Παρακολουθούσα χθες το βράδυ από τη τζαμαρία του σπιτιού μου την χιονοθύελλα που ακινητοποίησε και πάλι την Θεσσαλονίκη. Ψυχή δεν κυκλοφορούσε στα πεζοδρόμια. Μόνο τα μαυροπούλια της πόλης, εκατοντάδες μαύρα πουλιά, σαν κοράκια και καρακάξες, ήταν η μόνη ζωντανή παρουσία μπροστά μου, δίνοντας τον μαύρο τόνο στο κατάλευκο τοπίο.
Το οπτικό πλάνο ήταν το κτήριο και η αυλή με τα πεύκα της Κάζα Μπιάνκα στο Ντεπό. Τα προηγούμενα βράδια τα μαυροπούλια, γυρίζοντας από την εξοχή της Χαλκιδικής, αφού έκαναν θορυβώδεις εφορμήσεις για την επιλογή των υπνωτηρίων τους, κούρνιαζαν στα παρόδια πεύκα της οδού Βασ. Όλγας και τα πλατάνια της οδού Σοφούλη. Χθες, για άγνωστη αιτία, εγκατέλειψαν τα δέντρα του Ντεπό και ξενύχτησαν στην κορυφή της στέγης της Casa Bianca. Έμοιαζαν σαν μαύρη γραμμή και κινούμενη περφόρμανς στην λευκή στέγη του κτηρίου. Κάπου κάπου έκαναν τοπικά πεταρίσματα για να αποτινάξουν το πολύ χιόνι από τα φτερά τους και πάλι κούρνιαζαν στην κορυφαία κεραμιδοσειρά που έδενε τη δίρριχτη κεραμοσκεπή του κτηρίου. Χάζευα τη λευκή χιονοθύελλα που δυνάμωνε και τα θορυβώδη μαυροπούλια περιμένοντας πότε θα αναγκαστούν να μεταστεγαστούν στο γνώριμο κούρνιασμα. Εκεί όμως κάθονταν ως τα μεσάνυχτα που πήγα για ύπνο. Το πρωί είχαν φύγει για το καθημερινό δρομολόγιο αναζητώντας την τροφή τους στους ελαιώνες της Χαλκιδικής. Η στέγη της Κάζα Μπιάνκα ήταν ολόλευκη με είκοσι πόντους χιόνι.
Τα μαυροπούλια ή γκαραβέλια ή ψαρόνια, είναι τα ενοχλητικά αποδημητικά πουλιά του χειμώνα στη Θεσσαλονίκη και άλλες πεδινές και παραθαλάσσιες πόλεις. Είναι διαβατάρικα πουλιά που κατεβαίνουν γύρω στο Νοέμβριο, πολλά μαζί σε ογκώδεις και εντυπωσιακούς σχηματισμούς από τη βόρεια Ευρώπη, σε θερμότερες περιοχές της Μεσογείου. ‘Εχουν μαύρο χρώμα με υπόλευκες πιτσιλιές στα φτερά τους και πρασινωπή ή καφετιά λάμψη στο σώμα τους. Κουρνιάζουν σε αλσύλλια και πάρκα, σε δέντρα αλλά και σε ερείπια και μπαλκόνια σπιτιών. Είναι φασαρτζίδικα, κυκλοφορούν κατά ομάδες πολλά μαζί κρώζοντας ή τιτιβίζοντας, κυρίως το βράδυ που γυρίζουν από την ύπαιθρο όπου πηγαίνουν καθημερινά αναζητώντας την τροφή τους. Αυτό τη χαρακτηριστική τους εικόνα αποδίδει λογοτεχνικά η Θεσσαλονικιά πεζογράφος Μαρία Κουγιουμτζή γράφοντας στο διήγημά της ‘’Σιωπηλός’’: «Το πλήθος τρέχει από δω κι από κει σαν μαυροπούλια που τα σκόρπισε μια ντουφεκιά».
Συνήθως κάθε πρωί φεύγουν ομαδικά, αφού κάνουν ένα θορυβώδες προσκλητήριο πριν αναχωρήσουν, προς περιοχές της Χαλκιδικής με λιόδεντρα και επιστρέφουν το βράδυ με την ίδια φασαρία. Είναι παμφάγα, τρώνε έντομα, αράχνες, σκουλήκια, φρούτα, ελιές και λοιπά φαγώσιμα. Γι’ αυτό στις φοβερές κουτσουλιές τους, που ρυπαίνουν κατά ριπάς πεζοδρόμια, αυτοκίνητα και μπαλκόνια, βλέπουμε πολλά ελαιοκούκουτσα, που πέρα από τη βρομιά προκαλούν και γλίστρες σε περιπατητές. Ενδεικτικός χώρος που βρομίζουν άσχημα και σε μεγάλη έκταση είναι το πεζοδρόμιο στη διασταύρωση Βασ. Όλγας και Μαρτίου μπροστά στη βίλα Μορντώχ.
Είναι ο φόβος και ο τρόμος των οδηγών και νοικοκυρών με τις απαίσιες κουτσουλιές τους. Αλλά και των δημοτικών και δημόσιων αρχών καθώς ρυπαίνουν υπερβολικά με τον μεγάλο αριθμό τους κτήρια και μνημεία της πόλης, γι’ αυτό και χαρακτηρίζονται ως εισβολείς των πόλεων επιβαρύνοντας την καθαριότητα και το αστικό περιβάλλον. Όπως διάβασα σε αναρτήσεις ειδικών στο Διαδίκτυο, τα περιττώματά τους και εν γένει τα μαυροπούλια είναι επικίνδυνα για τον άνθρωπο καθώς θεωρούνται ότι μεταδίδουν σοβαρές ασθένειες όπως της βλαστομύκωσης και της ιστοπλασμάτωσης. Δεν γνωρίζω την ιατρική τους σοβαρότητα,, αλλά πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στην επαφή μας με τα μαυροπούλια και το περιβάλλον τους.
Ο καθημερινός βραχνάς της Θεσσαλονίκης με τα ενοχλητικά και ρυπαρά μαυροπούλια τελειώνει την άνοιξη, όταν ξαναπαίρνουν ομαδικά τον δρόμο για τα βόρεια κλίματα της Ευρώπης όπου αναπαράγονται κατά χιλιάδες, για να ξανακατέβουν τον άλλο χειμώνα στη ζεστή Θεσσαλονίκη, κάνοντας με τον όγκο τους, τις φωνές και τη φοβερή ρύπανση, αισθητή την παρουσία τους και τη βρομιά τους.
Χ.ΖΑΦ.