Το Ellis Island, το μικρό νησί Αϊλαντ στην Νέα Υόρκη, είναι δεμένη με την ιστορία της μετανάστευσης στην Αμερική. Στο νησάκι αυτό, μπροστά στο Μανχάταν, έδεναν τα βαπόρια και ξεφόρτωναν για πολλές δεκαετίες τους μετανάστες από την Ευρώπη μετά από δεκαπενθήμερο ταξίδι προς τη «Γη της επαγγελίας». Εκεί καταγράφονταν και γινόταν η πρώτη διαλογή, το ξεσκαρτάρισμα των άμοιρων ταξιδιωτών, με αυστηρό νομικό και υγειονομικό έλεγχο. Όσοι δεν πληρούσαν τις μεταναστευτικές διατάξεις και κυρίως όσοι είχαν μολυσματικές ασθένειες τους απαγορευόταν η είσοδος στις Ηνωμένες Πολιτείες και επέστρεφαν αναγκαστικά με το επόμενο καράβι στην πατρίδα τους.
Το νησάκι Άιλαντ ήταν το κέντρο υποδοχής μεταναστών στην Αμερική και στα χρόνια λειτουργίας του, από το 1892 ως το 1924 που κορυφώθηκε η ευρωπαϊκή μετανάστευση, δέχτηκε 12 εκατομμύρια μετανάστες. Ανάμεσά τους και χιλιάδες Έλληνες, από τις ελεύθερες και σκλαβωμένες περιοχές, που αναζήτησαν την τύχη τους στη μακρινή ήπειρο κυρίως στην περίοδο 1900-1920.
Ένας από αυτούς που καταγράφηκε στο Έλλις Αϊλαντ ήταν και ο αδερφός του παππού μου, από τη μάνα μου, Λάζαρος Παπαγιάννης, για τον οποίο υπήρχε μια θολή μνήμη της αμερικανικής περιπέτειας στην οικογένεια και άγνωστος ο χρόνος μετανάστευσής του. Στο πρόσφατο βιβλίο μου «Ο καιρός του χρόνου» μνημόνευσα και γω τον συμπαθή μπάρμπα-Λάζαρο με μια γενικόλογη φράση: «Ο Λάζαρος μετανάστευσε στην Αμερική, αλλά δεν προσαρμόστηκε στη γη της επαγγελίας και ξαναγύρισε με το επόμενο βαπόρι στην πατρίδα».
Το Έλλις Αϊλαντ, στον κόλπο της Νέας Υόρκης, όπως είναι σήμερα, όπου στεγάζονται το μουσείο και τα αρχεία της μετανάστευσης.
Ήρθε όμως, μετά την ανάγνωση του βιβλίου μου, η παρέμβαση του φίλου μου Γιώργου Γούσια, ερευνητή της ιστορίας της ραδιοφωνίας και της τοπικής μικροϊστορίας, και βάλθηκε να τεκμηριώσει το ταξίδι του. Αναδίφησε τους καταλόγους μεταναστών του ‘Ελλλις Αϊλαντ, που είναι καταχωρισμένοι στο διαδίκτυο, και βρήκε τον Λάζαρο Παπαγιάννη, τον μετανάστη από την Κρανιά Ελασσόνας που ταξίδεψε στην Αμερική το 1907, με όλα τα στοιχεία ταυτότητάς του! Ο κατάλογος αναφέρει το όνομά του με παραφθορά στην κατάληξη, ως Λάζαρο Παπαγιάννον, που ήταν συνηθισμένο λάθος των αμερικανών υπαλλήλων, οι οποίοι αγνοούσαν τις δύσκολες γλώσσες των μεταναστών και αδιαφορούσαν για τη σωστή καταγραφή τους στην αγγλική. Άλλωστε, το «αμερικανικό» όνομα του μετανάστη ήταν αυτό που καταγραφόταν στα κατάστιχα του Άιλαντ. Ηταν δηλαδή η δεύτερη κολυμβήθρα και ονοματοθεσία του…
Πάνω, τμήμα του αυθεντικού κατάλογου μεταναστών του Έλλις Αϊλαντ όπου αναγράφεται το όνομα του Λάζαρου Παπαγιάννη, στη 17η σειρά, και κάτω το passenger record που δίνει στον ενδιαφερόμενο αναζητητή το ψηφιακό αρχείο του Έλλις Αϊλαντ.
Σε ελληνική μετάφραση η καταγραμμένη στο αρχείο του Έλλις Αϊλαντ ταυτότητα του Λάζαρου είναι: « Όνομα: Λάζαρος, επίθετο: Παπαγιάννον, εθνικότητα: Ελλάδα Έλληνας, τελευταίος τόπος διαμονής: Μακεδονία, ημερομηνία άφιξης: 16 Μαϊου 1907, ηλικία άφιξης: 23 – ανδρικό φύλο, οικογενειακή κατάσταση: άγαμος, πλοίο ταξιδιού: Πότσνταμ, λιμάνι αναχώρησης Μπολώνια, αριθμός γραμμής manifest: 0017».
Στην καταγραφή σημειώνεται ως τόπος διαμονής η περιφέρεια (Μακεδονία) και όχι το χωριό του. Το 1907 η Κρανιά ανήκε στην οθωμανική περιφέρεια της Μακεδονίας και τα ελληνικά σύνορα ήταν στη λοφοσειρά της Μελούνας, στη νότια περιοχή της επαρχίας Ελασσόνας.
Έτσι, χάρη στην επίσημη καταγραφή του στο κέντρο υποδοχής του Αϊλαντ μάθαμε λεπτομέρειες για το αμερικανικό όνειρο, αλλά αγνοούμε γιατί επέστρεψε και πώς στο τουρκοκρατούμενο χωριό του. Ισως να υπήρχε κάποιο πρόβλημα υγείας που τον ανάγκασε να γυρίσει, αλλά τον θυμάμαι ακμαίο και πέθανε σε βαθιά γεράματα. Η οικογενειακή παράδοση, που την είχα ακούσει μικρός, ήταν ότι αισθανόταν μοναξιά στα ξένα, δεν είχε συμπατριώτες κοντά του και δεν του άρεσε ο Νέος Κόσμος.
Ο Λάζαρος Παπαγιάννης (αριστερά) με τοπική ανδρική ενδυμασία της Κρανιάς Ελασσόνας σε μεγάλη ηλικία.
Πάντως, η πρωτοβουλία του Γιώργου και τα οργανωμένα αρχεία του Έλλις Αϊλαντ, που είναι προσιτά στο διεθνές κοινό μέσω Ιντερνετ (https://heritage.statueofliberty.org/), ζωντάνεψαν μια ανθρώπινη ιστορία που αναφέρεται στο βιβλίο μου «Ο καιρός του χρόνου». Η σχετική αναφορά του ονόματος του Λάζαρου είναι στο κεφάλαιο «Ο παπα-Γρηγόρης της ασπρόμαυρης φωτογραφίας» του βιβλίου. Παραθέτω το διευρυμένο απόσπασμα από τον «Καιρό του χρόνου» για να μπείτε στο κλίμα:
«Παππού, ποιος είναι αυτός ο παπάς;» με ρώτησε απορημένος ο εντεκάχρονος εγγονός μου και κατέβασε το κάδρο για να το περιεργαστεί καλύτερα. «Ένας θείος μου που με αγαπούσε πολύ και όταν ήμουν στην ηλικία σου, κι ακόμη μικρότερος, μού έστελνε βιβλία και τετράδια από το Άγιον Όρος», απάντησα και ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό μου. Ο παπα-Γρηγόρης, αδερφός του παππού μου, είναι ο παιδικός ευεργέτης μου, αλλά και ευεργέτης του σχολείου του χωριού μου, που το εφοδίαζε συχνά με βιβλία, γραφική ύλη, χάρτες, πορτρέτα ηρώων του ’21, παιχνίδια, σημαίες, τύμπανα και σάλπιγγες και άλλον σχολικό εξοπλισμό. Τον καιρό του πρώτου πολέμου πήγε νεαρός και αγράμματος στο Άγιον Όρος, για να γλιτώσει από τη φτώχεια που έδερνε την οικογένειά του στο χωριό. Έμαθε γράμματα εκεί και με τη φιλομάθεια, την πρόοδο και τις ικανότητές του αναδείχτηκε στη διοικητική ηγεσία του μοναστηριού και αρκετές φορές πρωτοεπιστάτης, εκκλησιαστικός ηγέτης του Αγίου Όρους.
Ο αδερφός του Λάζαρου Αχιλλέας, ως νεαρός μοναχός στο Άγιον Όρος με το όνομα Γρηγόριος Λαυριώτης (από τη μονή Μεγίστης Λαύρας) και δεξιά ως πρωτοεπιστάτης Αγίου Όρους (δίπλα στον πολίτη) .
Στο πατρικό σπίτι ήταν κρεμασμένη στον τοίχο μια μεγεθυμένη φωτογραφία με τους τρεις μεσόκοπους αδερφούς μαζί, που στα νιάτα τους είχαν πάρει διαφορετικό δρόμο. Ο Αχιλλέας, έτσι ήταν το βαφτιστικό του, έγινε καλόγερος με το όνομα Γρηγόριος στο μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας, ο Λάζαρος μετανάστευσε στην Αμερική, αλλά δεν προσαρμόστηκε στη γη της επαγγελίας και ξαναγύρισε με το επόμενο βαπόρι στην πατρίδα, κι ο Θόδωρος, ο παππούς μου, αψύς και τζόρας στα νιάτα του, πέρασε κάποια χρόνια σε φυλακές καταδικασμένος για ζωοκλοπές. Για τον άτσαλο βίο και την πολιτεία του ο παπα-Γρηγόρης τον είχε διαγράψει από τα προσωπικά κατάστιχα κι είχε κόψει παρτίδες μαζί του. Αργότερα, πενηντάρη σχεδόν, τον δέχτηκε στο μοναστήρι, όπου δούλεψε αρκετά χρόνια ως βουρδουνάρης και πρακτικός κτηνίατρος για τα μεταφορικά ζώα της μονής, διακόνημα που έμαθε καλά ως νοσοκόμος κτηνών, ιδιότητα κτηθείσα εν τω στρατεύματι, στα χρόνια του μικρασιατικού μετώπου. Κοντά του και στο αγιορείτικο περιβάλλον, ο Θόδωρος μεταστράφηκε. Έκοψε τις βλασφημίες που ξεστόμιζε με το παραμικρό, εξομολογιόταν τακτικά κι ακολούθησε σαν κοσμοκαλόγερος την κατά Χριστόν ζωή.
Ο αδερφός του Λάζαρου Θεόδωρος Παπαγιάννης με τη γυναίκα του Κατίνα και τη μονάκριβη κόρη τους Ευαγγελή, τη μάνα μου.
Αυτόν τον ήπιο χαρακτήρα, με τη σοφία από την πείρα της ζωής, που με συντρόφεψε και με γαλούχησε μεγάλο παιδί, γνώρισα στον παππού μου, ο οποίος, πέρα από τις αφηγήσεις της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη και του πολέμου της Μικρασίας, είχε προσθέσει στο ρεπερτόριό του και αγιορείτικες ιστορίες. Όταν γύρισε στο χωριό κουβάλησε, άγνωστο πώς, και αρκετά βιβλία για τα εγγόνια του, όπως έλεγε, που φυλάσσονταν για χρόνια σε ένα κλειδωμένο σεντούκι στο σπίτι. Όταν τον ξεπροβοδίσαμε πλήρη ημερών στον Αϊ-Γιάννη, τα εγγόνια του μοιράστηκαν τα εκκλησιαστικά βιβλία και σε μένα έπεσαν δυο Κυριακοδρόμια με τα χαρακτηριστικά τυπογραφικά στοιχεία της εποχής, ένα τυπωμένο το 1808 στη Μόσχα και το άλλο στη Βενετία το 1831. Τα κρατάω στην προσωπική γωνία του σπιτιού ως ευλογημένα κειμήλια…»
Χ.ΖΑΦ.