Αρχική Uncategorized Τα κειμήλια των Ανατολικοθρακιωτών  προσφύγων στις νέες πατρίδες

Τα κειμήλια των Ανατολικοθρακιωτών  προσφύγων στις νέες πατρίδες

3116
0
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

Την Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2019 μίλησα στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού για τα κειμήλια που έφεραν οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη στη νέα πατρίδα. Στην εκδήλωση που οργανώθηκε από τους ”Φίλους του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού παραβρέθηκαν αρκετοί φίλοι και απόγονοι των προσφύγων.  Για τους φίλους που δεν μπόρεσαν να παραστούν, ανεβάζω στο thessmemory.gr μόνο το κείμενο της ομιλίας χωρίς φωτογραφίες, λόγω τεχνικών προβλημάτων και άλλων δεσμεύσεων. Κάποιες από αυτές θα αναρτηθούν σε δεύτερη φάση.

”Αισθάνομαι ιδιαίτερη συγκίνηση και χαρμολύπη που μου δίνεται απόψε η ευκαιρία να μιλήσω για έναν αγαπημένο μου χώρο, τις αλησμόνητες πατρίδες της Ανατολικής Θράκης. Ευχαριστώ θερμά τους Φίλους του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού που μου έδωσαν  την ευκαιρία να μοιραστούμε αυτά τα ζείδωρα συναισθήματα: Για την προσφυγιά και την Ανατολική Θράκη. Με ένα  τόπο που δεν έχω δεσμούς αίματος, αλλά μόνο με την ιστορία και το δράμα ενός εκλεκτού τμήματος του μείζονος ελληνισμού. Πάνω απ’ όλα όμως με παθιάζει και με συν-κινεί  η διατήρηση της συλλογικής μνήμης. Να μην περιπέσουν κι αυτές οι πατρίδες στην τελματωμένη λήθη και χαθούν από τις νέες γενιές των προσφύγων και εν γένει των Ελλήνων.

Στο πλαίσιο της συγγραφής και της έρευνας για το βιβλίο μου ‘’Μνήμης οδοιπορία, Ανατολική Θράκη’’, που εκδόθηκε το 2008,επισκέφτηκα απ’ακρη σ’ άκρη την Ανατολική Θράκη και  αποτυπώσαμε  τα κατάλοιπα του ελληνισμού με τον αείμνηστο φίλο και καλλιτέχνη φωτογράφο Γιώργο Πούπη, αναζητώντας παράλληλα παλιές φωτογραφίες και έγγραφα από ιστορικά αρχεία, μουσεία, συλλόγους προσφύγων  και συλλέκτες. Ο,τι θα δούμε απόψε είναι από το απόθεμα  εκείνης της συγγραφικής περιπέτειας.

Ως εισαγωγή στο θέμα μας, να πάρουμε μια στυφή γεύση από τα λίγα ελληνικά κατάλοιπα που συναντήσαμε στην περιδιάβασή μας. Η καταστροφή της ακίνητης ελληνικής παρουσίας είναι σκοπούμενη και εμφανής. Μένουν όρθια  μόνο κάποια πέτρινα σχολεία, λίγα δημόσια κτήρια σε χρήση από τους νέους κατόχους του τόπου και λίγες εκκλησιές που μετατράπηκαν σε τζαμιά ή αποθήκες. Έτσι εκείνα που σώθηκαν με ασφάλεια είναι οι άυλες παραδόσεις, οι μνήμες, οι χοροί, τα τραγούδια και τα κινητά  κειμήλια, εκκλησιαστικά κυρίως και οικογενειακά, που ακολούθησαν την δραματική πορεία των προσφύγων.

Ο ήρεμος σχετικά τρόπος με τον οποίο οι Ανατολικοθρακιώτες εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, δηλαδή χωρίς βιαιοπραγίες και σκοτωμούς, είχε ως αποτέλεσμα να φτάσουν στην Ελλάδα μαζί τους με ασφάλεια πολλά κειμήλια.  Oικογενειακά, θρησκευτικά, εθνικά, δεμένα  με την οικογενειακή και συλλογική κληρονομιά, με χαμένους τόπους  και προσφιλείς ανθρώπους,  με παραδείσους άλλων εποχών, ακόμη και με  μαύρες μνήμες, θυμητάρια άξια τιμής και μνημοσύνης.

Οι περισσότερες εφέστιες εικόνες των θρακικών εκκλησιών μεταφέρθηκαν στη νέα πατρίδα από εκκλησιαστικές επιτροπές και ιερείς, και ήταν η πρώτη επιλογή τους  κατά την απόσυρση των αναγκαίων πραγμάτων από τις προαιώνιες εστίες τους. Με πόνο ψυχής και θρήνο οι ιερείς αποσπούσαν από τα τέμπλα τις εικόνες του πολιούχου του χωριού ή της πόλης. Τις τύλιγαν προσεκτικά σε πολύτιμα υφάσματα και τις κουβαλούσαν μαζί με την αναγκαία οικοσκευή της οικογένειας, στα τρένα, τα πλοία  και τα κάρα.  Αυτές οι εικόνες ήταν η ζωή τους και ο προστάτης τους στις ώρες της οδυνηρής προσφυγικής πορείας και  γύρω από την εφέστια εικόνα  συσσωματώθηκαν στη νέα πατρίδα, έχτισαν χωριά και την έβαλαν πρωτόθρονη στη νεόδμητη εκκλησία τους.  Μάλιστα, για την εύκολη  μεταφορά  τους, έκοβαν με πριόνι στη μέση τις εικόνες μεγάλων διαστάσεων, όπως  την εικόνα του Αγίου Γεωργίου, πολιούχου του χωριού Καλλιό (κοντά στα Άθυρα) που βρίσκεται σήμερα στα  νέα Άθυρα της Πέλλας.

Κομμάτι κομμάτι, αφού το διέλυσαν, μετέφεραν το παλιό ξυλόγλυπτο τέμπλο του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Γεωργίου οι πρόσφυγες από τις Μέτρες, την παλιά Τσατάλτζα, εδώ στη Γέφυρα Θεσαλονίκης, το παλιό Τόψιν στον Αξιό. Με το τρένο ως την Αλεξανδρούπολη και με πλοίο ως τη Θεσσαλονίκη. Έχτισαν μάλιστα τη νέα εκκλησία της Παναγίας Ρευματοκρατούσας με βάση τις διαστάσεις του παλιού τέμπλου και τοποθέτησαν εκεί την εικόνα της Παναγίας Ρευματοκρατούσας, που την τιμούν δεόντως και τα δύο σύνοικα στοιχεία των προσφύγων, Μετρηνών και Σωζοπολιτών, που συγκροτούν  τη νέα κοινή πατρίδα. Εκτός από το τέμπλο και την εφέστια εικόνα, μετέφεραν  και τον υπόλοιπο εξοπλισμό της εκκλησίας της Μητρόπολης Μετρών και Αθύρων, που περιλάμβανε εικόνες,  βιβλία, καντήλες, κρυστάλλινους πολυελαίους και μανουάλια.

Πολλές εικόνες έμειναν μαζί τους για χρόνια στα προσφυγικά καταλύματα, όπως η Παναγία η Ρευματοκράτειρα ή Ρευματοκρατόρισσα, που την έφεραν από την παράλια πολιτεία  της Ανατολικής Θράκης οι Ραιδεστινοί πρόσφυγες και τη λάτρευαν στην εκκλησία της Αχειροποιήτου στη Θεσσαλονίκη, όπου για χρόνια ο ναός ήταν ο προσφυγικός κοιτώνας τους. Η ασημοστολισμένη  Παναγία η Ρευματοκρατόρισσα ξέμεινε στην Αχειροποίητο και μετά την αποχώρηση των προσφύγων. Είναι η πρωτόθρονη εικόνα του ναού και το παλλάδιο των Θρακιωτών που την τιμούν πανηγυρικά τη Δευτέρα της Κυριακής του Θωμά, γιατί τους θυμίζει τις οδύνες του ξεριζωμού και τους δεσμούς με την παλιά πατρίδα. Ο αγαπημένος μας Γιώργος Ιωάννου, παιδί προσφύγων από τη Ραιδεστό της Ανατολικής Θράκης, αφιερώνει ένα συγκινητικό διήγημα στο βιβλίο του ‘’Η Σαρκοφάγος’’ για την Παναγία την Ρευματοκρατόρισσα: ‘’Στη Σαλονίκη τους πιο πολλούς τους στρίμωξαν  στην Αχειροποίητο ή εκεί γύρω. Αυτοί αφού έστησαν την εικόνα στη θέση του ιερού, χώρισαν με κουβέρτες και σεντόνια χώρους σα δωμάτια κι άρχισαν να ζουν… Εκτός από την εικόνα, σχεδόν τίποτα άλλο δεν απομένει από κείνη τη γενιά. Όσο την κοιτάζω τόσο θαρρώ πως βλέπω στο πρόσωπό της τη γιαγιά μου. Οι άνθρωποι μοιάζουν στις δικές τους περιοχές. Είναι νέα όμως η εικόνα και όμορφη και στο δέρμα κεραμιδιά, σαν να βουτήχτηκε, πράγμα διόλου απίθανο, σε αιμάτινο ποτάμι…’’    

Με τον αραμπά ήρθε και ο βαρύς μαυριδερός Άγιος Γεώργιος ο Αράπης από την Ηράκλεια της Θράκης  και στήθηκε για λίγα χρόνια στο προσκυνητάρι της εκκλησίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ώσπου να  ενθρονιστεί στον περίλαμπρο ναό του, στη παραλιακή νέα Ηράκλεια της Χαλκιδικής που θυμίζει τις ακτές και τη θάλασσα της Προποντίδας. Ο  καβαλάρης άγιος είχε την πρώτη δημοτικότητα στη Θράκη και τιμούνταν ιδιαίτερα με πολλές εκκλησίες και αγιάσματα σε όλη τη θρακιώτικη ενδοχώρα.

 Οι φορητές εικόνες  και άλλα εκκλησιαστικά αντικείμενα από την Αίνο, τη μεγάλη εμπορική και ναυτική πολιτεία στην ανατολική πλευρά των εκβολών του Έβρου, που έφεραν με τα καράβια τους οι Αινίτες πρόσφυγες  στο Δεδέαγατς, την Αλεξανδρούπολη, γέμισαν σχεδόν ένα μουσείο, το σημαντικό  Εκκλησιαστικό  Μουσείο Αλεξανδρούπολης. Είναι εικόνες εξαιρετικής τέχνης, οι περισσότερες  του 18ου αιώνα από τις μεγάλες εκκλησίες της πόλης, την Αγία Σοφία και την Αγία Κυριακή που φημίζονταν για τον πλούσιο διάκοσμό τους.

 Δείτε ιδιαίτερα την εικόνα της Παναγίας Κυκκώτισας, στον τύπο της Παναγίας από τη μονή Κύκκου της Κύπρου, που χρονολογείται στα 1754 και προέρχεται από το τέμπλο της Αγίας Κυριακής της Αίνου.   Στο ίδιο μουσείο βρίσκεται και η αρχιερατική  στολή  του μητροπολίτη Αίνου, μετέπειτα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ανθίμου Τσάτσου (1827-1913).  Επίσης στο Εκκλησιαστικό Μουσείο Αλεξανδρούπολης φυλάσσεται ο ξυλόγλυπτος  δεσποτικός θρόνος  του 18ου αιώνα που έφεραν οι Αινίτες  στην Αλεξανδρούπολη από τους ναούς της Αίνου.

Αρκετές  αργυρές λειψανοθήκες με λείψανα αγίων μεταφέρθηκαν από τους πρόσφυγες στη νέα εγκατάστασή τους. Τις κάρες του Αγίου Αγαθόνικου και της Οσίας Ξένης  έφεραν μαζί τους οι κάτοικοι της  Συλήβριας και τις εναπόθεσαν στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη στην Καβάλα, που στάθηκε ο πρώτος σταθμός της τραγικής εξόδου τους Στην ίδια εκκλησία, όπου βρίσκεται και η πολιούχος Παναγία η Συληβρινή, συγκεντρώνονται τις μέρες μνήμης  των αγίων τους οι απανταχού Σηλυβρινοί και άλλοι Ανατολικοθρακιώτες, τιμούν τους προστάτες τους  και αναθερμαίνουν τη μνήμη της χαμένης πατρίδας.

Πολύτιμος θησαυρός προσφυγικών κειμηλίων από την Ανατολική Θράκη  είναι οι περίφημες αναστενάρικες εικόνες που έφεραν οι πρόσφυγες κυρίως από το Κωστί της Στράντζας. Εδώ μια αναστενάρικη εικόνα,  από το Κωστί της Αγαθούπολης  που ανήκει στην οικογένεια του Γιάννη Στρίκου  από τη Θεσσαλονίκη. Οι πιο παλιές από αυτές βρίσκονται στη Μαυρολεύκη της Δράμας, όπου εγκαταστάθηκαν  αρκετοί Κωστηνοί μετά το 1922. Επίσης εικόνες των αναστενάρηδων βρίσκονται στην Αγία Ελένη Σερρών, τον Λαγκαδά και τη Μελίκη Ημαθίας όπου έφτασαν αρκετοί κάτοικοι των χωριών της περιοχής Αγαθούπολης όπου τελούνταν το έθιμο των ανεστεναρίων.

Η περιπέτεια της μεταφοράς των κειμηλίων

Ο κατάλογος των εικόνων που έφεραν μαζί τους οι Ανατολικοθρακιώτες πρόσφυγες,  απλοί πιστοί,  μητροπολίτες και ιερείς, είναι μακρύς. Θα πρέπει  όμως να γίνει μια μικρή ιστορική αναφορά για τα χιλιάδες άλλα κειμήλια που φορτώθηκαν σε κιβώτια και μεταφέρθηκαν  στην Αθήνα, ακολουθώντας κι αυτά τη μοίρα των προσφύγων. Είναι συγκινητική η περιπέτεια της διάσωσης, η αποθήκευσή τους σε ακατάλληλα μέρη και τελικά η διάσωσή τους, χάρη στις προσπάθειες κάποιων ευαίσθητων αρχαιολόγων και το ενδιαφέρον ιερωμένων και λογίων προσφύγων. Τα περισσότερα  εκκλησιαστικά κειμήλια της Ανατολικής Θράκης, οργανωμένα και  συσκευασμένα, έφθασαν στην Ελλάδα με ασφάλεια, γιατί οι συνθήκες του ξεριζωμού ήταν πιο  αργές και πιο ήρεμες σε σχέση με τη Μικρά Ασία. Οι κατά τόπους μητροπολίτες, εκκλησιαστικές επιτροπές και τοπικές κοινοτικές αρχές συγκέντρωσαν σε  ξύλινα κιβώτια, που έφεραν την ένδειξη κάθε εκκλησίας  και χωριού, όλους τους εκκλησιαστικούς θησαυρούς, φορητές εικόνες, σταυρούς, επιτάφιους, εξαπτέρυγα, θυμιατά,  δισκοπότηρα, καντήλια,  άμφια, παλιά χειρόγραφα, βιβλία και άλλα πολύτιμα αντικείμενα.

Με την ευθύνη των μητροπολιτών κάθε περιφέρειας, που σε μερικές περιπτώσεις τα συνόδευαν αυτοπροσώπως, μεταφέρονταν  με πλοία και τρένα, ακόμη και με κάρα, και παραδίνονταν στην ειδική επιτροπή  συγκέντρωσης εκκλησιαστικών κειμηλίων των προσφύγων που είχε συγκροτηθεί  από την ελληνική κυβέρνηση. Επικεφαλής της επιτροπής ήταν ο διαπρεπής βυζαντινολόγος Αδαμάντιος Αδαμαντίου. Η πρώτη παραλαβή ήταν 69 κιβώτια με πολύτιμα κειμήλια από έξι ναούς της Αδριανούπολης , καθώς και από τη βιβλιοθήκη και την κεντρική εφορία της πόλης. Τα κιβώτια παραδόθηκαν στο βυζαντινό μουσείο που στεγαζόταν εκείνη την εποχή στο ισόγειο της Ακαδημίας στην Αθήνα. Στον ίδιο χώρο μεταφέρθηκαν και άλλα 44 κιβώτια με κειμήλια από τις κοινότητες Αίνου, Ραιδεστού και Τυρολόης και 74 κάσες με αντικείμενα από το νησί  της Προποντίδας Κούταλη.  Ο πλούτος των εκκλησιαστικών κειμηλίων από τις εκκλησίες της Περίστασης συγκεντρώθηκαν στις ώρες του εκπατρισμού σε 18 κιβώτια και μεταφέρθηκαν το 1922 στη Θεσσαλονίκη με τα καράβια των προσφύγων από την Περίσταση και το Μυριόφυτο.

Η επιτροπή συνέχιζε να παραλαμβάνει και άλλα κιβώτια με κειμήλια που έφταναν απ’ όλα τα μέρη της προσφυγιάς, καθώς πύκνωναν οι καραβιές με τους ξεριζωμένους.  Ο χώρος όμως της Ακαδημίας αποδείχτηκε μικρός για να χωρέσει τους θησαυρούς του ελληνισμού που τους διέσωσε η ευσέβεια, η στοργή προς το πολιτισμικό παρελθόν και το ψυχικό σθένος των προσφύγων. Το 1925 ο νέος διευθυντής του βυζαντινού μουσείου, ο καθηγητής βυζαντινής αρχαιολογίας, Γεώργιος Σωτηρίου, πέτυχε να μεταφερθούν 250 κιβώτια που περιείχαν 2900 περίπου κειμήλια και να στεγαστούν προσωρινά στους  βασιλικούς στάβλους, στο Τατόι. Η ίδια επιτροπή  ζήτησε  από τους μητροπολίτες της Θράκης να έρθουν και να παραλάβουν τα κειμήλια της δικαιοδοσίας τους, τα οποία διένειμαν στις δικαιούχους νέες κοινότητες των προσφύγων, ενώ τα κειμήλια που είχαν ιδιαίτερη αρχαιολογική, καλλιτεχνική και ιστορική  αξία κρατήθηκαν και διανεμήθηκαν στα μεγάλα μουσεία της χώρας. Τα περισσότερα κειμήλια από τη Θράκη βρίσκονται στο Μουσείο Μπενάκη, το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και το Βυζαντινό και Χριστιανικό  Μουσείο Αθηνών.

Πολύτιμα μεταλλικά κειμήλια

Τα κειμήλια της ανατολικής Θράκης αποτυπώνουν τον πλούτο  και την ευμάρεια των Ελλήνων κατοίκων, το πολιτισμικό επίπεδο και την οικονομική και κοινωνική δομή των συντεχνιών τους, τον υψηλό  βαθμό ελληνομάθειας και την προσήλωσή τους στην εκκλησία και την εθνική παράδοση. Σε πολλά εκκλησιαστικά βιβλία διασώζεται πλούτος ενθυμήσεων,  δηλαδή απλών και άμεσων χειρόγραφων σημειώσεων για τοπικά  και γενικά γεγονότα, αλλά και συγκινητικών καταγραφών, όπως αυτή σε ευαγγέλιο από την Αδριανούπολη. Κάποιος, προφανώς ιερωμένος, έγραψε στο εσώφυλλο του Ευαγγελίου: «Τελευταία Αρχιερατική λειτουργία 1922 Οκτωβρίου 9η. Κυριακή. Έπειτα  εκτοπισμός»!   

Η πρωτεύουσα της Θράκης, η Αδριανούπολη,  κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο των πολύτιμων κειμηλίων, που έφτασαν με τους πρόσφυγες στην Ελλάδα. Ακολουθούν τα άλλα αστικά κέντρα, η Ραιδεστός, η Σηλυβρία, η Αίνος, οι Σαράντα Εκκλησίες, η Ηράκλεια,  η Καλλίπολη. Φτιαγμένα ίσως σ’ αυτές τις πόλεις κι άλλα φερμένα από άλλους τόπους, όλα όμως απηχούν την τέχνη της Κωνσταντινούπολης που ήταν το πνευματικό κέντρο του ελληνισμού και επηρέαζε καλλιτεχνικά τη γειτονική Θράκη.

Να δούμε  τώρα  ενδεικτικά,  μερικά από τα πολύτιμα κειμήλια της Ανατολικής Θράκης που φυλάσσονται κυρίως στα μουσεία Μπενάκη και το Χριστιανικό και Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών.

 Εντυπωσιακός είναι ο δίσκος  της συντεχνίας των γουναράδων από την Αδριανούπολη, που βρίσκεται στο μουσείο Μπενάκη και χρονολογείται το 1668.  Είναι ένας σφυρηλατημένος ασημένιος δίσκος με επιχρύσωση, διαμέτρου μισού μέτρου περίπου, που ανέθεσε η  πιο πλούσια  συντεχνία  της πόλης, των γουναράδων, στην  εκκλησία της Παναγίας Καλυκαραίας.  Στον δίσκο υπάρχει έμμετρη αρχαϊκή επιγραφή  για τον λόγιο και δραστήριο μητροπολίτη Αδριανούπολης Νεόφυτο (1644-88) που εκλέχτηκε αργότερα  οικουμενικός πατριάρχης. Στο  δίσκο κυριαρχεί η κυψελωτή διακόσμηση και στο κέντρο φέρνει χαρακτή παράσταση του προφήτη Ηλία που είναι ο προστάτης των γουναράδων. Πολλά αφιερώματα  προς τις εκκλησιές της Αδριανούπολης του λόγιου μητροπολίτη Νεόφυτου, η ποιμαντορική του ράβδος και άλλα κειμήλια φυλάσσονται στο βυζαντινό μουσείο Αθηνών.

  Ένας ακόμη ασημένιος δίσκος στο ίδιο μουσείο, με παράσταση της Κοίμησης της Θεοτόκου στο κέντρο, προέρχεται από την Αδριανούπολη και είναι  αφιέρωμα του ίδιου μητροπολίτη Αδριανούπολης, του Νεοφύτου, σε ναό της πόλης. Φαίνεται ότι κατασκευάστηκε στο ίδιο εργαστήρι της Κωνσταντινούπολης και μάλιστα την ίδια χρονιά με τον προηγούμενο, το 1668.  

  Δεύτερη σημαντική συντεχνία της Αδριανούπολης ήταν των τουλκέρηδων ( των κτιστών, των μαστόρων), που ήταν περίφημη σε όλη τη Θράκη. Αυτή η συντεχνία αφιέρωσε στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, μετόχι του Παναγίου Τάφου στην Αδριανούπολη, το  Ευαγγέλιο του 1791, που φέρει επίχρυσο ασημένιο κάλυμμα με την  παράσταση εις Άδου κάθοδον  φιλοτεχνημένη το 1799. Στο κάτω μέρος της σελίδας  φέρει την επιγραφή: «Εις τον καιρόν του ηγουμένου κυρ Δανιήλ αφιέρωμα του εσναφίου  των τουλκέρηδων δια το μνημόσυνον εν έτει 1799, ανεκαινήσθη 1821».

 Εξαιρετικής τέχνης  είναι ένα αρτοφόριο του 1667 πού ήρθε από την Αδριανούπολη και φυλάσσεται στο μουσείο Μπενάκη. Είναι σφυρήλατο, σκαλιστό με ημιπολύτιμες πέτρες στο σταυρό της κορυφής του. Έχει λιτή μορφή διακοσμημένη με ανθέμια και χαρακτή κυκλική επιγραφή που λέει: ‘’ Το παρόν αρτοφόριον το αφιέρωσεν  εις τον ναόν της κυρίας Θεοτόκου εις μητρόπολιν Αδριανούπολυ  δια μνημόσυνον ο Δημήτρης (όχι Δημήτριος) ο υιός του δράκου ο Κωνσταντινοπουλίτης  εν έτει 1667’’.  Όπως βεβαιώνουν  και τα ενυπόγραφα στοιχεία είναι τεχνούργημα εργαστηρίου της Κωνσταντινούπολης  που αποτυπώνει, όπως και τα υπόλοιπα έργα που βλέπουμε, το υψηλό επίπεδο δεξιοτεχνίας και καλλιτεχνίας των χριστιανών  χρυσοχοόων στην κατασκευή εκκλησιαστικών αντικειμένων.

Πολλά κειμήλια ήρθαν από την άλλη μεγάλη πόλη της Ανατολικής Θράκης, τη Ραιδεστό. Είναι ένα  ασημένιο θυμιατήρι από την πόλη της Προποντίδας,  που  σύμφωνα με την εγχάρακτη επιγραφή είναι «κτήμα της Πανα(γίας) της Ρευματο(κρατόρισσας)», έργο του 1847, με άνθινα ανοίγματα για την έξοδο του θυμιάματος. Κατασκευάστηκε στην Κωνσταντινούπολη και δείχνει την καλλιτεχνική ελευθεριότητα του τεχνίτη, καθώς ο θόλος του ναού που υποδηλώνει το θυμιατό, μετατράπηκε σε άνθινο διάκοσμο.

  Συγκινητικά αλλά και ενδεικτικά της υψηλής αποστολής τους είναι τα  γαμήλια στέφανα  που ήρθαν στην Αθήνα από την Καλλίπολη. Ανήκαν στην εκκλησία της Παναγίας της Καλλίπολης, κοντά στο λιμάνι, και μ’ αυτά τα βαρύτιμα  και βαριά στην κυριολεξία στέφανα παντρεύονταν οι νέοι της θρακικής πόλης. Έχουν θολωτό σχήμα, που μοιάζει με βυζαντινό στέμμα και κοσμούνται με διάτρητο διάκοσμο από κλαδιά και άνθη που συμβολίζουν την ευτυχία, την ευγονία και τη γονιμότητα.

    Από την Καλλίπολη προέρχεται και ο ασημένιος δίσκος με παράσταση του έφιππου Αγίου Δημητρίου να σκοτώνει πολεμιστή  μπροστά στα τείχη της Θεσσαλονίκης. Ο νεκρός πολεμιστής  είναι ο Βούλγαρος τσάρος Καλογιάννης ή Σκυλογιάννης. Η παράσταση αναφέρεται στην πολιορκία της Θεσσαλονίκης από τους Βούλγαρους το 1207 και δοξάζει την παρέμβαση του πολιούχου αγίου για τη σωτηρία της πόλης του. Σύμφωνα με την επιγραφή, ο σκαλισμένος εμπίεστος δίσκος ήταν κτήμα της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου της  Καλλίπολης και φιλοτεχνήθηκε  το 1852.

Ένα βαρύτιμο Ευαγγέλιο έκδοσης του 1687 με περίτεχνο κάλυμμα από επίχρυσο ασήμι, σμάλτο, νιέλλο (τεχνική σαβάτι) και πολύτιμες πέτρες, από το  χωριό Ευκάριο των Σαράντα Εκκλησιών. Η πολύχρωμη πανδαισία διατηρεί την παράδοση των πολύτιμων καλυμμάτων ευαγγελίων με σμάλτο και συρματερό διάκοσμο που ήταν αναπτυγμένη  σε αρκετά κέντρα αργυροχρυσοχοϊας της Θράκης. Το ευαγγέλιο ανήκε  στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου  και το κάλυμμα  κατασκευάστηκε με δαπάνη «των ευσεβών χριστιανών  επί έτος 1710». Στο κεντρικό τμήμα εικονίζονται δυο παραστάσεις: Η εις Άδου κάθοδος και η Σταύρωση που περικλείονται με  22 πλακίδια που εικονογραφούνται με σκηνές από το Δωδεδεκάορτο, αγίους και ευαγγελιστές.

  Στο Χριστιανικό και Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών βρίσκεται το βυζαντινό χειρόγραφο Ευαγγέλιο από την Αδριανούπολη. Είναι γραμμένο σε περγαμηνή, κοσμείται με έγχρωμα  επίτιτλα κοσμήματα και χρονολογείται τον 12ο αιώνα. Είναι δερματόδετο με πιεστά ανάγλυφα κοσμήματα.

 Στο ίδιο μουσείο εκτίθεται η σημαντική φορητή εικόνα με τη σπάνια παράσταση ‘Χριστός η Άμπελος’’ που προέρχεται από τη Ραιδεστό και χρονολογείται τον 16ο αιώνα. Η παράσταση εικονογραφεί την ευαγγελική ρήση ‘’Εγώ ειμί η άμπελος η αληθινή και ο Πατήρ μου ο γεωργός εστί’’. Ο Χριστός παριστάνεται πάνω σε μια κληματαριά και στα κλαδιά της αμπέλου εικονίζονται  σε στηθαία, από τη μέση και πάνω, οι 12 Απόστολοι, ανά έξι σε κάθε πλευρά.

Αναφέραμε  μερικά μόνο από τα εκατοντάδες  βαρύτιμα εκκλησιαστικά κειμήλια που έφτασαν από τις κοινότητες και τις εκκλησίες της  Ανατολικής Θράκης, για να φανεί η μεγάλη καλλιτεχνική παράδοση της περιοχής και να τονιστεί ότι οι θρακικές πόλεις υπήρξαν θησαυροφυλάκια της βυζαντινής καλλιτεχνικής ελληνικής παράδοσης. Πρέπει να επισημάνουμε, επίσης  ότι τα σπουδαιότερα κειμήλια της Ανατολικής Θράκης προέρχονται από πόλεις όπου η εμπορική και ναυτική παρουσία των Ελλήνων ήταν κυρίαρχη. Ακόμη ότι αρκετά κειμήλια είναι αφιερώματα σε εκκλησίες των συντεχνιών (των γουναράδων, των οικοδόμων, των ναυτικών   κλπ.) , των εργασιακών και κοινωνικών σωματείων που ήταν ισχυρά και έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην οικονομική, κοινωνική και πνευματική ζωή του υπόδουλου ελληνισμού.

  Οικογενειακά κειμήλια

     Πέρα από τους εκκλησιαστικούς θησαυρούς, οι Θρακιώτες πρόσφυγες  έφεραν μαζί τους και πολλά οικογενειακά  κειμήλια, οικοσκευές, προικιά, ενδυμασίες, υφαντά, κεντήματα, έπιπλα, κοσμήματα, σερβίτσια, εικονοστάσια, μουσικά όργανα. Πολλά απ’ αυτά διατηρούνται από τους απογόνους των προσφύγων στα σπίτια τους ως ιερή και  πολύτιμη κληρονομιά. Πολλά επίσης φυλάσσονται στις λαογραφικές συλλογές των θρακικών σωματείων και τα κεντρικά μουσεία, το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης, το Μουσείο Μπενάκη, το Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας Θράκης.

Ενδεικτικά του πλούτου και της καλαισθησίας των Ανατολικοθρακιωτών είναι τα οικογενειακά κειμήλια που συγκεντρώθηκαν στη μεγάλη έκθεση του Λαογραφικού και Εθνολογικού Μουσείου Μακεδονίας, σε συνεργασία με την Πανελλήνια Ομοσπονδία Θρακικών Σωματείων, το 1992, στη Θεσσαλονίκη.

Ένα από τα ασυνήθιστα κειμήλια που παρουσίασε αυτή η έκθεση ήταν μια πλήρης επίπλωση θρακιώτικου αστικού σπιτιού. Την επίπλωση και την οικοσκευή είχε φέρει ο πατέρας του Θεμιστοκλή Καραβιώτη  με το καϊκι του από την Καλλικράτεια το 1922. Ο πλούτος και η καλαισθησία του νοικοκυριού δείχνει το υψηλό αστικό επίπεδο  που είχε η παλιά  Καλλικράτεια της Ανατολικής Θράκης.

Αρκετά οικογενειακά κειμήλια της Ανατολικής Θράκης, όπως φορεσιές, υφαντά κλπ.,  φυλάσσονται στις συλλογές του Λαογραφικού και Εθνολογικού Μουσείο Μακεδονίας Θράκης στη Θεσσαλονίκη. Βλέπουμε μερικά φορέματα από την πολύχρωμη γυναικεία ενδυμασία της Ανατολικής Θράκης.

Συγκινητικά κειμήλια είναι και οι παλιές φωτογραφίες των προσφύγων, σχολικές τάξεις, δρόμοι, εκδηλώσεις, οικογένειες, παρέες και πρόσωπα που δείχνουν τον πλούτο, την ευμάρεια, τους συρμούς της μόδας και την ήσυχη κοινωνική ζωή που χάθηκε με την προσφυγιά.

Απ’ όσα γνωρίζω, πέρα από περιορισμένες και αποσπασματικές καταγραφές, δεν υπάρχει μια πλήρης και αναλυτική επιστημονική καταγραφή των κειμηλίων, ένα ενιαίο κόρπους αυτού του θησαυρού, που μεταφέρθηκε στις νέες εγκαταστάσεις των προσφύγων. Υποδειγματική προς αυτήν την κατεύθυνση είναι μια δικτυακή τράπεζα με τίτλο ‘’Κιβωτός κειμηλίων προσφύγων’’ που δημιούργησε το Πολιτιστικό Αναπτυξιακό Κέντρο Θράκης, γνωστότερο ως ΠΑΚΕΘΡΑ, που εδρεύει στην Ξάνθη.  Χωρισμένo σε κατηγορίες παραθέτει  φωτογραφίες και πλήρη στοιχεία κατά είδος χιλιάδων κειμηλίων (εκκλησιαστικά αντικείμενα, χειρόγραφα, βιβλία, ενδυμασίες, οικοσκευή, κοσμήματα κλπ.) και κατά προέλευση (Μικρά Ασία, Ανατολική και Βόρεια Θράκη και Πόντο). Η καταγραφή αφορά μόνο πέντε νομούς της Βόρειας Ελλάδας Έβρου, Ροδόπης, Ξάνθης, Καβάλας και Δράμας.

 Δυο συγκινητικές περιπτώσεις διάσωσης

Θα μου επιτρέψετε να κλείσω αυτήν την σύντομη περιήγηση με δυο συγκινητικές μεταφορές κειμηλίων, τους κούρους της Ραιδεστού και τη βιβλιοθήκη του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Αδριανούπολης.

Στο Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης βρίσκονται δυο αρχαϊκά αγάλματα που μετέφεραν  οι ξεριζωμένοι πρόσφυγες από τη Ραιδεστό  το 1922.  Ο κούρος της Ραιδεστού και η κόρη της Βιζύης ήταν  τα δύο σημαντικότερα  γλυπτά από τη μεγάλη αρχαιολογική συλλογή που οργανώθηκε από τα τέλη του 19ου αιώνα και φυλασσόταν ως το 1922 στη Ραιδεστό. Στα πρακτικά του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης δεν σημειώνονται λεπτομέρειες πώς έφτασαν στη Θεσσαλονίκη, ακολούθησαν όμως σίγουρα τη μοίρα των προσφύγων.   Πρώτο μέλημα των Θρακιωτών ήταν να περισώσουν τα θρησκευτικά τους και εθνικά κειμήλια, μετά την ασφαλή έξοδο των μελών της οικογένειάς τους. Κι όμως στις άμεσες προτεραιότητες των προσφύγων ήταν και τα αρχαία γλυπτά. Οι λόγοι  της μεταφοράς ήταν προφανείς. Τα  δύο μαρμάρινα αγάλματα αποτελούσαν για τους ξεριζωμένους Ραιδεστινούς την εθνική κληρονομιά που θα θεωρούνταν, σύμφωνα με τον ηθικό και πατριωτικό κώδικα, έσχατη προδοσία, εγκατάλειψη οικείου προσώπου στον εχθρό, αν αφήνονταν στο χώρο τους.

Θα μου επιτρέψετε  να αναφερθώ και σε μια προσωπική μνήμη. Η γνωριμία με την «κόρη της Βιζύης» και τον «κούρο της Ραιδεστού»,  τα δυο αρχαϊκά αγάλματα του τέλους του 6ου αιώνα, έγινε στα φοιτητικά μου χρόνια. Ο αείμνηστος καθηγητής μου της κλασικής αρχαιολογίας Γεώργιος Μπακαλάκης στα μαθήματά του στο αρχαιολογικό μουσείο Θεσσαλονίκης αφιέρωνε αρκετό χρόνο μπροστά στα δύο αρχαϊκά αγάλματα. Με διάφορες ιστορικές και σύγχρονες παρεκβάσεις ανέλυε την αισθητική τους, μιλούσε για ιωνικές επιδράσεις ή την πιθανή μεταφορά τους από την Ιωνία στη Θράκη. Κάποια στιγμή διέκοπτε το βροντερό και καλαίσθητο λόγο του, στύλωνε τα μάτια του στα αγάλματα και με σιγανή συγκινημένη φωνή έλεγε: «Είναι κι αυτά προσφυγάκια»!.. Εννοώντας πρόσφυγες σαν τον ίδιο, που ήρθε από τη μικρασιατική Χηλή κι έσκαψε νεαρός αρχαιολόγος στα χώματα της Δυτικής Θράκης.

Το αρχαιολογικό μουσείο Θεσσαλονίκης το 2016 οργάνωσε ειδική αίθουσα  όπου εκτέθηκαν τα μαρμάρινα προσφυγάκια της Ραιδεστού και άλλες αρχαιότητες από την ανατολικοθρακιώτικη πολιτεία, μια έκθεση που μεταφέρθηκε και στη Θράκη, στο νεόδμητο αρχαιολογικό μουσείο της Αλεξανδρούπολης.

Η  δεύτερη ιστορία  αφορά την περιπέτεια της σημαντικής βιβλιοθήκης του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου  Αδριανούπολης, που ιδρύθηκε το 1872 και με τη δράση του είχε γίνει το πρότυπο των θρακικών συλλόγων στην εκπαιδευτική πολιτική, την ανέγερση σχολείων και τη συγκέντρωση αρχαιοτήτων. Μετά την καταστροφή ο Σύλλογος, ακολουθώντας τους Αδριανουπολίτες και τους υπόλοιπους  Θρακιώτες , εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, κουβαλώντας όλη σχεδόν την πνευματική προίκα που είχε στην αξιόλογη βιβλιοθήκη του. Στεγάστηκε πρόχειρα σε διάφορα οικήματα και αρκετά βιβλία διαρπάχτηκαν στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής.

Τελικά ένας Αδριανουπολίτης, ο Λουκάς Φιλιππίδης, ενδιαφέρθηκε για τη σωτηρία της βιβλιοθήκης και δώρισε ένα διαμέρισμα  στην οδό Αρχαιολογικού Μουσείου όπου στεγάστηκε το σπουδαίο αρχείο του Συλλόγου. Εκεί επιστημονική ομάδα του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης υπό την εποπτεία του καθηγητή Κων. Βακαλόπουλου έκανε την καταγραφή τους, ενώ ο καθηγητής με βάση τα αρχεία έγραψε ένα βιβλίο για την ιστορία του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Αδριανούπολης. Μια ιστορία όπου αντανακλάται ολόκληρη η κοινωνική και εκπαιδευτική εικόνα  της Αδριανούπολης στα 50 χρόνια της ανάτασης και της πτώσης της. Η βιβλιοθήκη του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Αδριανούπολης  με 5.500 βιβλία συγκροτείται από διάφορες συλλογές με ποικιλία θεμάτων και διαθέτει πολλές παλιές εκδόσεις  από τον 15ου ως τον 19ου αιώνα. Υπάρχουν πλήρεις σειρές  των κλασικών συγγραφέων, αρκετές μάλιστα  είναι σπάνιες εκδόσεις  που τυπώθηκαν στη Βενετία,  την Τυβίγγη, τη Βιέννη και τη Λειψία. Στα παλιότερα βιβλία της βιβλιοθήκης περιλαμβάνονται τα ειδύλλια του Θεοκρίτου, του 1495, ένα βιβλίο του Αριστοτέλη του  1495-1498 και μια Ανθολογία αρχαίων επιγραμμάτων  του 1555, τυπωμένα στο τυπογραφείο του Άλδου Μανούτιου στη Βενετία.

Ανάμεσα στα πολύτιμα βιβλία υπήρχαν και πολλά φωτογραφικά ντοκουμέντα  από την πνευματική δράση του Συλλόγου στην Αδριανούπολη και τη μείζονα Θράκη.

Το 2001 η Βουλή των Ελλήνων χρηματοδότησε μια σημαντική δράση για την ιστορική και άγνωστη βιβλιοθήκη του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Αδριανούπολης, για να γίνει  ηλεκτρονική καταλογογράφηση, ψηφιοποίηση και  συντήρηση των  εντύπων της. Το επιστημονικό και τεχνολογικό πρόγραμμα ανέλαβε το Πανεπιστήμιο Κρήτης. Ετσι για μεγάλο χρονικό διάστημα 3.500 παλιά βιβλία της βιβλιοθήκης μεταφέρθηκαν κατά ομάδες στο Ρέθυμνο, όπου επιδιορθώθηκαν από  έμπειρους συντηρητές και  έγινε  πλήρης ηλεκτρονική καταλογογράφηση, διαθέσιμη στο διαδίκτυο. Ο ηλεκτρονικός κατάλογος της ψηφιακής βιβλιοθήκης ‘Ανέμη’ του Πανεπιστημίου Κρήτης περιλαμβάνει όλα τα παλιά βιβλία του Συλλόγου Αδριανουπολιτών, ενώ έχουν ψηφιοποιηθεί τα περισσότερα παλαίτυπα βιβλία προς χρήση των ερευνητών και για την προστασία των αυθεντικών εντύπων.

Το 2012 η βιβλιοθήκη του ιστορικού Συλλόγου δωρήθηκε στον δήμο Ορεστιάδας. Στην πόλη που κτίστηκε μετά από την εκκένωση της Θράκης το 1922, από πρόσφυγες της περιοχής Αδριανούπολης και προπαντός από το πλούσιο προάστιό της Κάραγατς.

Διερμηνεύοντας πιστεύω και την προσδοκία όλων των Θρακιωτών, από την Ανατολική, τη Βόρεια  ή Ανατολική Ρωμυλία και την Δυτική  Θράκη,  θέλω να εκφράσω την ευχή και την ελπίδα  ότι ωρίμασε ο καιρός, όλα αυτά τα  κειμήλια να συγκεντρωθούν  σε ένα μεγάλο μουσείο της ενιαίας Θράκης για να διατηρηθεί με ασφάλεια και διάρκεια η πολιτισμική και πνευματική κληρονομιά των Θρακιωτών. Τα θρακιώτικα σωματεία και οι πανελλήνιοι φορείς τους  πρέπει να πάρουν από κοινού την πρωτοβουλία για την ίδρυση ενός μεγάλου Μουσείου του Θρακικού  Πολιτισμού στη Δυτική Θράκη.  Να το διεκδικήσουμε όλοι μαζί, ώστε  να υλοποιηθεί αυτή η ρεαλιστική και πολλαπλώς χρήσιμη πρόταση. Θα είναι ένα ζωντανό μουσείο ιστορίας και αυτογνωσίας, μια πανοραμική προβολή και διαχρονική υπεράσπιση του για αιώνες ελληνικού ενιαίου θρακικού χώρου, του θρακικού ελληνισμού και πολιτισμού”.

Χ.ΖΑΦ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here