Από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο υπήρχε δυτικά του λιμανιού το μοναδικό εθνικό πάρκο της Θεσσαλονίκης, που καταστράφηκε από τις βιομηχανικές και λιμενικές επεκτάσεις. Ο διερχόμενος από την οδό της 26ης Οκτωβρίου, ανάμεσα στο λιμάνι και τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό, αδυνατεί να πειστεί ότι σ’ αυτόν τον απεχθή χώρο απλωνόταν ένα μεγάλο πάρκο αναψυχής.
Ως χώρος αναψυχής το Μπέχτσιναρ οργανώθηκε το 1867 από τον οθωμανό περιφερειάρχη της Μακεδονίας Σαμπρί Πασά, με το όνομα «μιλέτ μπαξεσί», εθνικός κήπος δηλαδή, την εποχή της οθωμανικής προσπάθειας για τον εκσυγχρονισμό της Θεσσαλονίκης. Οριοθετήθηκε ο χώρος, φυτεύτηκαν και άλλα δέντρα, στήθηκαν διάφορες υποδομές εξυπηρέτησης των θαμώνων και καμπίνες για τα θαλάσσια μπάνια. Η τοποθεσία Μπέχτσιναρ ήταν γνωστή ως φυσική παραδείσια περιοχή από τα χρόνια της ελληνικής επανάστασης, με πηγή, πλατάνια και πανδοχείο, όπως αναφέρουν στα απομνημονεύματά τους οι αγωνιστές Νικόλαος Κασομούλης και Στέφανος Καλαμίδας.
Στο Μπέχτσιναρ, ως δροσερό αξιοθέατο της πόλης, παρέθεσε γεύμα ο οθωμανός διοικητής στους υψηλούς καλεσμένους της Ευρώπης που έφθασαν με το πρώτο τρένο στη Θεσσαλονίκη, το καλοκαίρι του 1888, εγκαινιάζοντας τη νέα σιδηροδρομική γραμμή, παρακλάδι του θρυλικού ««Οριάν εξπρές», και κάτω από τα βαθύσκια πλατάνια γευμάτισε το 1895 το βασιλικό ζεύγος της Σερβίας Αλέξανδρος και Δράγα Οβρένοβιτς, φιλοξενούμενο από τον βαλή Ριζά Πασά.
Στο Μπέχτσιναρ κατέφθαναν οι Θεσσαλονικείς για να διασκεδάσουν με ορχήστρες, να κάνουν πικ νικ και μπάνιο, με το τραμ της πάνω γραμμής «Μπέχτσιναρ» ως το 1912 και «Χαριλάου – Κήπος των Πριγκίπων» μετά την απελευθέρωση.
Τόπος διασκέδασης
Στις αρχές του 20ου αιώνα το Μπέχτσιναρ είχε καθιερωθεί ως τόπος διασκέδασης και διέθετε καφενείο, μπιραρία, εστιατόριο, καμπαρέ, πίστα πατινάζ και μεγάλο λούνα παρκ με κούνιες, τραμπάλες και περιστρεφόμενη κούνια, αλλά και θεατρική σκηνή για πολλούς περιφερόμενους θιάσους απ’ όλη την Ευρώπη.
Μετά την απελευθέρωση, το 1913, το εθνικό πάρκο των οθωμανών μετονομάστηκε, με λαϊκό διαγωνισμό από τους διαχειριστές του, μέσω της εφημερίδας «Αλήθεια», σε «Κήπο των Πριγκίπων», προς τιμήν των παιδιών της βασιλικής οικογένειας του Γεωργίου Α’, που είχε μετακομίσει από τον Οκτώβριο του 1912 στη Θεσσαλονίκη. Στα ταχυδρομικά δελτάρια της εποχής ο κήπος των Πριγκίπων αναγραφόταν γαλλιστί «Ζαρντέν ντε Πρενς» και τουρκιστί «Πρεσλέρ μπαγτσισί».
Στον εθνικό κήπο γιόρτασε για πρώτη φορά το 1910 την εργατική Πρωτομαγιά, με κόκκινες σημαίες και τραγούδια, η σοσιαλιστική εργατική οργάνωση «Φεντερασιόν» του Αβραάμ Μπεναρόγια. Το Μπέχτσιναρ, παρά τον αριστοκρατικό χαρακτήρα του χώρου, συγκέντρωνε την εργατιά της πόλης και στον χαμένο εθνικό κήπο ήχησε για πρώτη φορά από τους εβραίους εργάτες το ιταλικό τραγούδι «Αβάντι πόπολο», το διεθνές επαναστατικό τραγούδι των αγώνων της εργατιάς στο μεσοπόλεμο.
2. Κοσμική έξοδος στο Μπέχτσιναρ.
Μετά το 1920, όταν απομακρύνθηκε το ετερόκλητο πλήθος της στρατιάς της Ανατολής, τον «Κήπο των Πριγκίπων» επισκέπτονταν μεσοαστοί και στη δεκαετία του ’30 πρόσφυγες από τον Πόντο, την Ιωνία και τη Θράκη, που κατέβαιναν από τους γειτονικούς προσφυγικούς συνοικισμούς στην περιοχή για μπάνιο και ψυχαγωγία. Στην παραλία του Μπέχτσιναρ λειτούργησε το 1926 και το πρώτο στρατόπεδο γυμνιστών από Ιταλό γιατρό, που εφάρμοζε τη νέα σωματική αγωγή και την ελεύθερη φυσιολατρία, αλλά τα συντηρητικά ήθη ενεργοποίησαν τις εκκλησιαστικές και αστυνομικές αρχές που διέλυσαν τον φυσιολατρικό σύλλογο.
Όμορφη ακρογιαλιά
«Το Μπέχτσιναρ ήταν ένας μεγάλος περιφραγμένος χώρος δίπλα στη θάλασσα, με μεγάλα δέντρα, με ανθισμένους κήπους, με σιντριβάνια γεμάτα χρυσόψαρα κι ένα λούνα παρκ με κούνιες και αλογατάκια», γράφει για τον «παράδεισο μέσα στη βιομηχανική περιοχή» η Θεσσαλονικιά συγγραφέας Ελευθερία Δροσάκη στο βιβλίο της -με αναμνήσεις από την προπολεμική πόλη- “Εν Θεσσαλονίκη”.
Σκόρπια μέσα στα δέντρα ήταν χτισμένα σπιτάκια εξάγωνα, σαν παραμυθένια, κιόσκια και υπόστεγα με σκαλοπάτια και παράξενες στέγες. Τις ηλιόλουστες μέρες του χειμώνα και όλο το καλοκαίρι, αμέτρητος κόσμος ερχόταν με τραμ για περίπατο ή για μπάνιο στην όμορφη ακρογιαλιά, που στη μια της άκρη ήταν οι καμπίνες λουόμενων ανδρών και στην άλλη άκρη των γυναικών. Ανάμεσά τους πηγαινοερχόταν με βάρκα ένας ναύτης του λιμεναρχείου για τη διαφύλαξη της «ηθικής». Ετσι, όποιος ζωηρούλης τολμούσε να μπει στα γυναικεία χωρικά ύδατα και να κάνει τις γυναίκες να ξεφωνίζουν όλες μαζί σαν να έβλεπαν καρχαρία, αντιμετώπιζε το λιμεναρχείο και τις συνέπειες της παράβασης.
Οι καμπίνες ήταν ξύλινες και μέσα στη θάλασσα. Ηταν στημένες πάνω σε πασσάλους και η καθεμιά είχε καταπακτή με σκαλίτσα, για να κατεβαίνουν οι λουόμενες να κάνουν μπάνιο στη σκιά και να μένουν λευκές «ωσάν τα κρίνα», όπως το απαιτούσε η μόδα της εποχής».
Η καταστροφή του παραδείσου
Λίγα χρόνια πριν από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, όταν η κοσμική κίνηση μετατοπίστηκε στην ανατολική Θεσσαλονίκη, το Μπέχτσιναρ άρχισε να πολιορκείται από βιομηχανικές μονάδες και στην παραλιακή του ζώνη να επεκτείνονται οι εγκαταστάσεις του λιμανιού με την ανέγερση μεγάλων πετρελαιοδεξαμενών. Τη χαριστική βολή έδωσαν στον Κήπο στη διάρκεια της Κατοχής οι Γερμανοί που δημιούργησαν στο Μπέχτσιναρ αποθηκευτικούς χώρους πολεμικού υλικού.
Η μεταπολεμική εγκατάλειψη του Κήπου, η απρογραμμάτιστη εγκατάσταση βιομηχανιών, η δυσώδης γειτνίαση με τα βυρσοδεψεία και οι απανωτές πολεοδομικές μεταβολές, εξαφάνισαν μετά τον πόλεμο έναν ιστορικό πνεύμονα της δυτικής πόλης. Από τον παλιό κήπο έμειναν οι παλιές καρτ ποστάλ και τα πολεοδομικά σχεδιαγράμματα γύρω από τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό και το λιμάνι που οριοθετούν τον κήπο με την αναγραφή «Public Garden Besh Chinar».
Απέναντι από το χαμένο για πάντα «Κήπο των Πριγκίπων» απόμεινε από την εποχή της λειτουργίας του πάρκου όρθια, ως αποθηκευτικός χώρος, η καλαίσθητη πολυκατοικία των πλούσιων εμπόρων Μεϊμάρη, προσφύγων από το Δενισλί της Σμύρνης, απ’ όπου οι ένοικοι του σπιτιού με τα καμπύλα μπαλκόνια και τις αρχαιοπρεπείς κολόνες είχαν θαυμάσια θέα προς το πάρκο και τον Θερμαϊκό όπου εγκαινιάστηκαν τα πρώτα οργανωμένα θαλάσσια λουτρά της Θεσσαλονίκης. Το σπίτι αυτό είναι και το μοναδικό παλιό τοπόσημο του Μπέχτσιναρ που συνδέεται με τον θρυλικό Κήπο. Στη μουσική λαϊκή παράδοση της Θεσσαλονίκης ο Κήπος σώθηκε ως “Μπεξινάρι”στο γνωστό τραγούδι του Τσιτσάνη που αναφέρεται στις ψυχαγωγικές βόλτες στο Θερμαϊκό. Στα νεότερα χρόνια το όνομα χάθηκε σχεδόν από τη συλλογική μνήμη και η χρησιμοποίηση του ως εμπορική ονομασία σε καταστήματα επιτείνει τη σύγχυση της τοπογραφίας του.
Ο Κήπος των Πριγκίπων έμεινε μακρινή εικόνα στους παλιούς και νοσταλγική φαντασίωση στους νεότερους, όπως στο ποίημα του Λέανδρου Βαζάκα:
Περνώντας βιαστικά ένα βράδυ/ στο χαλασμένο δρόμο μς τις καμινάδες/ πίσω από τον Παλιό Σταθμό, σαν αστραπή/ πετάχτηκε η εικόνα.
Γυαλιστερά κι αγέρωχα -μπροστά/ στα μάτια του παιδιού- γυρνούσαν τ’ αλογάκια/ με τα δυο πόδια στον αέρα, το μικρό/ μπρούντζινο κανόνι ανεβοκατέβαινε,/ πολύχρωμα λαμπιόνια, μουσική, ευωδιές/ από πανσέδες.
Στο βάθος οι δικοί του/ πατέρας και μητέρα στα λευκά/ με φίλους, φλυαρούσαν πίνοντας μπίρα/ σε ψηλόκορμα ποτήρια”μπαλονάκια”./ Στο τραπεζάκι πιάτα με βραστές γαρίδες/ κι αλατισμένα άσπρα αμύγδαλα.
Γλυκιά καλοκαιριάτικη εσπέρα/ πλάι στα φύκια και τα βότσαλα / της παραλίας του Μπέχτσιναρ.
Χ.ΖΑΦ.
*Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη συλλογή του Άρη Παπατζήκα. Οι 2 και 4 πρωτοδημοσιεύτηκαν στο λεύκωμα: “Εν Θεσσαλονίκη 1900 – 1960” των Χρίστου Ζαφείρη (κείμενα) και Άρη Παπατζήκα (φωτογραφική συλλογή), εκδόσεις Εξάντας.
Reblogged στις reddragon99.