Μετά τη στροφή του Μικρού Εμβόλου (Καραμπουρνάκι) ως την κλινική «Μεγάλη Παναγία», στην παράκτια ζώνη που αντιστοιχεί με την σημερινή πολύβουη λεωφόρο Νικολάου Πλαστήρα του Δήμου Καλαμαριάς και σε μεγάλο βάθος, πάνω σε έρημες εκτάσεις με σιταροχώραφα και κήπους, χτίστηκε μετά το 1923 ο προσφυγικός οικισμός Αρετσού ή Ρύσιον Αλιέων.
Στα ισόγεια σπίτια της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων εγκαταστάθηκαν εκατό περίπου οικογένειες, που προέρχονταν από το Ρύσιο (ή Αρετσού) της Προποντίδας, μια εύπορη κωμόπολη του Αστακηνού κόλπου, μεταξύ Νικομήδειας και Κωνσταντινούπολης. Οι ξεριζωμένοι κάτοικοι του Ρυσίου, που απασχολούνταν κυρίως με την αμπελοκαλλιέργεια και την αλιεία, ερχόμενοι στην Ελλάδα, χωρίστηκαν ανάλογα με τις επαγγελματικές ασχολίες σε δύο ομάδες. Οι αμπελουργοί και εν γένει αγρότες αποκαταστάθηκαν στο Αγροτικόν Ρύσιον (το σημερινό Νέο Ρύσιο), πάνω από το αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης, και οι ψαράδες και άλλοι αστοί στο Ρύσιον Αλιέων ή την Αρετσού, στο γνωστό προάστιο της πόλης.
Αμέσως μετά την εγκατάστασή τους οι Αρετσιανοί, μερικοί από τους οποίους έφτασαν στη νέα πατρίδα με τα ψαροκάικά τους, καταπιάστηκαν αμέσως με την παλιά τους τέχνη και διακρίθηκαν στην ψαραγορά της Θεσσαλονίκης. Ως τη δεκαετία του 1960 οι επισκέπτες της Αρετσούς έβλεπαν στην ακτή απλωμένα δίχτυα και γραφικές εικόνες από την ανάσυρση των δυχτιών από τους ψαράδες. Πολύ σύντομα τα προσφυγικά σπίτια αντικαταστάθηκαν από σύγχρονες οικοδομές και οι παλιοί κάτοικοι του Ρυσίου έγιναν μέλη της Καλαμαριάς, του ενιαίου μεγάλου δήμου της Θεσσαλονίκης που αφομοίωσε με το πέρασμα του χρόνου σε κοινή δημιουργική κοινωνία Μικρασιάτες, Θρακιώτες και Πόντιους πρόσφυγες. Οι ψαράδες, οι βάρκες και τα καϊκια έφυγαν από το λιμάνι της Αρετσούς και ολόκληρη η παραθαλάσσια περιοχή μετατράπηκε σε ζώνη αναψυχής.
Η εξοχή της πόλης
Από το μεσοπόλεμο ακόμη η παραλία της Αρετσούς ήταν η εξοχή των Θεσσαλονικιών που την προσέγγιζαν μέσω Καλαμαριάς, καθώς η περιοχή γύρω από το Καραμπουρνάκι ήταν γεμάτη στρατόπεδα και η οδική πρόσβαση από την οδό Σοφούλη άνοιξε μεταπολεμικά. Στην Αρετσού έκαναν τα μπάνια τους ντόπιοι και Θεσσαλονικείς και εκεί που βρίσκεται ο θερινός κινηματογράφος «Αύρα» λειτουργούσε ως τη δεκαετία του 1980 η οργανωμένη πλαζ της Αρετσούς, που δημιουργήθηκε από τον ΕΟΤ και περιήλθε τα τελευταία χρόνια λειτουργίας της στο Δήμο Καλαμαριάς.
Κατά μήκος της ακτής, από τον Ναυτικό Όμιλο Καλαμαριάς ως την παλιά ταβέρνα «Χαμόδρακας», υπήρχαν αρκετές ταβέρνες και ποικίλα κέντρα διασκέδασης, με πρώτο τον «Παράδεισο» του Παν. Κωνσταντάκου, που ήταν το προπολεμικό αγαπημένο κέντρο των αστών της Θεσσαλονίκης. Στον «Παράδεισο» που διέθετε ορχήστρα και παρουσίαζε πρόγραμμα με διάφορες ατραξιόν εμφανίστηκαν η ορχήστρα του πιανίστα και συνθέτη Μενέλαου Σπάθη, και καλλιτέχνες του ελαφρού λεγόμενου τραγουδιού, όπως η Νινή Ζαχά, η Ζωζώ Σαπουντζάκη κ.α. Άλλες γνωστές ταβέρνες της Αρετσούς, που άφησαν εποχή, ήταν το «Τροκαντερό» του Σ. Ζαμπέτογλου, που αργότερα μετονομάστηκαν σε «Καμινίκια», το «Χρυσό πέταλο», ο «Ποσειδών» του Ανέστη Σακάρογλου με νεώτερα ονόματα «Κουίντα» και «Καντάδα», η «Νεράιδα» του Θ. Καλέ, το «Ακρογιάλι» του Θ. Κιστίδη και τέλος το πιο γνωστό κέντρο «Χαμόδρακας» του Λεωνίδα Χαμόδρακα, που αντέχει ακόμη στο χρόνο.
Στην ίδιο παραλιακή ζώνη της Αρετσούς υπήρχαν, ιδίως στη δεκαετία του 1960, και αρκετά νεανικά κλαμπ όπως το «Γουότερ Λίλι» και η «Χαβάη». Στο τελευταίο μάλιστα κλαμπ εμφανίστηκαν σε μουσικά πρωινά όλα σχεδόν τα ροκ γκρουπάκια της Θεσσαλονίκης στη δεκαετία του 1960, από τους «Ολύμπιανς ως τους «Στρέιντζερς» και τους «Απ Τάιτ».
Εξοχικές βίλες
Εκτός από ψυχαγωγικό επίκεντρο πού είχε μεταβληθεί με τα χορευτικά κέντρα και τις περίφημες ψαροταβέρνες, στην Αρετσού χτίστηκαν στη διάρκεια του μεσοπολέμου και αρκετές παραθεριστικές κατοικίες και εξοχικές βίλες ευκατάστατων Θεσσαλονικιών. Μερικές από αυτές σώζονται σήμερα σε καλή κατάσταση, αν και έχουν μετατραπεί σε μπαρ και εστιατόρια. Δυο από τις παλιές εξοχικές βίλες στην οδό Νικ. Πλαστήρα είναι η οικία Χαραλαμπάκη, χτισμένη τα 1930, γνωστότερη ως καφέ «Απέριττο» και η βίλα Βαρσάμη, που χτίστηκε το 1922-1923, όπου λειτούργησε το καφέ-εστιαστόριο «Ακταίον». Στο δεύτερο σπίτι υπήρχε και μια ζωγραφική παράσταση με θέμα τον Αινεία που μεταφέρει στις πλάτες τον πατέρα του. Δυο ακόμη βίλες της δεκαετίας του 1930 σώζονται και στην παράλληλη προς την Πλαστήρα οδό Αδαμαντίου Κοραή που διατηρούν, εκτός από το αρχιτεκτονικό μέτρο της εποχής, ανάγλυφα στις προσόψεις τους και γλυπτά στον περιβάλλοντα χώρο.
Δυστυχώς, δεν διασώθηκαν ούτε για δείγμα κάποια από τα πρώτα προσφυγικά σπίτια της Αρετσούς. Μέσα στον αγώνα να ξεπεραστεί η μιζέρια και να ξεχαστεί η προσφυγιά, πού να υπάρξει σκέψη να διατηρηθούν οι μνήμες της πρώτης αγωνιστικής περιόδου των Αρετσιανών προσφύγων να ριζώσουν στον ξένο τόπο. Ευτυχώς υπάρχουν οι νοσταλγικές φωτογραφίες από την έρημη ακτή της Αρετσούς με τους ψαράδες και τα δίχτυα, τα λαϊκά γλέντια στις ταβέρνες και οι πίνακες του ζωγράφου Κώστα Λούστα, που αποτύπωσε με τέχνη την παλιά Αρετσού, πριν γεμίσει με κέντρα διασκέδασης και η οδός Πλαστήρα γίνει αδιάβατη από τον κόσμο και τα αυτοκίνητα.
Χ.ΖΑΦ.
(Οι φωτογραφίες προέρχονται από το λεύκωμα των Χρ. Ζαφείρη – Άρη Παπατζήκα “Εν Θεσσαλονίκη, 1900-1960, Εξάντας).
Η σύγχρονη μαρίνα της Αρετσούς και το παραλιακό οικοδομικό μέτωπο της Καλαμαριάς (φωτογραφία από τον διαδικτυακό κόμβο του Δήμου Καλαμαριάς).