Η Θεσσαλονίκη, διαρκές άστυ από την ίδρυσή της, μια πόλη χωρίς διακοπή για 23 αιώνες, είναι ένα παλίμψηστο χειρόγραφο ιστορίας. Οι εποχές της, από τα προϊστορικά χρόνια, των ευρημάτων της Τούμπας και του Βελλίδειου, ως τη σύγχρονη περίοδο των σεισμών είναι διατεταγμένες σε στρωματογραφικές επιφάνειες που ανακαλύπτουν οι αρχαιολόγοι και οι εργολάβοι στις βαθιές εκσκαφές των οικοπέδων. Πράγματι, ο σύγχρονος μηχανικός εκσκαφέας που άνοιγε θεμέλια και υπόγεια των πολυώροφων οικοδομών στο μεσοπόλεμο και στις δεκαετίες της μεταπολεμικής αντιπαροχής, ήταν ο πιο άμεσος και χρήσιμος σύμβουλος των αρχαιολόγων, αλλά και ο πιο επικίνδυνος μάρτυρας των οικοπεδούχων και της αλλαγής των ρυμοτομικών σχεδίων. Σε λιγότερο από πενήντα χρόνια, στον 20ό αιώνα, αποκαλύφτηκε ο αρχαίος πολεοδομικός καμβάς της πόλης. Χάρη στις εκσκαφές των οικοπέδων αποκαλύφτηκε το ανάκτορο του Γαλερίου στην πλατεία Ναβαρίνου, η πομπική οδός ως τη Ροτόντα, και η ρωμαϊκή αγορά στην πλατεία Αρχαίας Αγοράς, όπου θα κτιζόταν το δικαστικό μέγαρο. Αλλά και σήμερα, ρωμαϊκοί και βυζαντινοί δρόμοι από τη διάνοιξη της σήραγγας του μετρό.
Η διατήρηση των καταλοίπων της αρχαίας και παλαιοχριστιανικής Θεσσαλονίκης είναι ένα τεράστιο ζήτημα που αντιμετωπίστηκε πολλές φορές, από τον μεσοπόλεμο ακόμη, με τριβές ανάμεσα στο κράτος και τους παράγοντες των οικοπέδων και το δήμο. Αξίζει εδώ να αναφέρουμε τον προβληματισμό ενός παλιού εφόρου αρχαιοτήτων, του Χαράλαμπου Μακαρόνα, όταν το 1939 βρήκε σε εκσκαφή οικοπέδου στη σημερινή οδό Καραολή-Δημητρίου, το ανέγγιχτο ιερό του Αιγύπτιου θεού Σάραπη, το Σαραπείο, και τέθηκε μπροστά του το δίλημμα της διατήρησης του μοναδικού αυτού μνημείου.
«Η ανάγκη της διατηρήσεως των σημαντικών τούτων ευρημάτων, έγραφε, υπέκυψε προ των υπερόγκων δαπανών, αίτινες θα ανήρχοντο εις πλέον των δύο εκατομμυρίων δραχμών, εάν ενηργούντο απαλλοτριώσεις κλπ. Η ζωή μιας συγχρόνου πόλεως, ως η Θεσσαλονίκη, δημιουργεί ενίοτε δυσμενείς και αδυσωπήτους όρους, υπό τους οποίους είναι μεν λυπηρόν, αλλ’ αναπόφευκτον να υποχωρεί το αρχαιολογικόν συμφέρον».
Πρέπει να τονίσουμε ότι η μεγάλη παρέμβαση, η εκ θεμελίων μεταμόρφωση της πόλης στη διάρκεια των 2.300 χρόνων ζωής, έγινε στη διάρκεια των τελευταίων εκατό χρόνων, μόλις τον 20ό αιώνα, από δύο αιτίες, μία φυσική και μια ιδεολογική. Η πρώτη ήταν η φοβερή πυρκαγιά του 1917 που κατέστρεψε ολοσχερώς την ανατολίτικη πόλη, τη βυζαντινή και την οθωμανική, και δεύτερη η ελληνοκεντρική, η εθνικιστική στάση του επίσημου ελληνικού κράτους που ήθελε να την εξευρωπαϊσει, να την αποκαθάρει από καθετί το ανθελληνικό και να απαλείψει οτιδήποτε δεν ήταν καμωμένο από ελληνικά χέρια. Σ’ αυτήν την τάση προστέθηκε και η ασυδοσία της μεταπολεμικής αντιπαροχής, με αποτέλεσμα να καταστραφούν και τα τελευταία κατάλοιπα της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της πόλης. Να τα βάλουμε όμως σε μια σειρά.
Οι αλλαγές στην τελευταία οθωμανική περίοδο
Όταν μιλούμε για μεταμορφώσεις της πόλης δεν περιοριζόμαστε μόνο στις πολεοδομικές και ρυμοτομικές αλλαγές. Είναι και οι πληθυσμιακές, οι εθνολογικές, κοινωνικές και ιδεολογικές. Από την ίδρυση της πόλης ως τον 15ο αιώνα, που συμπίπτει με την οθωμανική κατάκτησή της (το 1430) η πόλη δεν είχε δραματικές αλλαγές. Ζούσε για αιώνες περίκλειστη στα βυζαντινά τείχη της, με υπερέχον πληθυσμιακό και εθνολογικό στοιχείο τους Έλληνες. Η πρώτη μεγάλη πληθυσμιακή αλλαγή ήταν με την εγκατάσταση των Εβραίων το 1492 που έφτασαν διωγμένοι από την Ιβηρική χερσόνησο. Ετσι, στους τρεις τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας, μέσα από τις τρεις πληθυσμιακές κοινότητες διαμορφώνονται και τρεις διαφορετικές πόλεις, που συμπλέκονται πολεοδομικά, συζούν αρμονικά από οικονομικής και κοινωνικής πλευράς, αλλά διαχωρίζονται ως προς τις εθνοτικές συνήθειες και τις θρησκευτικές συμπεριφορές. Πρώτοι στο γενικό πληθυσμό της Θεσσαλονίκης, τους δυο τελευταίους οθωμανικούς αιώνες, τον 18ο και 19ο αιώνα, έρχονταν οι Εβραίοι, ακολουθούν οι Τούρκοι και τρίτοι είναι οι Έλληνες. Στην απογραφή του 1913, λίγους μήνες μετά την απελευθέρωση, σε σύνολο 157.943 κατοίκων, διατηρείται η ίδια σειρά. Το απογραφικό αυτό δεδομένο ανατράπηκε τρία χρόνια αργότερα, στην απογραφή του 1916, που βρήκε συνολικά 165.704 κατοίκους με πρώτους τους Έλληνες ( ποσοστό 41,16%), και ακολουθούσαν οι Εβραίοι και οι μουσουλμάνοι. Οι μεγάλες αλλαγές έγιναν μετά το 1923, με την ανταλλαγή των πληθυσμών και τον ερχομό 80.000 περίπου Ελλήνων προσφύγων και το 1943 με το εβραϊκό ολοκαύτωμα, τον εξολοθρεμό από τους ναζί 45.000 περίπου Εβραίων, το 1/6 δηλαδή των δημοτών της Θεσσαλονίκης.
Η πρώτη ουσιαστική μεταμόρφωση της νεότερης πόλης έγινε από την οθωμανική διοίκηση στα τέλη του 19ο αιώνα στο πλαίσιο εξευρωπαϊσμού και εκσυγχρονισμού των μεγάλων αστικών κέντρων της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τότε εγκαθίσταται το τραμ το 1893, και το 1888 η πόλη συνδέεται σιδηροδρομικά με την Ευρώπη. Γύρω στα 1870 κατεδαφίζεται το θαλάσσιο βυζαντινό τείχος και σχηματίζεται η προκυμαία της πόλης. Ανοίγονται φαρδείς δρόμοι, όπως η Σαμπρί Πασά, η σημερινή Βενιζέλου, και η Αγίας Σοφίας, ιδίως μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1890 που κατέστρεψε τον κεντρικό πυρήνα της πόλης. Τα τελευταία τριάντα χρόνια του 19ου αιώνα και την πρώτη δεκαετία του 20ού η πόλη εκσυγχρονίζεται με νέα δημόσια κτίρια που παραμένουν εμβληματικά σήμερα, το Διοικητήριο, το στρατηγείο, το παλιό κτίριο της Φιλοσοφικής σχολής. Τότε, με την κατεδάφιση και του ανατολικού τείχους η πόλη απλώνεται προς την ανατολική ακτή του όρμου του Θερμαϊκού, χτίζονται βίλες κατά μήκος της Λεωφόρου των Εξοχών, τη σημερινή Βασ. Ολγας.
Το μεταρρυθμιστικό πολεοδομικό έργο συνεχίστηκε και μετά το 1912 από την ελληνική διοίκηση. Στις προθέσεις της ελληνικής διοίκησης το 1913 ήταν η συνέχιση των κατεδαφίσεων παλιών οικοδομημάτων, ανάμεσά τους και ο Λευκός Πύργος, από την Επιτροπή Εξωραϊσμού της δημοτικής αρχής της Θεσσαλονίκης. Αν το μνημείο τη γλίτωσε, αυτό δεν οφείλεται στην συνειδητοποίηση του εγκληματικού εγχειρήματος, αλλά στο μεγάλο κόστος της κατεδάφισής του.
Η μεγάλη πυρκαγιά του 1917 και η προσφυγιά
Η ουσιαστική μεταμόρφωση της Θεσσαλονίκης από ανατολίτικη πόλη σε σύγχρονη οφείλεται σε ένα οδυνηρό γεγονός, στην τεράστια πυρκαγιά που κατέστρεψε το ιστορικό κέντρο της από το Βαρδάρι ως την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου και από την οδό Κασσάνδρου ως την παραλία. Ψυχή της σύνταξης του νέου ρυμοτομικού σχεδίου στάθηκε ο εραστής της Θεσσαλονίκης, ο αρμόδιος υπουργός της κυβέρνησης Βενιζέλου Αλέξανδρος Παπαναστασίου που συγκρότησε τη διεθνή επιτροπή, η οποία σχεδίασε τη νέα πόλη με επικεφαλής το Γάλλο πολεοδόμο Ερνέστ Εμπράρ, ο οποίος υπηρετούσε εκείνη την εποχή στο γαλλικό στράτευμα που επιχειρούσε στη Θεσσαλονίκη. Το σχέδιο όμως από το 1918 ως το 1936 άλλαξε πολλές φορές και αν εξαιρέσει κανείς κάποιους βασικούς άξονες, όπως την πλατεία και οδό Αριστοτέλους έμεινε ανολοκλήρωτο και παραλλαγμένο. Η πίεση της προσφυγιάς, οι πολιτικές συγκυρίες, η μικρασιατική καταστροφή και τα κύματα των προσφύγων που έφταναν στην πόλη δεν άφηναν την πολυτέλεια να εφαρμοστεί ένα ωραίο μελλοντικό σχέδιο.
Τα βασικό όραμα της επιτροπής Εμπράρ που ήταν η κεντρική αστική πλατεία στη σημερινή πλατεία Αρχαίας Αγοράς, την πλατεία Δικαστηρίων, όπου θα χτίζονταν τα μεγάλα δημόσια κτίρια της πόλης, το δημαρχείο, το μέγαρο της αστυνομίας, το δικαστικό μέγαρο και άλλα, δεν ευοδώθηκε. Όταν επιχειρήθηκε στη δεκαετία του 1960η θεμελίωση του δικαστικού μεγάρου, οι εκσκαφείς χτύπησαν στα ερείπια της ρωμαϊκής αγοράς και το έργο ματαιώθηκε. Επίσης το μεγάλο μπουλβάρ, ο περιπατητικός άξονας με αλέες, εθνικό κήπο, χώρους ψυχαγωγίας και θέατρα, που σχεδιάστηκε ανατολικά, από το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως το πανεπιστήμιο, δεν έγινε ποτέ. Αυτός ο άξονας έφτανε, στα σχέδια, ως το δάσος του Σέιχ Σου που το ενέτασσε στο αστικό πράσινο.
Παρά τις δυσκολίες, σιγά σιγά ως τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο η μεταμόρφωση του κέντρου ήταν γεγονός. Στα ανοιχτά οικόπεδα ανεγέρθηκαν σύγχρονες οικοδομές με ποικιλία αρχιτεκτονικών ρυθμών στις προσόψεις τους, νεοκλασικές, εκλεκτικιστικές, αρτ νουβό, αρτ ντέκο, οι οποίες έδωσαν άλλο χρώμα και τον αέρα σύγχρονης πόλης. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι νέες οικοδομές έφταναν ως το πολύ πέντε ορόφους και με το πλάτος των δρόμων έδιναν μια καταπληκτική αρμονική κλίμακα στην πόλη.
Την εποχή του μεσοπολέμου όμως η Θεσσαλονίκη ήταν η πόλη των αντιφάσεων. Από τη μια μεριά κάποιες πολυτελείς οικοδομές και φαρδείς δρόμοι και από την άλλη τενεκέ μαχαλάδες, προσφυγικοί συνοικισμοί και αυθαίρετα παραπήγματα που στήνονταν στους ανοιχτούς ακόμη χώρους στο κέντρο της πόλης. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1930 25.000 άτομα επιβιώνουν χάρη στα δημοτικά συσσίτια που παρέχει καθημερινά ο δήμος στις φτωχογειτονιές και τα παραπήγματα του κέντρου, ενώ οι άποροι που καταγράφει ο δήμος ξεπερνούν τα 70.000 άτομα, με την ιδιαίτερη παρουσία πεινασμένων παιδιών.
Η καταστροφική λαίλαπα της αντιπαροχής
Μεταπολεμικά, με τη μέθοδο της αντιπαροχής και την ανέγερση άχρωμων πολυκατοικιών, καταστράφηκαν οι ωραίες οικοδομές του μεσοπολέμου και το ανθρώπινο μέτρο (πάνω η οδός Αγίας Σοφίας στη δεκαετία του 1930, φωτό Γ. Λυκίδης)
Να έρθουμε στη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη, στην οποία οι αρμόδιοι, με τη σύμπραξη των κατοίκων της, έδωσαν τη χαριστική βολή σ’ αυτό που λέμε ανθρώπινη πόλη και αρχιτεκτονική κληρονομιά. Το τέλος της πολεμικής δεκαετίας βρήκε τη Θεσσαλονίκη αποδεκατισμένη, με τεράστια ανεργία του πληθυσμού, με παντελή έλλειψη βιομηχανικής υποδομής και παραγωγής και με την έλευση δεκάδων χιλιάδων εσωτερικών προσφύγων που άρχισαν να χτίζουν αυθαίρετα παραπήγματα και σπίτια στους περιφερειακούς δήμους. Η φυγή από την ύπαιθρο, ο ερχομός ανέργων και κυνηγημένων πολιτικά από την επαρχία δυνάμωσε και στη δεκαετία του 1950, προσθέτοντας ένα 25% στον υπάρχοντα πληθυσμό. Όμως η μεγάλη αύξηση εσωτερικών μεταναστών παρατηρήθηκε στη δεκαετία 1960-1970 μεγαλώνοντας τον πληθυσμό του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης κατά 47%, χωρίς βέβαια να έχει προβλεφτεί η ανάλογη αστική υποδομή με δίκτυα, δρόμους, χώρους για σχολεία και πάρκα.
Για την αντιμετώπιση αυτής της πληθυσμιακής έκρηξης και της έντονης ζήτησης για στέγη, παρατηρήθηκε πρωτοφανής ανοικοδόμηση. Παράλληλα, για τη λύση του στεγαστικού προβλήματος, το κράτος προσπάθησε με την αναθέρμανση του τομέα της οικοδομής να αναθερμάνει και την τοπική οικονομία μειώνοντας συγχρόνως και την υψηλή ανεργία της πόλης. Έτσι αυτό που ήταν ο καπνός και οι καπνεργάτες στο μεσοπόλεμο, ο κύριος δηλαδή οικονομικός και εργασιακός κλάδος της πόλης, γίνεται στις τρεις μεταπολεμικές δεκαετίες ο τομέας της οικοδομής και η εργατική τάξη των οικοδόμων.
Το κράτος όμως δεν είχε ούτε στεγαστική πολιτική ούτε οικονομική πολιτική, κι ούτε βέβαια χρήματα, γι’ αυτό κατέφυγε στο ιδιωτικό κεφάλαιο, στην περίφημη και καταστρεπτική μέθοδο της αντιπαροχής. Τυχάρπαστοι εργολάβοι, ανάμεσα στους λίγους έμπειρους και συνεπείς, αναλάμβαναν την οικοδόμηση οικοπέδων καλύπτοντας πλήρως την δαπάνη της ανέγερσης και παρέχοντας έναν αριθμό διαμερισμάτων στους οικοπεδούχους χωρίς αυτοί να είναι υποχρεωμένοι να δώσουν ούτε μια δραχμή για την απόκτησή τους. Μέσα σ’ αυτήν τη λαίλαπα καταστρέφονται θαυμάσια νεοκλασικά σπίτια μόνο και μόνο για να μπουν στο γαϊτανάκι της αντιπαροχής. Οι περισσότερες απ΄ αυτές τις οικοδομές, που δεν είχαν κλείσει το βιολογικό τους κύκλο στην αντοχή των υλικών, γκρεμίστηκαν για να χτιστούν από την αρχή ή προστέθηκαν στους τρεις και πέντε ορόφους άλλοι δύο και τρεις ακόμη όροφοι, τα διαβόητα «πανωσηκώματα» που κατέστρεψαν τις αναλογίες και την αισθητική των παλιών κτηρίων. Ανάμεσά τους ήταν και λαμπρά κτήρια της πόλης που κατεδαφίστηκαν, καθώς δεν είχε προβλεφτεί η θεσμική κατοχύρωσή τους και η σωτηρία τους. Τέτοιοι νόμοι χαρακτηρισμού αρχιτεκτονικών συνόλων θεσπίστηκαν πολύ αργότερα. Για παράδειγμα, ο χαρακτηρισμός της Άνω Πόλης ως παραδοσιακού οικισμού έγινε μόλις το 1979 και ο χαρακτηρισμός ως ιστορικού τόπου και η διάσωση των Λαδάδικων έγινε μόλις στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Τελικά, από τα παλιά σπίτια διασώθηκαν όσα είχαν κληρονομικές εμπλοκές ή ανήκαν σε δημόσιους φορείς και ιδρύματα. Ανάμεσά τους υπήρξαν κάποιοι μερακλήδες ιδιώτες που κράτησαν παρά την ισοπέδωση και την πίεση συμφερόντων τα ωραία ανθρώπινα σπίτια τους, τα σπίτια του μέτρου, που τα χαιρόμαστε και μεις ως συλλογικά δώρα του παρελθόντος στην εποχή μας.
Την ακατανόητη και τραγική κατεδάφιση των παλιών σπιτιών της Θεσσαλονίκης καταγράφει στο ποίημά του «Κατατρέχουν τη γραφικότητα» ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Το εμπνεύστηκε μάλιστα, όπως το καταθέτει ο ίδιος, όταν οι μπουλντόζες κατεδάφισαν το παλιό μακεδονικής αρχιτεκτονικής αρχοντικό του ποιητή Γιώργου Βαφόπουλου στην οδό Δημητρίου Πολιορκητού στην Ανω Πόλη.
Κατατρέχουν τη γραφικότητα
Ήρθαν κύριοι με τσάντες και μεζούρες,/μέτρησαν το οικόπεδο, άνοιξαν χαρτιά,/οι εργάτες έδιωξαν τα περιστέρια,/ ξήλωσαν το χαγιάτι, έριξαν το σπίτι,/σβήσαν ασβέστη μες στον κήπο,/ φέραν τσιμέντο, στήσαν σκαλωσιές –/θα χτίσουν κι άλλη πολυκατοικία.
Ρίχνουν τα ωραία σπίτια ένα ένα,/τα σπίτια που μας ανάστησαν από μικρά,/ με τα φαρδιά παράθυρα, τις ξύλινες σκάλες,/ με τα ψηλά νταβάνια, τις λάμπες στους τοίχους,/ τρόπαια λαϊκής αρχιτεκτονικής.
Κατατρέχουν τη γραφικότητα,/ τη διώχνουν διαρκώς στην πάνω πόλη,/ εκπνέει σαν προδομένη επανάσταση,/ σε λίγο δε θα υπάρχει ούτε στις καρτ-ποστάλ,/ ούτε στη μνήμη και την ψυχή των παιδιών μας.
Οι συνέπειες της πυκνής ανοικοδόμησης του ιστορικού πολεοδομικού κέντρου και των συνοικιών του, που έγινε με την υπερεκμετάλλευση κάθε ελεύθερου χώρου, φάνηκαν στους σεισμούς του 1978, όπου δεν βρίσκαμε ελεύθερο χώρο να σταθούμε. Από αισθητικής πλευράς, επιβλήθηκε ένας ενιαίος τύπος πολυκατοικίας, που δεν είχε καμιά σχέση με την αρχιτεκτονική πολυμορφία των πολυκατοικιών του μεσοπολέμου στη Θεσσαλονίκη.
Αυτήν την οδυνηρή διαδικασία της αρχιτεκτονικής αλλοίωσης και ιστορικής λήθης αποδίδει με λίγα λιτά και δραματικά λόγια ο συγγραφέας Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης: «Κανόνας το ρήμαγμα των αρχοντικών. Μορφές και χρήσεις, οι πιο παράδοξες, υποκαθιστούν την προτέραν αίγλην. Μόνο στα κάγκελα παραμένει το οικόσημο. Άσεμνα νεόκτιστα γεμίζουν την έκταση της αρχαίας βλάστησης».
Η επιχωμάτωση της νέας παραλίας
Η πιο μεγάλη, όμως, μεταμόρφωση της πόλης ήταν η επιχωμάτωση της ανατολικής παραλίας, από το ύψος της Ηλεκτρικής Εταιρίας ως το Ποσειδώνιο, που άρχισε στα μέσα της δεκαετίας του 1950 και ολοκληρώθηκε μετά από μια εικοσαετία. Εκατομμύρια τόνοι μπάζα από τις κατεδαφίσεις και τις εκσκαφές των οικοπέδων όπου χτίστηκαν πολυκατοικίες, μετέτρεψαν τη δαντελένια ανατολική ακτή του Θερμαϊκού, με τους όρμους, τα λιμανάκια, και τα θαλάσσια λουτρά σε μια ευθύγραμμη προκυμαία.
Πάνω στις φημισμένες παραδοσιακές παραλίες, το Μιραμάρ, την Καστέλλα, το Φάλιρο, τον Μέγα Αλέξανδρο, το Τάμαριξ, το Νησάκι, όπου οι Θεσσαλονικείς έκαναν μπάνιο ως την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, απλώθηκαν πάρκα, το ξενοδοχείο του ΤΑΠΟΤΕ «Μακεδονία Παλάς», σύγχρονες πολυκατοικίες και η νέα βασική οδική αρτηρία, η λεωφόρος Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το μπάζωμα και η επέκταση της νέας παραλίας έδωσε διέξοδο στον κυκλοφοριακό φόρτο της ανατολικής πόλης, αλλά στέρησε από την πόλη τη γραφικότητα και την παραδοσιακή ακτογραμμή με τα παλιά αρχοντικά της δυτικής ακτής του Θερμαϊκού.
Η μεταμόρφωση της πόλης συνεχίζεται και σήμερα, χωρίς την πραγματική, πολλαπλή μνήμη του παρελθόντος. Οι μεγάλες ιστορικές πόλεις της Ευρώπης που καταστράφηκαν από αμοιβαίους βομβαρδισμούς των αντιπάλων –συμμάχων και αδερφών σήμερα –ξαναχτίστηκαν όπως ήταν προπολεμικά. Εμείς δεν καταστραφήκαμε από εχθρικές βόμβες, αλλά από τη μανία της αυτοκαταταστροφής μας και των διαστρεβλωμένων επιλογών μας. Καταργήσαμε τα τραμ και τα καραβάκια του Θερμαϊκού, κάνουμε αβίωτη τη ζωή στο κέντρο με το μποτιλιάρισμα των αυτοκινήτων και την άρνηση να βάλουμε μια συλλογική τάξη στη ζωή μας. Το σημερινό κυκλοφοριακό κομφούζιο δεν είναι τίποτα άλλο παρά το αρνητικό αποτέλεσμα των πολεοδομικών επιλογών μας.
Και κάτι ακόμη, πέρα από τα πολεοδομικά. Είναι η απώλεια της ιστορικής μνήμης από αυτήν την πόλη. Βασικό παράδειγμα: Χάθηκε ένας ολόκληρος λαός, οι Εβραίοι, δημότες της πόλης, 45.000 κόσμος, που ισοδυναμούσε με το 1/6 του συνολικού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης, στο ναζιστικό ολοκαύτωμα. Δεν είναι της ώρας το εβραϊκό δράμα, αλλά πού πήγαν τα εβραϊκά σπίτια, οι εβραϊκές συναγωγές; Έμεινε μόνο η νεότερη συναγωγή των Μοναστηριωτών στην οδό Συγγρού για να θυμίζει στις τραγικές επετείους τον τραγικό ξεριζωμό και τη συλλογική σιωπή μας.
Τι πόλη θέλουμε;
Το ερώτημα που μένει είναι ποια πόλη θέλουμε, τουλάχιστο την παραδοσιακή, την εντός των τειχών, για μας και τα παιδιά μας. Μια πόλη ουδέτερη, με τα ισοπεδωτικά κριτήρια των παγκοσμιοποιημένων πόλεων ή μια πόλη όπου κυρίαρχο μέλημα είναι η σύγχρονη συμβίωση με το παρελθόν μας; Ατυχώς ή ευτυχώς ζούμε σε μια πόλη με πολλές ζωές και εποχές κάτω από τα θεμέλια των σπιτιών μας. Αυτή είναι και η γλυκιά ιδιαιτερότητα της Θεσσαλονίκης. Θα μπορούσαμε να κρατήσουμε τη μνήμη και τη συνέχεια της πόλης, χωρίς να χαλάσουμε τη ζωή μας. Αλλά μια τέτοια διαχείριση σημαίνει αγάπη και γνώση, συλλογική συναίσθηση κοινότητας, πέρα από το ιδιωτικό συμφέρον. Μια τέτοια ευαισθητοποίηση είναι αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε, σήμερα. Μπορούν να διορθωθούν πολλά και να προβληθούν κατάλληλα όσα κατάλοιπα του παρελθόντος διασώθηκαν.
Τουλάχιστον, ας δημιουργήσουμε ένα μόνιμο και αντικειμενικό πανόραμα της ιστορίας της πόλης. Ένα μουσείο πόλης, φωτογραφιών και ιστορικών αντικειμένων όπου θα παρουσιάζεται η πορεία της Θεσσαλονίκης, χωρίς αποκλεισμούς, εθνοκαθάρσεις και σιωπές. Πώς ήταν η πόλη διαχρονικά, ποιοι έζησαν, πώς εξελίχτηκε πολεοδομικά, τι καταστράφηκε, με τις επισημάνσεις των κακών επεμβάσεων και των άτυχων στιγμών της. Να είναι ένα εποπτικό, ενημερωτικό και παιδαγωγικό πανόραμα μιας πόλης 2.300 χρόνων. Θα είναι μια επιχείρηση αυτογνωσίας και γνωριμίας με μια ιστορική κι ανεξάντλητη πόλη που την κακομεταχειριστήκαμε και συνεχίζουμε να την αγνοούμε.
Χ.ΖΑΦ.
.