειχών. -Οδος Λαγκαδά. Η μεθόριος της άλλης Θεσσαλονίκης, κλπ.
“Εμείς του ’60 οι εκδρομείς”,
Η ιδιαίτερη αυτή προσέγγιση στην ιστορία της πόλης φαίνεται στο δεύτερο βιβλίο μου “Ο Ερως σκέπει την πόλη, Ερωτική Τοπογραφία Θεσσαλονίκης”. Με την πρώτη ματιά θα περίμενε κανείς μια περιγραφή για τα διαχρονικά ερωτικά στέκια της πόλης, αλλά η προσέγγιση είναι διαφορετική. Εξηγώντας τις επιλογές μου σημειώνω τα παρακάτω ενδεικτικά:
“Η ερωτική τοπογραφία Θεσσαλονίκης αντιμετωπίζεται περισσότερο ως αίσθηση παρά ως επιμέρους αρχειοθέτηση και μελέτη των χώρων όπου άνθισε ο γνήσιος ή αγοραίος έρωτας ανά τους αιώνες στην πόλη. Αν ωστόσο δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στους διαβόητους χώρους του αγοραίου έρωτα, είναι γιατί οι σχετικές μαρτυρίες είναι πιο έντονες και οι τόποι αυτοί έχουν αποτυπωθεί στην ιστορική μνήμη της πόλης με την διττή παρουσία τους, την οικονομική και κοινωνική την ημέρα και την ερωτική τη νύχτα. Όπως ο ίδιος ο έρωτας δεν νοείται εκτός σώματος και δεν λογίζεται ξεκομμένος από τις άλλες ανθρώπινες αξίες και λειτουργίες της ζωής, έτσι και οι χαρακτηρισμένοι ως ερωτικοί χώροι της Θεσσαλονίκης είναι σύνθετοι και πολυσήμαντοι. Εμπεριέχουν συνάμα ετερόκλητες λειτουργίες, ιστορικές μνήμες και αρχιτεκτονικά λείψανα άλλων εποχών, πολεοδομικές και περιβαλλοντικές αλλαγές, απωθημένες στη λήθη προσωπικές περιπτώσεις, λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές καταγραφές. Για το λόγο αυτό η αναφορά των ερωτικών τόπων γίνεται διαστρωματικά και διαχρονικά συνθέτοντας, όσο γίνεται, την καθολική υπόσταση των χώρων της πόλης που συνυφάνθηκαν με τον έρωτα..”.
Στο επόμενο βιβλίο μου “Εμείς του ’60 οι εκδρομείς”, η πόλη συσσωματώνεται στην προσωπική περιγραφή της περιβόητης δεκαετίας. Το βιβλίο είναι εν μέρει αυτοβιογραφικό για την πολύκροτη δεκαετία του ’60, αλλά βιογραφείται παράλληλα και η ίδια η πόλη με τις πολιτικές τραγωδίες και μετεξελίξεις, τις πολεοδομικές αλλαγές και τις κοινωνικές μεταπτώσεις της. Εκεί αναδεικνύονται πολλά θεσσαλονίκεια θέματα, τοπία, πρόσωπα και γεγονότα που γνώρισα ως ερευνητής και αυτόπτης μάρτυρας, αλλά η προσωπική κατάθεση μεγεθύνεται με ιστορικές αναφορές, προσωπικές εκτιμήσεις και σχετικούς συνειρμούς που φτάνει ως το σήμερα.
Το βιβλίο “Αντεθνικώς δρώντες. Η Θεσσαλονίκη στα χρόνια της χούντας και η εξέγερση του Πολυτεχνείου της” είναι κι εδώ μια προσωπική κατάθεση της εποχής με αποκαλυπτικές αναφορές σε πρόσωπα και θεσμούς που εντάσσονται στις αυθαιρεσίες και βιαιότητες της απριλιανής δικτατορίας, αλλά και σε ξεχασμένες περιπτώσεις, συλλογικές και ατομικές, του αντιδικτατορικού και δημοκρατικού ηρωισμού.
Τα βιβλία μου, λοιπόν, για τη Θεσσαλονίκη δεν είναι μια ιστορία της Θεσσαλονίκης, αλλά μια προβολή επιμέρους στοιχείων της, που συμπλέκονται με προσωπικές εκτιμήσεις, λογοτεχνικές αναφορές, λυρικές περιγραφές και συνειρμούς, με στόχο να γίνει ευχάριστο ανάγνωσμα και να προσφέρει πληροφορίες που φωτίζουν σκιερές ή ελάχιστα φωτισμένες περιοχές της πόλης. Δεν με ενδιαφέρουν τα γνωστά και προβεβλημένα θέματά της, αλλά τα ξεχασμένα και τα λιγότερο φωτισμένα.
Γι αυτό διαλέγω επιμέρους θέματα για τόπους, πρόσωπα και γεγονότα που έχουν ξεχαστεί, έχουν περιθωριοποιηθεί, έχουν διαστρεβλωθεί από διάφορες σκοπιμότητες. Η Θεσσαλονίκη με την πολύχρονη ιστορία της είναι ένα παλίμψηστο χειρόγραφο, που ξύνεις τις απανωτές κρούστες και αποκαλύπτεις συνεχώς θαυμαστά και άγνωστα πράγματα. Δίνω βέβαια ιδιαίτερη έμφαση σε θέματα που έχουν σχέση με την κρατική επιχείρηση ελληνοποίησης της πόλης στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα και την προσπάθεια διαγραφής όλων εκείνων των αρχιτεκτονικών και εθνοτικών στοιχείων που θεωρούνταν ότι είναι ξένα για την ελληνοκεντρική αφήγηση της πόλης. Ετσι οι μουσουλμάνοι, οι σλάβοι, οι εβραίοι είναι παρόντες, όχι ως ανταγωνιστές, εχθροί της πόλης ή διεκδικητές της εξουσίας, αλλά ως σύνοικοι, ως μια ιστορική πραγματικότητα που έχει κοινή πορεία με τον ελληνικό πληθυσμό και την ελληνική κουλτούρα στη μεγάλη ιστορία της. Μια τέτοια ματιά έχει το βιβλίο μου “Θεσσαλονίκη, η παρουσία των απόντων”, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Επίκεντρο”.
«Επισκευαστής αναμνήσεων»
Η πρόσληψη της πραγματικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης και η κατανόηση του πολύπτυχου παρελθόντος της, είναι κοντολογίς, η θεματολογία και ο άξονας των βιβλίων μου. Η γνωστική και συναισθηματική κατανόηση των εμπράγματων καταλοίπων της, των χαμένων και μπαζωμένων τόπων της, των χαμένων και παραχωμένων και από τη λήθη κατοίκων της, των κοινωνικών και ιδεολογικών συγκρούσεων και ανατάσεων, των μορφών ακτιβισμού των διαφορετικών ομάδων της, χριστιανών, εβραίων μουσουλμάνων, των ιδεολόγων αγωνιστών που διαγράφηκαν από τους νικητές ή ξεχάστηκαν από συντρόφους τους, των κρυμμένων συναισθημάτων και γεγονότων σε τραγούδια και λογοτεχνικά κείμενα… αυτά και άλλα αξιομνημόνευτα του περιθωρίου και της λαϊκής αφήγησης είναι οι προκλήσεις και οι εμπνευστές της συγγραφικής μου περιπέτειας.
Είναι εν τέλει μια ψυχική αναζήτηση και ερευνητική τελετουργία όμοια θα έλεγα με εκείνη που κάνουν οι άνθρωποι που ψάχνουν χαμένους προσφιλείς και σπίτια που εγκατέλειψαν βίαια ως πρόσφυγες. Αναζητώντας θυμητάρια και μέρη που έχουν σφραγίσει ανεξίτηλα τον ψυχικό τους κόσμο. Δεν παύει, ωστόσο, η γραφή για τα αστικά, τα ιστορικά και τα συναισθηματικά τοπία της Θεσσαλονίκης να είναι τελικά μια ερωτική και νοσταλγική διαδικασία ενός από τους πολλούς εραστές της πόλης, που δρα ψυχοθεραπευτικά ως βάλσαμο στις κόντρες και τις ακεφιές της ζωής. Ελπίζω ότι αυτή η συνοδοιπόρος ατμόσφαιρα και αναζήτηση στην πραγματοποίηση του στόχου μου, να μετακενώνεται ως αναγνωστική και συναισθηματική απόλαυση και στον αναγνώστη.
Θα ήθελα να τελειώσω την εισήγηση μου με τρία μικρά κείμενα σε ποιητικό ύφος από τη σχετικά άγνωστη συλλογή μου με τίτλο “Επισκευαστής αναμνήσεων”, που κυκλοφόρησε το 2002 από τον «Παρατηρητή», ως κατακλείδα όσων παράθεσα αδρομερώς για τον τρόπο που περνά η Θεσσαλονίκη στα βιβλία μου. Τα συναισθήματα εκείνων των κειμένων απογειώνονται με τα εξαίρετα χαρακτικά του καλλιτέχνη καθηγητή της Πολυτεχνικής σχολής Ξενή Σαχίνη που φιλοτεχνήθηκαν ειδικά για την έκδοση.
“Τζορτ Πολκ”
Περπατούσαν στο πλακόστρωτο μασουλώντας/ πασατέμπο. Ο Στέφανος γύρισε το κεφάλι/ κι έδειξε την άκρη της θάλασσας, πάνω/ στη μαβιά γραμμή του ηλιοβασιλέμματος. /“Να, σ’ αυτό το σημείο εκβράστηκε το πτώμα/ του Πολκ”, είπε και κοντοστάθηκε. “Α!”,/ ψέλλισε με τις μύτες ο Πέτρος, σπάζοντας με τα δόντια του μπατιρόσπορα./ Και συνέχισαν την περιπατητική κουβέντα/ για τις μετοχές που έπεφταν.
“΅Εβραϊκό μπακάλικο”
Εδώ στη μεταμορφωμένη πέτρινη στοά/ που κάθεσαι κι ερωτοτροπείς,/ που φλυαρείς συνέχεια και πίνεις,/ ήταν το μπακάλικο του Ιωσήφ/ που χάθηκε στο Μπιρκενάου./ Αν δεν μπορείς να είσαι πιο σεμνή,/ από τις ερωτικές θέρμες της στιγμής,/ κράτα τουλάχιστον ενός λεπτού σιγή/ στη μνήμη του.
Και το το τελευταίο, που αναφέρεται στον τόπο εκτελέσεων της κατοχής και του εμφυλίου πίσω από το Γεντί Κουλέ, με τίτλο “Εις τον συνήθη τόπον”:
Όσο ζούσε η μάνα του άναβε το καντήλι/ σ’ ένα πρόχειρο προσκυνητάρι δίπλα στην αλάνα/ όπου παίζαν αμέριμνα μπάλα τα παιδιά./ Όταν πέθανε, ξεχάστηκε κι ο στοιχειωμένος τόπος./ Τώρα στο χώμα, όπου έπεσε από σφαίρες/ του εκτελεστικού αποσπάσματος ο εικοσάχρονος γιος της,/ υψώνεται μια άχρωμη οικοδομή.
Χ.ΖΑΦ.
Το κείμενο είναι εισήγησή μου στην εκδήλωση που έγινε στις 17 Δεκεμβρίου 2014 στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στη Θεσσαλονίκη, με θέμα “Μια πόλη, δυο πρόσωπα” (ή πώς περνάει η Θεσσαλονίκη στα βιβλία μας). Εισηγητές ήταν οι συγγραφείς Χρίστος Ζαφείρης και Γιώργος Σκαμπαρδώνης, και ακλούθησε συζήτηση με το κοινό..
ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ κ. Χρίστο Ζαφείρη για το αξιόλογο έργο σας και για τη δημιουργία της νέας σας ιστοσελίδας! Ένα μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ…