Ένα προσκύνημα στην ονειρική αρχιτεκτονική κληρονομιά των Τζουμέρκων, που όλο ματαιώνονταν ή αναβάλλονταν επί χρόνια από διάφορες αναποδιές ή ιεραρχήσεις της ζωής, πραγματοποιήθηκε φέτος την πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου και μάλιστα την περίοδο του μεγάλου καύσωνα που ήταν ανελέητος την ημέρα ακόμη και σε ορεινές διαδρομές. Η έντονη δυσφορία υποχωρούσε μόνο το βράδυ όταν φυσούσε από τις κορυφές των βουνών ή τα φαράγγια το ζωογόνο δροσερό αεράκι. Εκεί που σταθερά η περιήγηση του ορεινού ηπειρώτικου τοπίου με αυτοκίνητα γίνεται με ανοιχτά παράθυρα, στον αυγουστιάτικο καύσωνα κινούμασταν με κλιματισμό και καταφεύγαμε καθ’ υπερβολήν στις παρόδιες περίτεχνες βρύσες και τα κρύα ποταμίσια νερά για να δροσιστούμε. Ευτυχώς, με την Τασούλα παρέα, όχι μόνο ολοκληρώσαμε το πενθήμερο προσκύνημα με ασφάλεια, αλλά επιστρέψαμε ευτυχισμένοι και χορτάτοι από τα ζείδωρα δώρα του απαράμιλλου τόπου, στο βλέμμα και την ψυχή, από τα θεόρατα βουνά, τα βαθιά φαράγγια, τα γάργαρα νερά του Άραχθου και του Καλαρίτικου, τα εντυπωσιακά χωριά σκαρφαλωμένα σε διάσελα και τραχιές, γυμνές ή δασωμένες πλαγιές των Αθαμανικών ορέων, όπως είναι το επίσημο όνομα των Τζουμέρκων.
Το Σιράκο
Παλιότερα έχουμε επισκεφτεί και άλλες περιοχές, όπως τα Ζαγοροχώρια και τα Μαστοροχώρια της Κόνιτσας όπου το άφθονο τοπικό οικοδομικό υλικό, η πέτρα, στα χέρια των ντόπιων μαστόρων μεταμορφώνονταν σε τέχνη, στα σπίτια, τα γεφύρια, στις εκκλησίες. Ξαναζήσαμε και δω τη μοναδική φυσική ομορφιά του δύσβατου τόπου και την πλούσια ηπειρωτική αρχιτεκτονική παράδοση που επιβιώνει στις κατοικίες των ορεινών οικισμών του Ζαγοριού και των Τζουμέρκων. Πέρα από την ύπαρξη των έμπειρων τεχνιτών της, στην εντυπωσιακή πρόοδο της λαϊκής αρχιτεκτονικής συνετέλεσαν και άλλοι ιστορικοί και οικονομικοί λόγοι, το ειδικό καθεστώς προνομίων προστασίας επί τουρκοκρατίας και η φιλοπατρία των πλούσιων ξενιτεμένων της Ηπείρου.
Καλντερίμι στο Σιράκο. Κάτω, μπροστά στο ναό του Αγίου Νικολάου.
Με βάση το κεφαλοχώρι Πράμαντα επισκεφτήκαμε αρκετά χωριά, των κεντρικών και δυτικών Τζουμέρκων. Τα περισσότερα ορεινά χωριά δημιουργήθηκαν από νομάδες κτηνοτρόφους, ντόπιους, Βλάχους και Σαρακατσάνους, που συνένωσαν τους σκόρπιους θερινούς καταυλισμούς σε μόνιμες εγκαταστάσεις. Για το λόγο αυτό οι οικισμοί είναι χτισμένοι σε μεγάλο υψόμετρο που φτάνει ως τα δυο χιλιάδες μέτρα. Με τον καιρό απόκτησαν μόνιμο χαρακτήρα και χτίστηκαν πυργοειδή σπίτια για την ασφάλεια των ενοίκων τους, έγιναν έμποροι και αρκετοί βιοτέχνες, ιδιαίτερα περίφημοι ασημουργοί. Τα σπουδαιότερα χωριά είναι τα δυο αρχιτεκτονικά διαμάντια της Ηπείρου, οι ιστορικοί διατηρητέοι οικισμοί, Σιράκο (ή Συρράκο) και οι Καλαρίτες (ή Καλαρρύτες). Τα δυο χωριά βρίσκονται το ένα απέναντι στο άλλο, σε μεγάλο υψόμετρο κάτω από τις κορυφές του Λάκμου, αλλά τα χωρίζει ένα βαθύ φαράγγι και δεν υπάρχει σύνδεση μεταξύ τους, πέρα από μια οδοιπορική διαδρομή. Η επίσκεψη με αυτοκίνητο γίνεται από διαφορετικό δαιδαλώδη δρόμο μέσα από φαράγγια και κρημνώδη τοπία, που αποτρέπουν τους υψοφοβείς.
Στην πλατεία του χωριού.
Από την πενθήμερη περιήγηση θα περιοριστώ μόνο στους δυο διατηρητέους παραδοσιακούς οικισμούς, το μοναστήρι της Κηπίνας και το εντυπωσιακά αναστηλωμένο γεφύρι της Πλάκας στον Άραχθο, τα ευώδη άνθη της ηπειρωτικής αρχιτεκτονικής.
Το Σιράκο, χτισμένο σε υψόμετρο 1150 μ. αποτελεί το πρότυπο παραδοσιακού οικισμού, έχοντας ένα γκριζόλευκο χρώμα από το τοπικό πέτρινο οικοδομικό υλικό. Διατηρεί την αυθεντική αρχιτεκτονική των σπιτιών χωρίς νεότερες αλλοιώσεις, στεγασμένα με πλακόπετρες. Η ρυμοτομία των πλακόστρωτων παραμένει η ίδια τους τελευταίους αιώνες, μόνο για ανθρώπους και μεταφορικά ζώα. Αυτοκίνητο δεν μπαίνει στο χωριό, όπως και στους Καλαρίτες. Παρκάρουν σε μικρά πλατώματα στην άκρη των χωριών.
Θέα προς τις κορυφές των Τζουμέρκων.
Το Σιράκο, η γενέτειρα του ποιητή Κώστα Κρυστάλλη και του πρώτου συνταγματικού πρωθυπουργού του νεοσύστατου ελληνικού κράτους Ιωάννη Κωλέττη, που είχε σε εποχές ακμής αξιόλογο μόνιμο πληθυσμό, σήμερα έχει ελάχιστους κατοίκους. Το καλοκαίρι γεμίζει από Σιρακιώτες που ζούνε σε άλλες πόλεις και κάποιοι νέοι γυρίζουν στο όμορφο χωριό ασχολούμενοι με τουριστικές δραστηριότητες. Οι επισκέπτες του πληθαίνουν κάθε χρόνο, αλλά ο σημερινός αυτοκινητόδρομος παραμένει σε πολλά σημεία στενός και έχει προβλήματα πρόσβασης.
Οι Καλαρίτες είναι χτισμένο σε υψόμετρο 1200 μ. στο χείλος μιας χαράδρας πάνω από τον Καλαρρύτικο ποταμό, διατηρώντας πολλά παλιά πέτρινα αρχοντόσπιτα και εκκλησιές, με σημαντικότερη τον Άγιο Νικόλαο που χτίστηκε τον 15ο αιώνα, αλλά η σημερινή μορφή είναι κτίσμα του 19ου αιώνα μετά την πυρπόλησή του στην επανάσταση του 1821, γεμάτη με αφιερώματα των ξενιτεμένων Καλαριτινών , όπως ο πλουμιστός πολυέλαιος που έφεραν από την Τεργέστη. Οι Καλαρίτες ήταν τον 18ο και 19ο αιώνα το ακμαίο κεφαλοχώρι της περιοχής με πλούσιους εμπόρους και ασημουργούς, μια παράδοση που διατηρείται ως σήμερα, που ζουν σε άλλες πόλεις. Ένα μικρό δείγμα της τέχνης των Καλαριτινών αργυροχρυσοχόων παρουσιάζεται στο μικρό μουσείο αργυροχρυσοχοϊας του χωριού. Φημισμένοι αργυροχρυσοχόοι δούλεψαν και σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις όπως οι οικογένειες Μπάφα, Τσιμούρη, Νέσση και Βούλγαρη. Tη διάσημη διεθνή φίρμα κοσμημάτων Bulgari διακονούν απόγονοι της ομώνυμης καλαριτινής οικογένειας.
Απόψεις από τους Καλαρίτες
Σήμερα στους Καλαρίτες μένουν λίγα άτομα που προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανό το φημισμένο χωριό τους. Ένας απ’ αυτούς είναι ο Ναπολέων Ζάγκλης, που διατηρεί στο χωριό με τη γυναίκα του το καφενείο-μπακάλικο εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια, στη μορφή που το κρατούσε ο παππούς του κι ο πατέρας του. Ο Ναπολέων που ήταν στα νιάτα του ένας από τους πρωτοποριακούς ηλεκτρονικούς-προγραμματιστές στην Αθήνα, εγκατέλειψε το προσοδοφόρο επάγγελμα και γύρισε στο έρημο σχεδόν χωριό του, συνεχίζοντας το παραδοσιακό οικογενειακό μαγαζί. Μαζί με το νόστιμους μεζέδες και το τσίπουρο μοιράζεται με τους πολλούς φίλους και επισκέπτες του – όπως και με μας – τη βιωμένη παράδοση του χωριού, τη σοφία του και την απλότητά του.
Κουβέντα με τον Ναπολέοντα, την ψυχή των Καλαριτών, μπροστά στο καφενείο του.
Ανηφορίζοντας προς τους Καλαρίτες, το μοναστήρι της Κηπίνας, που είναι σφηνωμένο στην εσοχή ενός κατακόρυφου βράχου, προκαλεί δέος. Αναστηλωμένο στη δεκαετία του 1990, το ιστορικό μοναστήρι, χτίσμα του 1212 στα χρόνια του Δεσποτάτου της Ηπείρου, εντυπωσιάζει για την αριστοτεχνική αρχιτεκτονική ένταξή του στο πέτρινο τοπίο. Ο επισκέπτης το προσεγγίζει από ένα ανηφορικό ασφαλές μονοπάτι και η θέα από τον εξώστη του προς τα γύρω βουνά και φαράγγια είναι μοναδική. Το μοναστήρι έχει τρία κελιά για τους μοναχούς και μια μονόχωρη μικρή εκκλησία, που ο θόλος της και οι τρεις κόγχες του ιερού είναι σκαλισμένα στον βράχο. Σώζονται αρκετές τοιχογραφίες που φιλοτεχνήθηκαν στα τέλη του 17ου ή τις αρχές του 18ου αιώνα, εποχή που άκμαζε το μοναστήρι. Σήμερα το μοναστήρι δεν έχει μοναχούς και λειτουργεί ως αξιοθέατο μνημείο της περιοχής. Το μνημείο δεν έχει σταθερό ωράριο επισκέψεων και φυλακτικό προσωπικό και προκαλούνται κάποια προβλήματα για τους επισκέπτες. Ωστόσο, το κλειδί του μοναστηριού είναι διαθέσιμο για τους προσκυνητές στο γειτονικό καφενείο!..
Η μονή Κηπίνας, χτισμένη στην εσοχή ενός κατακόρυφου βράχου, στο δρόμο προς τους Καλαρίτες.
Θαυμάσαμε, τέλος, το αναστηλωμένο από Έλληνες τεχνίτες και μηχανικούς ιστορικό γεφύρι της Πλάκας στον ποταμό Άραχθο, που είχε καταρρεύσει το 2015 λόγω της διάβρωσης των θεμελίων του από πλημμύρες. Το πέτρινο γεφύρι της Πλάκας, με μια τεράστια καμάρα ύψους 40 μέτρων, είχε χτιστεί το 1866, με χορηγίες πλούσιων Ηπειρωτών, από ντόπιους μαστόρους με αρχιμάστορα τον Κώστα Μπέκα. Θεωρείται το μεγαλύτερο γεφύρι των Βαλκανίων, μήκους 75 μέτρων και πλάτους δρόμου 3,20 μέτρων, και φτάνοντας στην κορυφή της καμάρας, πριν πάρεις τον κλιμακωτό κατήφορο για την άλλη πλευρά, αισθάνεσαι περηφάνια για τους ανθρώπους που δάμασαν με τα χέρια και τις πέτρες το ορμητικό ποτάμι και δέος για το φυσικό τοπίο που το περιβάλλει.
Στη δεκαετία του 1880 το γεφύρι, που εξυπηρετούσε τις μεταφορές ανάμεσα στα χωριά των Τζουμέρκων και την περιοχή των Ιωαννίνων, ήταν συνοριακό πέρασμα ανάμεσα στο ελληνικό κράτος και την οθωμανική αυτοκρατορία και στο χώρο του το 1944 υπογράφηκε η ειρηνευτική συμφωνία ανάμεσα στις αντιστασιακές δυνάμεις κατά των Γερμανών, του ΕΛΑΣ (εαμικές δυνάμεις) και του ΕΔΕΣ (δεξιές), που βρίσκονταν σε σκληρή και ανθρωποφάγα αντιπαλότητα στην περιοχή της Ηπείρου.
Βλέποντας το φαράγγι του Άραχθου από την κορυφή του γεφυριού. Δεξιά με την Τασούλα, ξεκουραζόμαστε στο καφενείο του γεφυριού.
Την επιστημονική μελέτη και ευθύνη της αναστήλωσης ανέλαβε το Μετσόβιο Πολυτεχνείο και στις εργασίες χρησιμοποιήθηκαν παρόμοια οικοδομικά και συνδετικά υλικά της πέτρας και τεχνική με αυτά του παραδοσιακού μάστορα Μπέκα. Πέτρα πέτρα τα συνεργεία άρχισαν το αναστηλωτικό έργο τον Φεβρουάριο του 2015 και έβαλαν τον τελευταίο κλειδόλιθο στην κορυφή της καμάρας τον Δεκέμβριο του 2019. Η μόνη διαφορά ανάμεσα στα δυο συνεργεία του 19ου αιώνα και του 21ου είναι ότι το τελευταίο χρησιμοποίησε την σύγχρονη τεχνολογία και μηχανική που έκανε ευκολότερο και ασφαλέστερο το έργο του.
Βάση των περιηγήσεών μας στάθηκε το ξενοδοχείο ‘’Ορίζοντες’’ στα Πράμαντα, χτισμένο κάτω από τη Στρογγούλα, μια από τις κορυφές των Τζουμέρκων. Μια σύγχρονη τουριστική όαση μέσα στα φαράγγια και τα απρόσιτα βουνά. Ο Βασίλης και ο Βαγγέλης, τα δυο αδέρφια που διαχειρίζονται το ξενοδοχείο, με την παραδοσιακή ηπειρώτικη φιλοξενία και την αυθεντική εγκαρδιότητα που τα διαχέουν και στο προσωπικό τους, κάνουν τη διαφορά στα τουριστικά πράγματα των Τζουμέρκων, που αγωνίζονται με προβληματικούς δρόμους και υποδομές να προβάλουν τις απαράμιλλες ομορφιές του προνομιακού τόπου τους.
Άποψη προς το χωριό Πράμαντα και την κορυφή των Τζουμέρκων Στρογγούλα.
Ατυχώς, λόγω της πανδημίας δεν ζήσαμε τον ήχο και τη συγκίνηση της ηπειρωτικής χαρμολύπης στα πάνδημα πανηγύρια που απαλύνουν την ψυχή των ντόπιων και των ξενιτεμένων στα χοροστάσια των χωριών και στα πανηγύρια του Δεκαπενταύγουστου. Το τάμα όμως πραγματοποιήθηκε και το σκηνικό του ηπειρώτικου πανηγυριού το φαντασιώσαμε με το κλαρίνο του Πετρολούκα στο κασετόφωνο του αυτοκινήτου. Φεύγοντας κρατώ μια ιδιαίτερη συγκινητική εικόνα, που αποτυπώνει τον πόνο της ξενιτιάς και τον ασήκωτο καημό της πατρίδας των ξενιτεμένων ηπειρωτών. Είναι ο κόμπος που στάθηκε στον λαιμό του κυρ Δημήτρη από τους Μελισσουργούς, όταν μας είπε ότι έφερε πρόσφατα από τα μακρινά ξένα, το Τέξας, όπου έζησαν, δούλεψαν και μεγαλώνουν τα παιδιά τους, τη νεκρή γυναίκα του για να αναπαυτεί για πάντα στον παυσίλυπο γενέθλιο τόπο τους!.
Χ.Ζ.