Παλιά καρτ ποστάλ της Πλατείας Δημοκρατίας (Πλατεία Βαρδαρίου).
Μάγισσα Θεσσαλονίκη (Εισαγωγικό)
Αρκετά χρόνια έκανα εκπομπές στον 9.58 FM της ΕΡΤ3 με ποικίλα ραδιοφωνικά θέματα, κυρίως μνήμης και ιστορίας, από τη Θεσσαλονίκη και τον μείζονα ελληνισμό. Μια από τις εκπομπές, εκεί στη δεκαετία του 1990, ήταν και η ‘’Μάγισσα Θεσσαλονίκη’’, με υπότιτλο ‘’Τόποι, πρόσωπα και μύθοι στα τραγούδια της’’. Ο ραδιοφωνικός κύκλος περιλάμβανε θεματογραφικές ενότητες τραγουδιών που αναφέρονταν σε τόπους, σε πρόσωπα, σε αστικούς μύθους που υμνήθηκαν από τη δημοτική και λαϊκή μουσική, αλλά και από νεότερους μουσικούς δημιουργούς της Θεσσαλονίκης. Μαζί με τη μουσική δίνονταν και διάφορες πληροφορίες για τους συντελεστές και τους πρωταγωνιστές (τόπους και πρόσωπα) των τραγουδιών, καλύπτοντας έτσι ιστορικά, τοπογραφικά, προσωπογραφικά και ηθογραφικά πολλές περιοχές, εποχές και ιδιαιτερότητες της πόλης. Θεώρησα πώς θα ήταν χρήσιμο, για την καλύτερη γνωριμία του παρελθόντος της Θεσσαλονίκης, να καταγραφούν και σε χαρτί αρκετές από εκείνες τις εκπομπές. Έτσι τις ξαναδούλεψα, συμπλήρωσα στοιχεία και έψαξα για παλιές φωτογραφίες τόπων και προσώπων που σχετίζονται με τα τραγούδια. Ευχαριστώ τον Κώστα Μπλιάτκα που αποδέχτηκε την πρότασή μου να φιλοξενηθούν κάποιες από αυτές τις μουσικές ενότητες ως κείμενα στο ‘’Θεσσαλονικέων Πόλις’’. Από την αφήγηση θα λείπει, βέβαια, η μουσική των τραγουδιών, αλλά πολλά είναι ακόμη ζωντανά και παρόντα στη μνήμη μας, στις παρέες, στις ταβέρνες και στο Ίντερνετ.
[Η εικονογραφία της ανάρτησης είναι φωτοτυπωμένες σελίδες από τη δημοσίευση του κειμένου στο περιοδικό ”Θεσσαλονικέων Πόλις” , αφιέρωμα: 20 χρόνια Θεσσαλονίκεων Πόλις -Συνείδηση της πόλης, τ. 71 (2020).]
Ο άνεμος βαρδάρης και η πλατεία Βαρδαρίου στα τραγούδια
Η λέξη Βαρδάρης είναι μια έννοια πολυδιάστατη για τη Θεσσαλονίκη. Είναι το ποτάμι, ο εύφορος κάμπος της Καμπανίας, που αρδεύεται από τον Αξιό, είναι ο σφοδρός βορειοδυτικός άνεμος, σαρωτικός και παγωμένος τον χειμώνα, το καθαρτήριο της θεσσαλονικιώτικης ατμόσφαιρας. Είναι το Βαρδάρι, η διαβόητη πλατεία από τα χρόνια του μεσοπολέμου, της κατοχής και των δυο πρώτων μετεμφυλιακών δεκαετιών, που παραμένει το σήμα κατατεθέν της πόλης, της περιθωριακής κουλτούρας και διασκέδασης και της τοπικής λογοτεχνίας.
Σήμερα με τα μεγάλα κτήρια και την προγραμματισμένη πολεοδομική και κτηριακή μετάπλασή της, η περιοχή δεν κρατάει κανένα εμπράγματο σημάδι από όσα έχουν σφραγίσει το χώρο της κατά το παρελθόν. Όμως παλιότερα υπήρξαν πολλά γνωρίσματα, κτήρια, γεγονότα, λογοτεχνικές περιγραφές, που άφησαν ανεξίτηλο το όνομα της περιοχής στην πόλη. Έτσι ο Βαρδάρης, ως άνεμος και ως περιοχή, με τις συνακόλουθες συναισθηματικές και ιδεολογικές προεκτάσεις, σφράγισε την πόλη. Έγινε συνώνυμό της, χαρακτήρισε μια ολόκληρη εποχή, μια κοινωνική προέλευση και μια περιθωριακή νοοτροπία. Προβάλλεται ως το όνομα που χαρακτηρίζει τις πιο ανείπωτες πλευρές της πόλης. Ταυτίστηκε ως τόπος και ως όνομα με την πόλη κι έγινε σύμβολο και παρώνυμο που χαρακτηρίζει μια κατηγορία Θεσσαλονικιών και επισκεπτών της πόλης με ιδιαίτερα γνωρίσματα. Ο Βαρδάρης μετουσιώθηκε σε ένα πολεοδομικό και ιστορικό τοπόσημο με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στην ιστορία της Θεσσαλονίκης.
Με τέτοιο δυναμικό όνομα, που αντέχει ακόμη στη δύναμη της παράδοσης, παρά τις έντονες πολεοδομικές μεταμορφώσεις και την αλλαγή του χώρου, ήταν φυσικό να εμπνεύσει τραγούδια, να γραφτούν ποιήματα, να γίνουν αφορμές για λογοτεχνικές καταγραφές.
Θα σφυρίξω στον Βαρδάρη/ να σε πάρει μακριά/ κι ο καημός μου να μπαρκάρει/ να μη σε θυμάμαι πια.
Είναι ένα νεότερο τραγούδι των Βαγγέλη και Γιάννη Βαφίνη, «Τα παιδιά του Οδυσσέα», ένα από τα πολλά τραγούδια αφιερωμένα στον βαρδάρη, στον άνεμο που είναι δεμένος με την ψυχοσύνθεση του Σαλονικιού, ο οποίος τον έχει αναγάγει σε θαυματουργό φυσικό φαινόμενο. Του προσάπτει ακόμη και μαγικές δυνάμεις και δυνατότητες και σε άλλα πεδία, πέρα από την ατμόσφαιρα και τη μετεωρολογία. Του αποδίδει δυνάμεις που επενεργούν στον συναισθηματικό του κόσμο, είναι ένας άνεμος ταυτισμένος με το χνώτο, την ανάσα και την ευαισθησία των κατοίκων της πόλης.
Η σαρωτική δύναμη του βαρδάρη δεν καθαρίζει μόνο την πόλη από την επικαθήμενη στους δρόμους και τις πολυκατοικίες ρύπανση που προέρχεται από βιομηχανίες και αυτοκίνητα, καθώς και τη μόνιμη υγρασία και το πυκνό πούσι του Θερμαϊκού τον χειμώνα. Γίνεται καθαρτική δύναμη για όλες τις καταστάσεις: συναισθηματικές, ιδεολογικές, ανθρώπινες.
Την καλύτερη εικόνα ύμνο στον άνεμο βαρδάρη δίνει το ομώνυμο τραγούδι του Νίκου Παπάζογλου «Φύσηξε Βαρδάρης». Είναι μια ποιητική – εικαστική, αλλά και ρεαλιστική, εικόνα της πόλης μετά το πέρασμα του ανέμου.
Φύσηξε ο Βαρδάρης και καθάρισε,
ήλιος λες και τελείωσε ο χειμώνας.
Βγήκα μια βόλτα και μπροστά της βρέθηκα,
στάθηκα κι απόμεινα κοιτώντας.
Φλόγες ζωηρές που τρεμοπαίζουνε
τα ρούχα, τα μαλλιά της στον αέρα,
στη στάση πέρα δώθε σπινθηρίζουνε
τα δυο της μάτια, κάρβουνα αναμμένα.
Πριν να σε χορτάσουνε τα μάτια μου
σε άρπαξε θαρρείς το λεωφορείο
κι έμεινα να κοιτώ καθώς χανόσουνα
κι έφτανε ως το κόκαλο το κρύο.
Μέσα από την ομίχλη με τον βαρδαρίσιο άνεμο άλλαξαν όλα, αναδύθηκε καθάριο το πρόσωπο του πόθου και της αναμονής, ξελαγάρισε η σκέψη. Είναι το ευαίσθητο τραγούδι γραμμένο και συνθεμένο από τον Θεσσαλονικιό τραγουδοποιό Νίκο Παπάζογλου, που αποδίδει ερωτικά αυτήν τη λυτρωτική αίσθηση του άνεμου βαρδάρη.
Στο τραγούδι «Βαρδάρης» του Γιώργου Σφυρίδη, σε στίχους του Θωμά Κοροβίνη, ο Νίκος Παπαζογλου τραγουδάει το ανεμολόγιο του κόσμου και συγκρίνει τον βαρδάρη με τους διάσημους ανέμους της γης, τους σφοδρούς σιμούν, χαμσίν, βοριάδες, μουσώνες και τιφώνες. Κι εδώ ο Θεσσαλονικιός άνεμος είναι σαρωτικός, αλλά έχει μια σχέση οικεία μέσα στην παραφορά του, είναι ο υπέρτατος εξουσιαστής της πόλης, ο αφέντης και πατέρας.
Βοριάς φυσάει στο Αϊβαλί,/ αύρα στο πόρτο Γέρας,/ για μας Βαρδάρης ο τρελός /αφέντης και πατέρας.
Τις ευεργετικές καθαρτικές ιδιότητες του Βαρδάρη, του βορειοδυτικού ανέμου, επισημαίνουν κλιματολόγοι και πολεοδόμοι που μελέτησαν το μετεωρολογικό φαινόμενο της πόλης στο οποίο οφείλει, τουλάχιστο παλιότερα, την υγιεινή της υπόσταση, αλλά και την ιστορική καταστροφή της. Τρελός βαρδάρης φύσαγε το τριήμερο της καταστροφικής πυρκαγιάς τον Αύγουστο του 1917, που κατέστρεψε ολοσχερώς την πόλη. Η φωτιά άρχισε από ένα σπίτι κοντά στην πλατεία Βαρδάρη και με την ταχύτητα του ανέμου δεν άφησε τίποτα όρθιο από την ιστορία της πόλης: σπίτια, καταστήματα, εκκλησίες, συναγωγές, τζαμιά. Ο βαρδάρης ήταν αυτός που καθάρισε σε λίγες μέρες τους καπνούς και τα αποκαϊδια κι αποκάλυψε στα περίφοβα μάτια Θεσσαλονικιών και ξένων δυνάμεων το μέγεθος της καταστροφής.
Την πρώτη ιδιότητα του βαρδάρη, την καθαρτική, περιγράφει με γλαφυρό ύφος στον Γιώργο Κορδομενίδη ο συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου :
Η Θεσσαλονίκη δίνει την εικόνα μιας δροσερότητας ακόμη, παρόλα τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούν… Εδώ πέρα, παρόλο που βλέπεις σε μερικά σημεία το φοβερό αυτοκίνητο και ακούς τον φοβερό ορυμαγδό των μηχανών, έχεις την εντύπωση πως είναι πιο καθαρή η ατμόσφαιρα. Γιατί φαίνεται πώς οι δρόμοι που είναι στον άξονα του Βαρδάρη με τον άνεμο λαμπικάρουν. Νομίζω ότι ο βαρδάρης, μολονότι δεν φυσάει κάθε μέρα, καθαρίζει. Καθαρίζει, κάθε τόσο που φυσάει, γερά τη Θεσσαλονίκη, και μετά δεν επέρχεται αυτή η ρύπανση που λέμε, όχι με την έννοια της αιωρούμενης αιθάλης, της αιθαλομίχλης, αλλά η ρύπανση με την έννοια του διαποτισμού των πάντων από αυτό το πράγμα, (γι αυτό) δεν το βλέπεις αυτό και τόσο στη Θεσσαλονίκη.
Βέβαια η μεταπολεμική εγκατάσταση της βιομηχανικής ζώνης στον άξονα του άνεμου βαρδάρη, που έρχεται από βορειοδυτικά, ρύπανε την πόλη. Αυτό το φαινόμενο είχε άσχημες συνέπειες για την ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης. Το επισημαίνει ο αείμνηστος καθηγητής Βασίλης Κυριαζόπουλος που τίμησε την έδρα της Κλιματολογίας και Μετεωρολογίας στο Αριστοτέλειο πανεπιστήμιο. Γράφει γι’ αυτές τις συνέπειες:
Το υγιεινό ρεύμα του βαρδάρη, που περιορίζει την υγρασία και διαλύει την ομίχλη, το κατάντησαν ένα από τα πιο ανθυγιεινά, όταν φτάνει στην πόλη φορτωμένο με τα τοξικά αέρια, αποβλήματα της βιομηχανικής ζώνης. Κι όταν πάλι καταπαύει, ύστερα από την πνοή του ο βοριάς, τα ανθυγιεινά αέρια, που έχει μεταφέρει, εμπλουτίζουν τον χειμώνα την κορεσμένη ατμόσφαιρα της πόλεως από τους καπνούς των τοπικών καλοριφέρ και των τροχαίων καυσαερίων.
Αυτά έγραφε με γνώση και αίσθημα ο εραστής της Θεσσαλονίκης, Μυκονιάτης την καταγωγή Βασίλης Κυριαζόπουλος, για τον άνεμο βαρδάρη. Και σαν κατακλείδα, για τις θαυματουργές ιδιότητες του ανέμου, ο Γιώργος Ιωάννου ταυτίζει τον άνεμο βαρδάρη με τον πολιούχο άγιο Δημήτριο: «Ίσως μάλιστα να είναι ένα και το αυτό, ο ίδιος ο θαυματουργός Άγιος. Και κάποτε θα φυσήξει. Θα φυσήξει όπως φύσαγε».
Στο τραγούδι «Φύσα Βαρδάρη» του Στέλιου Φωτιάδη σε στίχους του Χρήστου Προμοίρα, που το ερμηνεύει αριστοτεχνικά η Γλυκερία, ο άνεμος δεν είναι απλώς οικείος και γνωστός αλλά καρδάσης, με τη γενικότερη και βαθύτερη έννοια που έχει ο καρδάσης για τους Θεσσαλονικιούς: δηλαδή ο αδερφός, ο οικείος, ο φιλότιμος, ο αγαπητός, ο κολλητός, αυτός που θα θυσιαστεί για τον αγαπημένο του, για τον δικό του.
Φύσα βαρδάρη, πάνω απ’ τα κάστρα / ‘ύσα βαρδάρη μου, φύσα καρδάση.
Την επίδραση του ανέμου πάνω στην κίνηση της πόλης, που κλείνει τους ανθρώπους στα σπίτια τους, απηχεί το τραγούδι του Γιάννη Τσολακίδη «Κάνε κάτι» που ερμηνεύει ο Θωμάς Κοροβίνης.
Βαρδάρης πάλι φύσηξε κι απόψε / κι απόμειναν οι δρόμοι αδειανοί./ Στης Δεληγιώργη το στενάκι κόψε / η σκέψη σου να βρει στέγη θολή.
Κάνε κάτι, κάνε κάτι, / μη γυρνάς μες στο σταθμό. / Κάνε κάτι βρες την άκρη, / δεν θα ρθει το τρένο εδώ.
Ο άνεμος βαρδάρης είναι εκείνος που θαλασσοδέρνει τα πλοία στον Θερμαϊκό, αλλά και γίνεται ερωτικό ορόσημο στις περιπλανήσεις του ποιητή των μεγάλων θαλασσινών ταξιδιών Νίκου Καββαδία. Στο ποίημα Θεσσαλονίκη συνηχεί ο άνεμος με τις γλυκές ερωτικές αναμνήσεις από την πόλη, το Ντεπό και την Καλαμαριά. Και ευτύχησε να ξαναφυσήξει μουσικά και ζείδωρα μέσα από τη σύνθεση του Θάνου Μικρούτσικου και τη φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου.
Το τραγούδι «Θεσσαλονίκη» είναι ένα από τα δύο ποιήματα που αφιέρωσε στην πόλη ο Νίκος Καββαδίας. Σε όλη την ποιητική του παραγωγή δεν τιμήθηκε έτσι επώνυμα άλλη πολιτεία. Υπάρχουν μόνο φευγαλέες αναφορές σε εξωτικά ονόματα, τα κύματα και τους καημούς των ωκεανών. Γι’ αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία αυτή η μελοποίηση.
Ήτανε ’κείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο βαρδάρης, / το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά. / Σ’ έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις, / μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά.
……………………………………………………..
Κάτου από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη. / Πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μούπες «σ’ αγαπώ». / Αύριο, σαν τότε, και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι, / μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Ντεπό.
Ο ομφαλός του ερωτικού μύθου της πόλης
Η πλατεία Βαρδαρίου είναι ο ομφαλός του ερωτικού μύθου της Θεσσαλονίκης. Επί αιώνες υπήρξε το κέντρο του αγοραίου έρωτα, όπου ντόπιοι των λαϊκών τάξεων, επισκέπτες, ναυτικοί και φαντάροι έβρισκαν ποικιλία ερωτικών επαφών στα πορνεία, στα καφέ αμάν, στις ταβέρνες και στα κέντρα διασκέδασης της πλατείας. Ο παλιός μύθος δεν ακουμπά πια σε κανένα ενδεικτικό τοπογραφικό στοιχείο στον σημερινό διερχόμενο. Όλα έχουν καταγραφεί μόνο σε κείμενα συγγραφέων, σε ποιήματα και τραγούδια.
Όταν το μαρμάρινο σύμπλεγμα του βασιλιά Κωνσταντίνου ήταν στημένο στο κέντρο της πλατείας.
Ο συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου έχει έντονα βιώματα από το Βαρδάρι, την πλατεία Βαρδαρίου, και τα έχει αποτυπώσει σε αρκετά αφηγήματα. Δεν περιορίζεται μόνο στις ερωτικές τσάρκες και εμπειρίες, αλλά διεμβολίζει την πλατεία ιστορικά και κοινωνιολογικά με την κοφτερή ματιά του και την ευαισθησία του για τα θέματα της Θεσσαλονίκης. Όταν κατέβηκε στην Αθήνα είχε άλλες εμπειρίες από την ομόδοξη πλατεία της πρωτεύουσας, την Ομόνοια. Περιγράφει την πλατεία Βαρδαρίου και συγκρίνει τις δυο πλατείες. Να τι λέει για το δικό του Βαρδάρι:
«Για να εισχωρήσεις στην πόλη της Θεσσαλονίκης ερχόμενος από τον Σταθμό, ανάγκη, σχεδόν απόλυτη, να περάσεις από την ερωτική πλατεία Βαρδαρίου, κάτι ανάλογο μα πολύ ευπρεπέστερο από την Ομόνοια, την οποία άλλωστε δεν είναι καθόλου απαραίτητο να διασχίσεις μπαίνοντας στην Αθήνα…
Το Βαρδάρι είναι χώρος ερωτικός, όλες τις ώρες της ημέρας μα πιο πολύ το απόβραδο. Τη νύχτα ερημώνει σχεδόν ή μάλλον τα πεζοδρόμια γίνονται απλά περάσματα. Μόνο έξω από τα λαϊκά σινεμά τελείται απροσδιόριστα κάτι κι αυτό τις ώρες που φωτάνε ακόμα οι προθήκες τους. Ενώ στην Ομόνοια η κίνηση ως αργά είναι αδιάκοπη και τα κοντοστεκάματα στο πεζοδρόμιο φαινόμενο εξαιρετικά συνηθισμένο, μια και ο χώρος αποτελεί σημείο ποικίλων συναντήσεων, διασταυρώσεων και σμιξιμάτων συγγενών και φίλων από την επαρχία. Άλλωστε δεν θεωρείται καθόλου επιλήψιμο να περνάς απ΄ την τόσο, εντούτοις, πιο αμαρτωλή Ομόνοια… Ενώ απ’ το Βαρδάρι να περνάς είναι και παραείναι επιλήψιμο κι ανήκουστο να ορίζεις εκεί τα ραντεβού, μάλιστα ώρες και μέρες που είναι κλειστά τα καταστήματα. Ίσως γι’ αυτό δεν έχει αρκετούς στα πεζοδρόμια, περνούν και φεύγουν ή χώνονται στα σινεμά, φτωχοταβέρνες, πασπαλισμένα σκόνη καφενεία, που υπάρχουν στην περιφέρεια, ενώ αυτοί που μπαίνουν στα διάφορα γελοία καμπαρέ είναι ξένοι προς την πόλη ή ρεμάλια ξεκομμένα από την ντόπια παράδοση…».
Ο Ιωάννου όμως, ως βέρος Θεσσαλονικιός, με έντονα βιώματα από τη γενέτειρά του, νοσταλγεί τον γενέθλιο χώρο, προτιμάει περισσότερο την πλατεία του Αγίου Βαρδαρίου, όπως την αποκαλεί, από την Ομόνοια. Το κλίμα αυτό της αντίθεσης ανάμεσα στις δυο πλατείες, αλλά και της προτίμησης του συγγραφέα προς το Βαρδάρι, περιέχεται και στο τραγούδι του «Ομόνοια» που μελοποίησε ο Νίκος Μαμαγκάκης και ερμηνεύει η Ελευθερία Αρβανιτάκη.
Μόνη είμαι μες στο κρύο, / γύρω μου όλο φαντάροι. / Νοσταλγώ το δημαρχείο / και την πιάτσα στο Βαρδάρι.
Την ιδιαίτερη ερωτική ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε στην περιοχή του Βαρδάρι και τις γύρω περιοχές, τα λεγόμενα Παραβαρδάρια, Μπάρα, Σιδηροδρομικός σταθμός, Ραμόνα, την αποδίδει σε ένα μικρό κείμενο, με τίτλο «Βαρδάρι 1977», ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος:
Σαν στολισμένο σαλονάκι το Βαρδάρι υποδέχεται κάθε βράδυ τα φαντάρια του, και σαν οικοδέσποινες οι αδερφές τα φιλεύουν κουνήματα και χαρτζιλίκια. Μοναχικοί τύποι περιφέρονται στα πέριξ, μέχρι που το παίρνουν απόφαση και βολεύονται κατά τα γνωστά. Από τις βόρειες και δυτικές συνοικίες τα λεωφορεία κατεβάζουν λογιώ λογιώ παίδαρους και μαγκάκια, μαθητές του καράτε, μουτζούρηδες και εργατοτεχνίτες, που σπουδάζουν σε νυχτερινές σχολές. Όλη τους η ψυχαγωγία ποδοσφαιράκια και αυνανιστήρια.Το βραδινό τους μια μπουγάτσα και γάλα. Στις κυριακάτικες κριτικές για το ποδόσφαιρο το «μαλάκα» παίρνει και δίνει σε όλους τους τόνους. Καροτσάκια με λαθραίες κασέτες διαφημίζουν Αγγελόπουλο και Καζαντζίδη. ΥΠΑΡΧΩ διαβάζεις σε τρίκυκλα και μπλουζάκια. Από τα τέσσερα ύποπτα σινεμά, τα τρία πέρασαν στη λογοτεχνία και τώρα έχουν σειρά τα πατσατζίδικα.Τα μπαρ ξεφυτρώνουν σα μανιτάρια, κρατώντας όσο μπορούν την παράδοση του Βαρδάρι. Σέρβοι τουρίστες γδύνουν τα ετοιματζίδικα και κιτρινόμαυρες φυλές από την Ασία τρελαίνονται για τσόντες και πορνό. Μέσα σ’ αυτήν την τοιχογραφία, κάπου θα πάρει το μάτι σας και μένα, να στέκομαι σε μια άκρη ακίνητος, παίζοντας με το κομπολόι των παθών μου.
Μνήμες της μεταπολεμικής εικοσαετίας με τους φαντάρους με στολή που κατέβαιναν από τα γειτονικά στρατόπεδα των βορειοδυτικών συνοικιών κι έκαναν μπουρδελότσαρκες στους οίκους ανοχής στους διαβόητους δρόμους Λαγκαδά, Μοναστηρίου, Αφροδίτης και Ταντάλου, μεταφέρουν οι στίχοι του Κώστα Λαχά στο τραγούδι «Ο άγγελος», τη μουσική του οποίου έγραψε ο Θάνος Μικρούτσικος και τραγούδησε μερακλίδικα ο Δημήτρης Μητροπάνος.
Στην πλατεία του Αγίου Βαρδαρίου / σαν αρχαία τραγωδία οι φαντάροι / περιμένουν Λαγκαδά – Μοναστηρίου / κι ανεβαίνουνε μετά για Καφαντάρη./ Παραδίπλα Αφροδίτης και Ταντάλου / ένας άγγελος φευγάτος για τ’ αλλού, / πώς να μιλήσεις για τα βάσανα του άλλου, / πώς να μπαλώσεις μία τρύπα κουρελού.
Η περιπλάνηση και η ερωτική απογοήτευση στα στέκια του Βαρδάρη ήταν συνηθισμένη και σκληρή, όπως αποτυπώνεται στο τραγούδι «Βαρδάρι» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, που μελοποίησε ο Σταύρος Κουγιουμτζής και ερμηνεύει ο Μανώλης Μητσιάς:
Απόψε πάλι τριγυρνώ / μονάχος στο Βαρδάρι. / Χτύπησα πόρτες, μα κανείς / δε μου ’κανε τη χάρη. Απ’ έξω απ’ τα σινεμά / η δίψα μου με στήνει./ Στη ρημαγμένη μου καρδιά / η αρχοντιά μου σβήνει. // Τους φίλους μου τους ντρέπομαι, / τους ξένους τους φοβάμαι και μέσα στην κατάντια μου / τη μάνα μου λυπάμαι.
Για τους παλιότερους αυτή η εικόνα με τα λαϊκά σινεμά του Βαρδάρη έχει καρφωθεί στο μυαλό μας. Γύρω γύρω από την πλατεία και στις αφετηρίες των μεγάλων δρόμων, Δωδεκανήσου, Μοναστηρίου, Εγνατία και Λαγκαδά, υπήρχαν έξι χειμερινοί κινηματογράφοι. Δύο απ’ αυτούς, το Πάνθεον και το Ίλιον γίνονταν το καλοκαίρι θερινοί, αξιοποιώντας την ταράτσα τους.
Τα λαϊκα σινεμά του Βαρδάρη
Τα λαϊκά σινεμά του Βαρδάρη Ίλιον, Πάνθεον, Λαϊκόν, Αττικόν και Αλέκα έχουν χαθεί ανεπιστρεπτί, έχουν γίνει πολυκατοικίες και εμπορικοί χώροι. Στην ακμή τους, στις δεκαετίες γύρω από τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο, τα λαϊκά σινεμά του Βαρδάρη έπαιζαν καλές αστυνομικές και καουμπόικες ταινίες. Στους θαμώνες τους περιλαμβάνονταν ζευγάρια που αποζητούσαν ερωτικό κλίμα στο σκοτάδι, αλλά και οικογένειες, γυναίκες και παιδιά, από τις δυτικές λαϊκές συνοικίες.
Πριν από τη συρρίκνωσή τους και το οριστικό κλείσιμό τους, στη δεκαετία του 1980, τα λαϊκά σινεμά του Βαρδάρη έπαιζαν ταινίες πορνό. Οι θαμώνες τους ανήκαν στο ειδικό εκείνο κοινό των λαϊκών στρωμάτων, παρατηρητές και συναυτουργοί της ερωτικής κινηματογραφικής εκτόνωσης ή αναζητητές ερωτικών συντρόφων μέσα κι έξω από την αίθουσα.
Την εικόνα αυτή γύρω από λαϊκά σινεμά του Βαρδάρη αποδίδει το ποίημα «Ίλιον» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ο οποίος έζησε το κλίμα της ακμής τους στο ιδιότυπο αυτό αλισβερίσι, αλλά και την φθορά τους και την τελική του εξαφάνισή. Το διαβόητο σινεμά «Ίλιον» ήταν στη δεξιά αρχή της οδού Λαγκαδά, στην πάνω πλευρά της πλατείας Βαρδάρη, που κατεδαφίστηκε για τη διαπλάτυνση του δρόμου.
Χρόνια στημένος έξω από το Ίλιον / μαζί με άλλους ομοιοπαθείς, διόλου / απίθανο που άρχιζα να νιώθω ετούτο / το άθλιο σινεμά σαν την πρωτεύουσα / της Τροίας, και το επικίνδυνο Βαρδάρι / σαν το στρατόπεδο των Αχαιών. Λουμπίνες / καραδοκούσαν κάθε βράδυ, σαν τους Τρώες,/ να καταφθάσουν οι Αχαιοί, οι χακιφόροι, /καραδοκούσα και γω, σαν άλλος Έκτωρ, / τον Αχιλλέα να φανεί και να μ’ αδράξει, σε σκοτεινή γωνιά του κάστρου να με σύρει/ κι αντί για έρωτα ν’ αρχίσει τις κλοτσιές. /Δε φανταζόμουν τι ερήμωση θα ‘ρχόταν /μέσα σε λίγα χρόνια. Κι όμως, σαν την Τροία,/ ρήμαξε και το Βαρδάρι μας. Τώρα κανένας / δεν δέρνει ούτε σκυλεύει. Φώτα και τουρίστες. / Μόνο τα γκρεμισμένα κάστρα έμειναν, / πάθη μιας άλλης εποχής για να θυμίζουν- / Κι εγώ να περιφέρομαι, νυχτόβιος, / με αρχαϊκούς συνειρμούς φυτοζωώντας.
Το ‘’κεράσι’’ του Βαρδάρη
Στην περιοχή του Βαρδάρη δεν ενδημούσε μόνο ο αγοραίος ή ο ομοφιλόφυλος έρωτας. Στα στενά του Βαρδάρη ανθίζει κι ένα κεράσι. Ένα κορίτσι πόθος που το μεγαλώνει «του Βαρδάρη η γειτονιά». Είναι ο εξαγνισμός, η υστεροφημία σε μια γειτονιά που είχε μόνο καφέ σαντάν, οίκους ανοχής, κακόφημα μπαρ και κέντρα ψυχαγωγίας. Το Βαρδάρι, τη μέρα πριν από το σκοτάδι, ήταν το παραδοσιακό εμπορικό κέντρο, σταυροδρόμι διερχομένων προς τις αστικές συνοικίες της πόλης, με αρκετά αρχοντικά σπίτια, ιδίως γύρω από τη βυζαντινή εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και το ξενοδοχείο «Βιέννη» στην αρχή της Εγνατίας. Δεν ήταν αποκλειστικά η κακόφημη συνοικία, όπως πέρασε σε λογοτεχνικές καταγραφές και στις περιγραφές για τους αγοραίους έρωτες, τα λαϊκά σινεμά και τις καλντεριμιτζούδες, τις υπαίθριες πόρνες του Βαρδάρη και της Μπάρας. Ήταν και η λαϊκή αγορά του Βαρδάρη, «καθώς πρέπει» σπίτια και αλεσβιρίσια που αραίωναν μόνο όταν έπεφτε η νύχτα.
Το τραγούδι «Κεράσι στο Βαρδάρι» του Κώστα Κινδύνη σε μουσική του Γιάννη Γλέζου που τραγουδήθηκε αρχικά, το 1968, από τον Κύπριο τραγουδιστή Μιχάλη Βιολάρη και ερμηνεύτηκε από τη Μελίνα Κανά, αναφέρεται σε ένα «κανονικό» κορίτσι της περιοχής Βαρδαρίου.
Το κεράσι, το κεράσι / στου Βαρδάρη τα στενά. / Α, και ποιος να το δαγκάσει / σα γενεί δεκαεννιά! // Στο Βαρδάρι αναθρεμμένη/ μικρή μου Θεσσαλονικιά, /ποιος θα σου ζητήσει προίκα /πούχεις προίκα τα φιλιά.
Ο Γιώργος Μητσάκης, ένας από τους μεγάλους μπουζουξήδες και συνθέτες του ρεμπέτικου, αγάπησε τη Θεσσαλονίκη κι έγραψε αρκετά τραγούδια που απηχούν αυτήν την αγάπη του συνθέτη για την πόλη. Άλλωστε, στις περιπλανήσεις του ως πρόσφυγας φερμένος από την Κωνσταντινούπολη, έζησε δυο χρόνια στη Θεσσαλονίκη από το 1937 ως το 1939 και κατά διαστήματα έπαιξε πολλές φορές σε κέντρα της πόλης.
Τα περισσότερα τραγούδια είναι σε δικούς του στίχους όπως και αυτό που ακολουθεί για το Βαρδάρι. Το τραγούδι ερμηνεύει ο Στέλιος Καζαντζίδης που το αφιερώνει ηχητικά με τη γνωστή παθιάρικη φωνή του στο Γιώργο Μητσάκη, ‘’στον μεγάλο δάσκαλο’’.
Τι γυρεύεις παλικάρι / τέτοια ώρα στο Βαρδάρι. / Εγώ δεν είμαι παλιατζής/ καημούς για ν αγοράσω, / βλέπω τους άλλους που πονούν / κι αναστενάζω.
Και παρακάτω μιλάει για τα βιώματα που σφραγίστηκαν από το πεζοδρόμιο, από το σεργιάνι σ’ αυτούς τους τόπους του έρωτα και του ατομικού μαρτυρίου.
Όποιο δρόμο και να πάρεις/ θα σε πιάνει ο βαρδάρης.
Σήμερα η περιοχή του Βαρδάρη έχει αλλάξει. Τίποτα δεν έχει μείνει από τα παλιά πολεοδομικά σημάδια της περιβόητης πλατείας και τα κακόφημα παραβαρδάρια. Οι παλιοί κινηματογράφοι έγιναν πολυκατοικίες, σύγχρονα γραφεία και πολυκαταστήματα. Τα χάνια, τα καφέ σαντάν, οι ταβέρνες έμειναν στη λογοτεχνία, την τέχνη και τα τραγούδια ως μαρτυρίες μιας άλλης εποχής. Ο άνεμος βαρδάρης συνεχίζει να πιάνει κάπου κάπου, παρά το μέτωπο των οικοδομών, και να καθαρίζει τους δρόμους που εκτείνονται στον άξονα της φοράς του. Το συμβολικό όνομα της πλατείας, που ήταν για χρόνια συνώνυμο της Θεσσαλονίκης, δεν ταυτίζεται πια με την πόλη και τους ανθρώπους της. Έγινε μακρινό κοινωνικό και ερωτικό σύμβολο και λογοτεχνικό αντικείμενο για τους ερευνητές. Παρέμεινε όμως στη συλλογική συνείδηση της πόλης ως λαϊκό ερωτικό μετέωρο. Ωστόσο, ο Βαρδάρης και η ευρύτερη γεωργική περιοχή, ο εύφορος κάμπος της Βαρδαριάς, η προαστιακή δυτική Θεσσαλονίκη, επιβιώνει διαχρονικά με την ίδια ένταση στον θρύλο. Αλλάζει μόνο το πνεύμα και το κλίμα κάθε εποχής, όπως και στο δημοτικό τραγούδι, που προέρχεται από τη Δυτική Μακεδονία, ηχογραφημένο από το Γιώργο Μελίκη. Ο ‘’κάμπος της Βαρδαριάς’’, τα παραβαρδάρια ιστορικά χάνια, το περιβόητο λιμάνι, ήταν το όνειρο, το τέρμα των δρόμων για όλους εκείνους που προσδοκούσαν να γευτούν τις χαρές του Βαρδάρη, τα κάλλη της Θεσσαλονίκης:
Τραβάτις μ’ ελαφάκια μου κι εσείς καλά μουλάρια, / τραβάτι για να φτάσουμε στης Βαρδαριάς τουν κάμπο. / Ικεί θα ξιπιζέψουμι, θα κάνουμε λιμέρι, / να φαν’ οι μούλις την ταή, τ’ αλάφια το χουρτάρι, / να φάει κι ου αφέντης μας ψουμί, να δολογιοματίσει.
Χ. ΖΑΦ.
Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στο ‘Θεσσαλονικέων Πόλις’ τ. 71 (2020).